3,277,055
edits
(36) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ῥυάς]], -[[άδος]], ὁ, ἡ, το, ΝΜΑ<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=η / [[ῥυάς]], -[[άδος]], ὁ, ἡ, το, ΝΜΑ<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ρυάδα]] και [[ῥυάς]]<br />[[νόσος]] τών οφθαλμών που προκαλεί συνεχή, παθολογική ροή δακρύων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) [[ασθένεια]] του τριχωτού της κεφαλής, [[τριχόπτωση]]<br />β) [[ασθένεια]] τών αμπελιών που προκαλεί [[πτώση]] τών ρωγών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> [[πλαδαρός]], σαν να [[είναι]] [[ρευστός]] («σώματος ῥυάδος γενομένου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αποβάλλει [[κάτι]], που του πέφτουν τα φύλλα ή οι [[τρίχες]] («ῥυὰς [[ἄμπελος]]», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ουρητική [[σύριγγα]], [[καθετήρας]]<br /><b>4.</b> (το θηλ. ως ουσ. στον πληθ.) <i>αἱ ῥυάδες</i><br />κοπάδια ψαριών που τα παρασύρουν τα ρεύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μαιν</i>-<i>άς</i>, -[[άδος]])]. | ||
}} | }} |