3,276,901
edits
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[σκελετό]], το, και [[σκελετά]], τα, Ν, και ως επίθ. -<i>ός</i>, -ή, -όν, Α<br />το [[σύνολο]] τών οστών του ανθρώπινου σώματος, που [[είναι]] ενωμένα [[μεταξύ]] τους με τις αρθρώσεις σε ενιαίο [[σύστημα]], με ερειστική, προστατευτική και κινητήρια [[λειτουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (βιολ.-συγκρ. ανατ.) το στηρικτικό [[πλαίσιο]] του σώματος τών ζώων, το οποίο στα σπονδυλόζωα [[είναι]], [[κυρίως]], εσωτερικό και συνίσταται [[κατά]] το μεγαλύτερο [[μέρος]] του από οστά και χόνδρους, ενώ στα ασπόνδυλα [[είναι]], πολλές φορές, [[εξωτερικός]] και μπορεί να αποτελείται από μια [[ποικιλία]] μη οστέινων και μη χόνδρινων υλικών<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> το [[σύνολο]] τών [[μερών]] που αποτελούν, ως ερείσματα, το κύριο [[σώμα]] του πλοίου, στο οποίο ανήκουν, [[κυρίως]], η [[τρόπιδα]], οι νομείς, η [[στείρα]] και το [[ποδόστημα]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. εν. και το ουδ. εν. και πληθ.) ο [[σκελετός]], <i>το [[σκελετό]], | |mltxt=ο, ΝΑ, και [[σκελετό]], το, και [[σκελετά]], τα, Ν, και ως επίθ. -<i>ός</i>, -ή, -όν, Α<br />το [[σύνολο]] τών οστών του ανθρώπινου σώματος, που [[είναι]] ενωμένα [[μεταξύ]] τους με τις αρθρώσεις σε ενιαίο [[σύστημα]], με ερειστική, προστατευτική και κινητήρια [[λειτουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (βιολ.-συγκρ. ανατ.) το στηρικτικό [[πλαίσιο]] του σώματος τών ζώων, το οποίο στα σπονδυλόζωα [[είναι]], [[κυρίως]], εσωτερικό και συνίσταται [[κατά]] το μεγαλύτερο [[μέρος]] του από οστά και χόνδρους, ενώ στα ασπόνδυλα [[είναι]], πολλές φορές, [[εξωτερικός]] και μπορεί να αποτελείται από μια [[ποικιλία]] μη οστέινων και μη χόνδρινων υλικών<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> το [[σύνολο]] τών [[μερών]] που αποτελούν, ως ερείσματα, το κύριο [[σώμα]] του πλοίου, στο οποίο ανήκουν, [[κυρίως]], η [[τρόπιδα]], οι νομείς, η [[στείρα]] και το [[ποδόστημα]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. εν. και το ουδ. εν. και πληθ.) ο [[σκελετός]], <i>το [[σκελετό]], τα [[σκελετά]]<br />το [[σύνολο]] τών συναρμοσμένων [[μεταξύ]] τους κύριων τεμαχίων από τα οποία αποτελείται ο [[κορμός]] ενός τεχνικού έργου ή μιας κατασκευής και τα οποία εξασφαλίζουν τη στήριξή τους και καθορίζουν το [[σχήμα]] τους (α. «ο [[σκελετός]] της γέφυρας» β. «ο [[σκελετός]] του κτηρίου» γ. «ο [[σκελετός]] τών γυαλιών» δ. «τα [[σκελετά]] τών παραθύρων»)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) το [[σύνολο]] τών θηκών, τών ραφιών και τών συρταριών ενός καταστήματος<br /><b>5.</b> <b>χημ.</b> το [[σύνολο]] τών ατόμων, [[κυρίως]] άνθρακα, τα οποία συγκροτούν την κεντρική [[αλυσίδα]] του μορίου μιας οργανικής χημικής ένωσης<br /><b>6.</b> <b>(εδαφολ.)</b> το [[σύνολο]] τών χονδρόκοκκων τεμαχιδίων ενός εδάφους, όπως [[είναι]] λ.χ. οι κόκκοι ορυκτών και τα σκληρά θραύσματα φυτικών υπολειμμάτων, το [[μέγεθος]] τών οποίων [[είναι]] 20 [[περίπου]] μικρόμετρα<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] πολύ [[αδύνατος]], [[κάτισχνος]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αξονικός]] [[σκελετός]]»<br />(ανατ.-βιολ.) το [[μέρος]] του σκελετού τών σπονδυλοζώων που αποτελείται από τη σπονδυλική [[στήλη]] και από μεγάλο [[τμήμα]] του κρανίου<br />β) «[[περιφερειακός]] [[σκελετός]]»<br /><b>βιολ.</b> τα [[άκρα]] τών σπονδυλοζώων, [[καθώς]] και οι ζώνες του αξονικού σκελετού οι οποίες τά στηρίζουν<br />γ) «[[σπλαγχνικός]] [[σκελετός]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[μέρος]] του σκελετού του ανθρώπου που περιλαμβάνει την [[κάτω]] γνάθο, [[μερικά]] στοιχεία της άνω γνάθου, τα βραγχιακά τόξα και το υοειδές [[οστό]]<br />δ) «εξαρτηματικός [[σκελετός]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[μέρος]] του σκελετού του ανθρώπου στο οποίο ανήκουν η πυελική και η ωμική [[ζώνη]], [[καθώς]] και τα οστά τών [[άκρων]]<br />ε) «[[εδαφικός]] [[σκελετός]]»<br /><b>(εδαφολ.)</b> οι μισγάγκειες και οι κορυφογραμμές, που [[είναι]] οι πιο χαρακτηριστικές γραμμές του εδάφους, πλαισιώνουν τις πτυχώσεις του και αποτελούν τα βασικά στοιχεία για τη [[μελέτη]] του, [[καθώς]] και για την [[ανάγνωση]] τών χαρτών<br />στ) «[[γίνομαι]] [ή [[μένω]] ή [[καταντώ]]] [[σκελετός]]» — [[αδυνατίζω]] [[πάρα]] πολύ, [[γίνομαι]] [[κάτισχνος]], [[γίνομαι]] [[πετσί]] και [[κόκαλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αποξηραμένος, [[κατάξηρος]] («κινησίας [[σκελετός]], [[ἄπυγος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ταριχευμένο [[σώμα]], [[μούμια]] («κείσεται σκελετὸς καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκελε</i>- του ρ. <i>σκέλλομαι</i> «[[είμαι]] [[ξερός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[σκέλλω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κοπ</i>-<i>ε</i>-<i>τός</i>, <i>πυρ</i>-<i>ε</i>-<i>τός</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |