λευκός: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>το [[" to "το [["
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λευκός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χιονιού ή του γάλακτος, [[άσπρος]] (α. «ήλθε ντυμένη με [[λευκά]] ρούχα» β. «ὃς [[ἅρμα]] λευκὸν ἡνιοστροφεῑ [[βεβώς]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τρίχα]]) [[πολιός]], [[ψαρός]] («τὼν μὲν πρεσβυτέρων αἱ λευκαὶ [[τρίχες]] ἐμελαίνοντο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[λευκό]](<i>ν</i>)<br />α) η [[λευκότητα]] (α. «το [[λευκό]] του κρίνου» β. «τὸ γὰρ λευκὸν τῷ μέλανι ἔστιν ὅπῃ προσέοικε», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) το ορατό [[μέρος]] του σκληρού χιτώνα του οφθαλμού, το [[ασπράδι]]<br />γ) [[ουσία]] [[διαυγής]] και [[γλοιώδης]], πρωτεϊνικής φύσεως, που περιβάλλει τον κρόκο του αβγού, το [[ασπράδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανοιχτόχρωμος]] («[[λευκός]] [[άρτος]]»)<br /><b>2.</b> [[άσπιλος]], [[ακηλίδωτος]] («το ποινικό του [[μητρώο]] [[είναι]] [[λευκό]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[λευκό]]<br />α) <b>ζωολ.</b> ο [[λευκώδης]]<br />β) <b>(ζωγρ.)</b> i) αχρωματικό στην [[ουσία]] [[χρώμα]], ικανό να διαχέει [[προς]] όλες τις κατευθύνσεις και [[χωρίς]] [[απορρόφηση]] όλες τις ορατές ακτινοβολίες που δέχεται<br />ii) παλαιά [[ονομασία]] διαφόρων χρωστικών ουσιών ή γεμισμάτων λευκού χρώματος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) (ειρωνικά) «λευκή [[περιστερά]]» — [[πρόσωπο]] που προσποιείται τον αθώο, αθώα [[περιστερά]]<br />β) «λευκή [[ψήφος]]»<br />i) ουδέτερη [[ψήφος]], [[δηλαδή]] η [[ψήφος]] με την οποία δηλώνεται από κάποιον πολίτη [[άρνηση]] υποστήριξης όλων τών υποψηφίων<br />ii) (σε δικαστήριο) αθωωτική [[ψήφος]]<br />γ) «λευκή φυλετική [[ομάδα]]» — η φυλετική [[ομάδα]] που καταλαμβάνει ολόκληρη την [[Ευρώπη]], τοποθετείται [[μεταξύ]] της μελανόδερμης και της ξανθόδερμης και περιλαμβάνει τη βόρεια [[φυλή]], τη [[φυλή]] της ανατολικής Ευρώπης, την αλπική, τη διναρική ή αδριατική και τη μεσογειακή [[φυλή]]<br />δ) «[[λευκά]] είδη» — [[ονομασία]] συγκεκριμένων υφασμάτινων ειδών, όπως [[είναι]] οι πετσέτες, τα σεντόνια, τα τραπεζομάντηλα και οι κουρτίνες<br />ε) «λευκή [[απεργία]]» — [[μορφή]] απεργίας [[κατά]] την οποία οι εργαζόμενοι προσέρχονται στους χώρους εργασίας τους [[χωρίς]] όμως να εργάζονται<br />στ) «λευκή [[γραμμή]]»<br /><b>ανατ.</b> τενόντια [[ραφή]] που χωρίζει τους δύο ορθούς κοιλιακούς μυς [[κατά]] τη [[μέση]] [[γραμμή]]<br />ζ) «λευκή [[ουσία]]»<br /><b>ανατ.</b> [[νευρικός]] [[ιστός]] που σχηματίζεται από εμμύελες ή και αμύελες νευρικές ίνες, οι οποίες αποτελούν τους νευράξονες τών νευρικών κυττάρων, και έχει [[λευκό]] [[χρώμα]], σε [[αντιδιαστολή]] με τη φαιά [[ουσία]]<br />η) «λευκή [[πάχνη]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> παχύ σχετικά [[χρώμα]] πάχνης ή παγετού<br />θ) «[[λευκό]] [[μέταλλο]]»<br /><b>(μεταλργ.)