τεσσαράκοντα: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [["
(1b)
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=οι, τα / [[τεσσαράκοντα]], οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ, και αττ. τ. [[τετταράκοντα]] και ιων. τ. [[τεσσεράκοντα]] και σικελιωτ. ιων. τετράοοντα και δωρ. τ. [[τετρώκοντα]] και τεταράκοντα και βοιωτ. τ. [[πετταράκοντα]] Α<br /><b>άκλ.</b> (απόλ. αριθμ.)<br /><b>1.</b> [[σαράντα]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[παρά]] μίαν [[τεσσαράκοντα]]»<br />i) (στην ΚΔ) η πιο ντροπιαστική [[τιμωρία]] που εφάρμοζαν οι Ιουδαίοι και που ήταν, ως ανώτατο όριο, 39 μαστιγώσεις<br />ii) ([[σήμερα]]) σκληρή σωματική [[τιμωρία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὰ [[τεσσαράκοντα]]<br />[[μνημοσύνη]] [[λειτουργία]] που τελούσαν [[σαράντα]] ημέρες [[μετά]] τον θάνατο ενός προσώπου, τα [[σαράντα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>οἱ [[τεσσαράκοντα]]<br />(αττ. δίκ.) δικαστές που περιέρχονταν τους δήμους της Αττικής και οι οποίοι δίκαζαν [[κάθε]] [[υπόθεση]] για την οποία επιβάλλονταν χρηματικό [[πρόστιμο]] [[μέχρι]] [[δέκα]] δραχμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέσσαρες]], -<i>α</i> / [[τέσσερες]] / [[πέτταρες]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κοντα</i> (που ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>dkomt</i> «[[δεκάδα]]», <b>πρβλ.</b> <i>πεντ</i>-<i>ή</i>-<i>κοντα</i>, <i>τριά</i>-<i>κοντα</i>). Ο τ. <i>τετρά</i>-<i>κοντα</i> έχει σχηματιστεί με α' συνθετικό <i>τετρα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τέσσερεις]]) ενώ ο δωρ. τ. <i>τετρώ</i>-<i>κοντα</i> εμφανίζει συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] με μακρό ημίφωνο: <i>k</i><sup>w</sup><i>etr</i>- &GT; -<i>ρω</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>quadr</i><i>ā</i>-<i>ginta</i>)].
|mltxt=οι, τα / [[τεσσαράκοντα]], οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ, και αττ. τ. [[τετταράκοντα]] και ιων. τ. [[τεσσεράκοντα]] και σικελιωτ. ιων. τετράοοντα και δωρ. τ. [[τετρώκοντα]] και τεταράκοντα και βοιωτ. τ. [[πετταράκοντα]] Α<br /><b>άκλ.</b> (απόλ. αριθμ.)<br /><b>1.</b> [[σαράντα]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[παρά]] μίαν [[τεσσαράκοντα]]»<br />i) (στην ΚΔ) η πιο ντροπιαστική [[τιμωρία]] που εφάρμοζαν οι Ιουδαίοι και που ήταν, ως ανώτατο όριο, 39 μαστιγώσεις<br />ii) ([[σήμερα]]) σκληρή σωματική [[τιμωρία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὰ [[τεσσαράκοντα]]<br />[[μνημοσύνη]] [[λειτουργία]] που τελούσαν [[σαράντα]] ημέρες [[μετά]] τον θάνατο ενός προσώπου, τα [[σαράντα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>οἱ [[τεσσαράκοντα]]<br />(αττ. δίκ.) δικαστές που περιέρχονταν τους δήμους της Αττικής και οι οποίοι δίκαζαν [[κάθε]] [[υπόθεση]] για την οποία επιβάλλονταν χρηματικό [[πρόστιμο]] [[μέχρι]] [[δέκα]] δραχμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέσσαρες]], -<i>α</i> / [[τέσσερες]] / [[πέτταρες]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κοντα</i> (που ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>dkomt</i> «[[δεκάδα]]», <b>πρβλ.</b> <i>πεντ</i>-<i>ή</i>-<i>κοντα</i>, <i>τριά</i>-<i>κοντα</i>). Ο τ. <i>τετρά</i>-<i>κοντα</i> έχει σχηματιστεί με α' συνθετικό <i>τετρα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τέσσερεις]]) ενώ ο δωρ. τ. <i>τετρώ</i>-<i>κοντα</i> εμφανίζει συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] με μακρό ημίφωνο: <i>k</i><sup>w</sup><i>etr</i>- &GT; -<i>ρω</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>quadr</i><i>ā</i>-<i>ginta</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm