3,276,318
edits
(7) |
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[μέλος]] του σώματος, όργανο της ακοής<br /><b>2.</b> [[λαβή]], [[χερούλι]] δοχείου, σάκου κ.λπ.<br /><b>3.</b> «αφτιά του παπουτσιού...», «...του γιλέκου» κ.λπ.<br />ταινίες που χρησιμεύουν για να συνδέουν δύο [[άκρα]] ή να ρυθμίζουν το [[πλάτος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «μπήκαν ψύλλοι στ' αφτιά του» — άρχισε να υποψιάζεται<br />β) «έριξε τ΄ αφτιά» ή «κατέβασε τ' αφτιά» — ταπεινώθηκε<br />γ) «έφεξαν τ' αφτιά του» — αδυνάτισε πολύ<br />δ) «δεν ιδρώνει τ' [[αφτί]] του» — δεν συγκινείται ή δεν φοβάται<br />ε) «χρεώθηκε ως τ' αφτιά» — έχει μεγάλα χρέη<br />στ) «απ' τ' [[αφτί]] και στον δάσκαλο» (για [[προσαγωγή]] με τη βία ή άμεσο κολασμό)<br />ζ) «του 'δωσε στ' αφτιά» — τον χτύπησε ή του έκανε σκληρή [[επίθεση]]<br />η) «έχουν κι οι τοίχοι αφτιά» (για να μη λέγονται [[μυστικά]] με δυνατή [[φωνή]])<br />θ) «[[είμαι]] όλος αφτιά» — [[ακούω]] με [[προσοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όπως φαίνεται από την [[ετυμολογία]] που ακολουθεί, ο [[ορθός]] [[τρόπος]] [[γραφής]] της λ. [[είναι]] [[αφτί]] (όχι [[αυτί]]). Ο τ. προέκυψε ως [[εξής]]: | |mltxt=το<br /><b>1.</b> [[μέλος]] του σώματος, όργανο της ακοής<br /><b>2.</b> [[λαβή]], [[χερούλι]] δοχείου, σάκου κ.λπ.<br /><b>3.</b> «αφτιά του παπουτσιού...», «...του γιλέκου» κ.λπ.<br />ταινίες που χρησιμεύουν για να συνδέουν δύο [[άκρα]] ή να ρυθμίζουν το [[πλάτος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «μπήκαν ψύλλοι στ' αφτιά του» — άρχισε να υποψιάζεται<br />β) «έριξε τ΄ αφτιά» ή «κατέβασε τ' αφτιά» — ταπεινώθηκε<br />γ) «έφεξαν τ' αφτιά του» — αδυνάτισε πολύ<br />δ) «δεν ιδρώνει τ' [[αφτί]] του» — δεν συγκινείται ή δεν φοβάται<br />ε) «χρεώθηκε ως τ' αφτιά» — έχει μεγάλα χρέη<br />στ) «απ' τ' [[αφτί]] και στον δάσκαλο» (για [[προσαγωγή]] με τη βία ή άμεσο κολασμό)<br />ζ) «του 'δωσε στ' αφτιά» — τον χτύπησε ή του έκανε σκληρή [[επίθεση]]<br />η) «έχουν κι οι τοίχοι αφτιά» (για να μη λέγονται [[μυστικά]] με δυνατή [[φωνή]])<br />θ) «[[είμαι]] όλος αφτιά» — [[ακούω]] με [[προσοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όπως φαίνεται από την [[ετυμολογία]] που ακολουθεί, ο [[ορθός]] [[τρόπος]] [[γραφής]] της λ. [[είναι]] [[αφτί]] (όχι [[αυτί]]). Ο τ. προέκυψε ως [[εξής]]: τα [[ωτία]] > <i>τα uτiα</i> (με [[τροπή]] του -<i>ν</i>- σε ημίφωνο -<i>u</i>-) > <i>ταuτια</i> > <i>τἀυτία</i> > <i>τἀφτιά</i> > <i>αφτιά</i> και [[έπειτα]] και εν. [[αφτί]]. (Ανάλογο σχηματισμό <b>[[πρβλ]].</b> στο [[αβγό]])]. | ||
}} | }} |