</b> [[κράμα]] με κύριο συστατικό τον κασσίτερο ή τον μόλυβδο που χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] εδράνων ι) «[[λευκός]] [[ορείχαλκος]]»<br /><b>(μεταλργ.)</b> [[κράμα]] χαλκού-ψευδαργύρου-νικελίου που χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] επιτραπέζιων σκευών<br />ια) «[[λευκός]] [[χρυσός]]»<br /><b>(μεταλργ.)</b> [[κράμα]] χρυσού, αργυρόλευκου χρώματος και περιεκτικότητας [[μέχρι]] 80% σε χρυσό, το οποίο χρησιμοποιείται στην [[κοσμηματοποιία]]<br />ιβ) «[[λευκός]] [[ήχος]]»<br /><b>μουσ.</b> [[ήχος]] που περιλαμβάνει όλες τις ακουστές συχνότητες σε ίση στατιστικά [[κατανομή]] ενέργειας ανά [[οκτάβα]], όπως [[είναι]] λ.χ. ο [[ήχος]] ενός καταρράκτη ή τών κυμβάλων και αρκετών τυμπανων<br />ιγ) «[[λευκός]] όγκος»<br /><b>ιατρ.</b> διάχυτη [[ατρακτοειδής]] [[διόγκωση]] μιας άρθρωσης με [[ωχρότητα]] του δέρματος που εμφανίζεται σε περιπτώσεις αρθρικής φυματίωσης<br />ιδ) «Λευκός Οίκος» — η επίσημη [[διαμονή]] του προέδρου τών ΗΠΑ στην Ουάσινγκτον<br />ιε) «Λευκός Πύργος» — ένα από τα πιο αξιόλογα μεταβυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης, στην [[παραλία]] της πόλης<br />ιστ) «[[λευκό]] της Κίνας» <b>(αγγειοπλ.)</b> πορσελάνη με παχύ και στιλπνό [[υάλωμα]], που το [[χρώμα]] του ποικίλλει από το [[λευκό]] με γαλάζιες αποχρώσεις ώς το ανοιχτό ροζ<br />ιζ) «λευκή [[σημαία]]» — άσπρη [[σημαία]] που υψώνεται ως [[ένδειξη]] διαθέσεως για συνεννοήσεις, [[ανακωχή]] ή [[παράδοση]] [[μεταξύ]] αντιμαχομένων<br />ιη) «λευκή [[νύχτα]]»<br />i) η [[νύχτα]] [[κατά]] την οποία [[κάποιος]] δεν κοιμήθηκε [[καθόλου]]<br />ii) η [[νύχτα]] στις χώρες του αρκτικού κύκλου, [[κατά]] το [[θέρος]], [[οπότε]] ο [[ήλιος]] παραμένει [[σχεδόν]] [[συνεχώς]] στον ορίζοντα<br />ιθ) «[[λευκός]] [[θάνατος]]» — ο [[θάνατος]] που επέρχεται από υπερβολική [[δόση]] σκληρών ναρκωτικών, [[κυρίως]] ηρωίνης<br />κ) «[[λευκό]] [[αιμοσφαίριο]]» — το [[λευκοκύτταρο]]<br />κα) «[[λευκό]] φως» — το φως που περιέχει όλες τις ακτίνες του φάσματος<br />κβ) «[[εμπόριο]] λευκής σάρκας» — [[εμπόριο]] [[γυναικών]] και παιδιών με σκοπό την προώθησή τους σε [[πορνεία]], σε [[σωματεμπόριο]]<br />κγ) «[[εντολή]] εν [[λευκώ]]» — απόλυτη [[πληρεξουσιότητα]]<br />κδ) «[[υπογράφω]] εν [[λευκώ]]»<br />i) [[υπογράφω]] [[γραμμάτιο]], [[επιταγή]] ή [[συναλλαγματική]] [[χωρίς]] να [[σημειώνω]] το όνομα του αποδέκτη<br />ii) [[αποδέχομαι]] [[κάτι]] [[χωρίς]] [[καμιά]] [[επιφύλαξη]]<br />κε) «[[λευκός]] [[γάμος]]» — [[γάμος]] που γίνεται μόνο για λόγους συμφέροντος, [[χωρίς]] να υπάρχει ουσιαστική [[σχέση]] [[μεταξύ]] τών συζύγων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[λευκά]]<br />τα άσπρα ρούχα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[κλήμα]]) αυτό που βγάζει άσπρα σταφύλια<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ λευκοί</i><br />[[ονομασία]] φατρίας του Ιπποδρόμου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[πάθηση]] τών οφθαλμών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει άσπρο [[δέρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φωτεινός]], [[λαμπρός]] («λευκὴ δ' ἐπιδέδρομεν [[αἴγλη]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για μεταλλική [[επιφάνεια]]) [[στιλπνός]], [[γυαλιστερός]]<br /><b>3.</b> (για το [[νερό]]) [[διαυγής]], [[διάφανος]] («Δίρκης τε νᾱμα λευκὸν αἱμαχθήσεται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (για τη [[φωνή]]) [[ευκρινής]], [[καθαρός]]<br /><b>5.</b> (για την ανθρώπινη [[επιδερμίδα]]) [[τρυφερός]], [[ωραίος]] («[[πάρος]] [[χρόα]] λευκὸν ἐπαυρεῑν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ωραίος]]<br /><b>7.</b> [[γυμνός]]<br /><b>8.</b> [[τρυφηλός]], [[άνανδρος]] («σὺ δ' [[ευπρόσωπος]], [[λευκός]], ἐξυρημένος, [[γυναικόφωνος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>9.</b> (για τον νου) [[επιπόλαιος]] («λευκαὶ [[φρένες]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[γεμάτος]] [[χαρά]] («λευκὸν ἧμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ λευκή</i><br />η άσπρη [[γραμμή]] ως [[σημείο]] εκκίνησης τών αγώνων του ιπποδρόμου<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «λευκὸς [[χρυσός]]» — [[χρυσός]] αναμεμιγμένος με άργυρο<br /><b>13.</b> <b>παροιμ.</b> «λευκὸς [[Ἑρμῆς]]» — λεγόταν σε περιπτώσεις που αποκαλυπτόταν [[κάποιος]] [[απατεώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[λευκός]]<br />ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>leuk</i>- «[[λάμπω]], φως, [[βλέπω]]» και συνδέεται με άλλες ΙΕ λέξεις που σημαίνουν γενικά «φως» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>roca</i>- «[[φωτεινός]], [[λαμπρός]]», <i>loka</i> «ελεύθερο, φωτεινό [[τμήμα]], [[κόσμος]]», λατ. <i>lux</i> «φως», <i>lucus</i>, με αρχική σημ. «[[άδενδρος]] [[τόπος]]», λιθουαν. <i>laũkas</i> «[[αγρός]]»). Στην [[ίδια]] λεξιλογική [[οικογένεια]] ανήκουν και οι τ. [[λεύσσω]], [[λύχνος]] κ.ά. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται ο τ. <i>re</i>-<i>u</i>-<i>ko</i>- = [[λευκός]] και το σύνθ. <i>re</i>-<i>u</i>-<i>ko</i>-<i>nu</i>-<i>ka</i> = <i>λευκ</i>-<i>ονυχα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λευκός]] <span style="color: red;">+</span> [[ὄνυξ]], -<i>υχος</i>). Στην Αρχαία Ελληνική η λ. [[λευκός]] απαντά τόσο με τη σημ. «[[λαμπρός]], [[φωτεινός]]» όσο και με τη σημ. «[[άσπρος]]», ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται μόνο με την τελευταία και σε μεγάλο βαθμό αντικαταστάθηκε από το [[άσπρος]], που εμφανίζει εντελώς διαφορετική σημασιολογική [[εξέλιξη]] (<b>βλ.</b> [[άσπρος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λευκαίνω]], [[λεύκη]], [[λευκίνη]], [[λευκισμός]] [[λευκίτης]], [[λευκιτίτης]], [[λευκότητα]](-<i>ης</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>λεύκας</i>, [[λευκήρης]], [[λεύκος]], [[λευκώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Για τα σύνθ. με α' συνθετικό <b>βλ.</b> <i>λευκ</i>[[ο]]-). (Β' συνθετικό) [[ερυθρόλευκος]], [[ημίλευκος]], [[ξανθόλευκος]], [[ολόλευκος]], [[πάλλευκος]], [[υπέρλευκος]], [[υπόλευκος]], [[φλογόλευκος]], [[ωχρόλευκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διάλευκος]], <i>εκλευκος</i>, <i>έλλευκος</i>, [[επίλευκος]], [[ζάλευκος]], [[μεσόλευκος]], [[μιξόλευκος]], [[παράλευκος]], [[περίλευκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αβρόλευκος</i>, <i>αργυρόλευκος</i>, <i>αχνόλευκος</i>, [[γαλανόλευκος]], <i>καστανόλευκος</i>, [[κατάλευκος]], [[κυανόλευκος]], <i>πρασινόλευκος</i>, <i>σταχτόλευκος</i>, [[χιονόλευκος]]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λευκός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χιονιού ή του γάλακτος, [[άσπρος]] (α. «ήλθε ντυμένη με [[λευκά]] ρούχα» β. «ὃς [[ἅρμα]] λευκὸν ἡνιοστροφεῑ [[βεβώς]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τρίχα]]) [[πολιός]], [[ψαρός]] («τὼν μὲν πρεσβυτέρων αἱ λευκαὶ [[τρίχες]] ἐμελαίνοντο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[λευκό]](<i>ν</i>)<br />α) η [[λευκότητα]] (α. «το [[λευκό]] του κρίνου» β. «τὸ γὰρ λευκὸν τῷ μέλανι ἔστιν ὅπῃ προσέοικε», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) το ορατό [[μέρος]] του σκληρού χιτώνα του οφθαλμού, το [[ασπράδι]]<br />γ) [[ουσία]] [[διαυγής]] και [[γλοιώδης]], πρωτεϊνικής φύσεως, που περιβάλλει τον κρόκο του αβγού, το [[ασπράδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανοιχτόχρωμος]] («[[λευκός]] [[άρτος]]»)<br /><b>2.</b> [[άσπιλος]], [[ακηλίδωτος]] («το ποινικό του [[μητρώο]] [[είναι]] [[λευκό]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[λευκό]]<br />α) <b>ζωολ.</b> ο [[λευκώδης]]<br />β) <b>(ζωγρ.)</b> i) αχρωματικό στην [[ουσία]] [[χρώμα]], ικανό να διαχέει [[προς]] όλες τις κατευθύνσεις και [[χωρίς]] [[απορρόφηση]] όλες τις ορατές ακτινοβολίες που δέχεται<br />ii) παλαιά [[ονομασία]] διαφόρων χρωστικών ουσιών ή γεμισμάτων λευκού χρώματος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) (ειρωνικά) «λευκή [[περιστερά]]» — [[πρόσωπο]] που προσποιείται τον αθώο, αθώα [[περιστερά]]<br />β) «λευκή [[ψήφος]]»<br />i) ουδέτερη [[ψήφος]], [[δηλαδή]] η [[ψήφος]] με την οποία δηλώνεται από κάποιον πολίτη [[άρνηση]] υποστήριξης όλων τών υποψηφίων<br />ii) (σε δικαστήριο) αθωωτική [[ψήφος]]<br />γ) «λευκή φυλετική [[ομάδα]]» — η φυλετική [[ομάδα]] που καταλαμβάνει ολόκληρη την [[Ευρώπη]], τοποθετείται [[μεταξύ]] της μελανόδερμης και της ξανθόδερμης και περιλαμβάνει τη βόρεια [[φυλή]], τη [[φυλή]] της ανατολικής Ευρώπης, την αλπική, τη διναρική ή αδριατική και τη μεσογειακή [[φυλή]]<br />δ) «[[λευκά]] είδη» — [[ονομασία]] συγκεκριμένων υφασμάτινων ειδών, όπως [[είναι]] οι πετσέτες, τα σεντόνια, τα τραπεζομάντηλα και οι κουρτίνες<br />ε) «λευκή [[απεργία]]» — [[μορφή]] απεργίας [[κατά]] την οποία οι εργαζόμενοι προσέρχονται στους χώρους εργασίας τους [[χωρίς]] όμως να εργάζονται<br />στ) «λευκή [[γραμμή]]»<br /><b>ανατ.</b> τενόντια [[ραφή]] που χωρίζει τους δύο ορθούς κοιλιακούς μυς [[κατά]] τη [[μέση]] [[γραμμή]]<br />ζ) «λευκή [[ουσία]]»<br /><b>ανατ.</b> [[νευρικός]] [[ιστός]] που σχηματίζεται από εμμύελες ή και αμύελες νευρικές ίνες, οι οποίες αποτελούν τους νευράξονες τών νευρικών κυττάρων, και έχει [[λευκό]] [[χρώμα]], σε [[αντιδιαστολή]] με τη φαιά [[ουσία]]<br />η) «λευκή [[πάχνη]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> παχύ σχετικά [[χρώμα]] πάχνης ή παγετού<br />θ) «[[λευκό]] [[μέταλλο]]»<br /><b>(μεταλργ.)</b> [[κράμα]] με κύριο συστατικό τον κασσίτερο ή τον μόλυβδο που χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] εδράνων ι) «[[λευκός]] [[ορείχαλκος]]»<br /><b>(μεταλργ.)</b> [[κράμα]] χαλκού-ψευδαργύρου-νικελίου που χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] επιτραπέζιων σκευών<br />ια) «[[λευκός]] [[χρυσός]]»<br /><b>(μεταλργ.)</b> [[κράμα]] χρυσού, αργυρόλευκου χρώματος και περιεκτικότητας [[μέχρι]] 80% σε χρυσό, το οποίο χρησιμοποιείται στην [[κοσμηματοποιία]]<br />ιβ) «[[λευκός]] [[ήχος]]»<br /><b>μουσ.</b> [[ήχος]] που περιλαμβάνει όλες τις ακουστές συχνότητες σε ίση στατιστικά [[κατανομή]] ενέργειας ανά [[οκτάβα]], όπως [[είναι]] λ.χ. ο [[ήχος]] ενός καταρράκτη ή τών κυμβάλων και αρκετών τυμπανων<br />ιγ) «[[λευκός]] όγκος»<br /><b>ιατρ.</b> διάχυτη [[ατρακτοειδής]] [[διόγκωση]] μιας άρθρωσης με [[ωχρότητα]] του δέρματος που εμφανίζεται σε περιπτώσεις αρθρικής φυματίωσης<br />ιδ) «Λευκός Οίκος» — η επίσημη [[διαμονή]] του προέδρου τών ΗΠΑ στην Ουάσινγκτον<br />ιε) «Λευκός Πύργος» — ένα από τα πιο αξιόλογα μεταβυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης, στην [[παραλία]] της πόλης<br />ιστ) «[[λευκό]] της Κίνας» <b>(αγγειοπλ.)</b> πορσελάνη με παχύ και στιλπνό [[υάλωμα]], που το [[χρώμα]] του ποικίλλει από το [[λευκό]] με γαλάζιες αποχρώσεις ώς το ανοιχτό ροζ<br />ιζ) «λευκή [[σημαία]]» — άσπρη [[σημαία]] που υψώνεται ως [[ένδειξη]] διαθέσεως για συνεννοήσεις, [[ανακωχή]] ή [[παράδοση]] [[μεταξύ]] αντιμαχομένων<br />ιη) «λευκή [[νύχτα]]»<br />i) η [[νύχτα]] [[κατά]] την οποία [[κάποιος]] δεν κοιμήθηκε [[καθόλου]]<br />ii) η [[νύχτα]] στις χώρες του αρκτικού κύκλου, [[κατά]] το [[θέρος]], [[οπότε]] ο [[ήλιος]] παραμένει [[σχεδόν]] [[συνεχώς]] στον ορίζοντα<br />ιθ) «[[λευκός]] [[θάνατος]]» — ο [[θάνατος]] που επέρχεται από υπερβολική [[δόση]] σκληρών ναρκωτικών, [[κυρίως]] ηρωίνης<br />κ) «[[λευκό]] [[αιμοσφαίριο]]» — το [[λευκοκύτταρο]]<br />κα) «[[λευκό]] φως» — το φως που περιέχει όλες τις ακτίνες του φάσματος<br />κβ) «[[εμπόριο]] λευκής σάρκας» — [[εμπόριο]] [[γυναικών]] και παιδιών με σκοπό την προώθησή τους σε [[πορνεία]], σε [[σωματεμπόριο]]<br />κγ) «[[εντολή]] εν [[λευκώ]]» — απόλυτη [[πληρεξουσιότητα]]<br />κδ) «[[υπογράφω]] εν [[λευκώ]]»<br />i) [[υπογράφω]] [[γραμμάτιο]], [[επιταγή]] ή [[συναλλαγματική]] [[χωρίς]] να [[σημειώνω]] το όνομα του αποδέκτη<br />ii) [[αποδέχομαι]] [[κάτι]] [[χωρίς]] [[καμιά]] [[επιφύλαξη]]<br />κε) «[[λευκός]] [[γάμος]]» — [[γάμος]] που γίνεται μόνο για λόγους συμφέροντος, [[χωρίς]] να υπάρχει ουσιαστική [[σχέση]] [[μεταξύ]] τών συζύγων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[λευκά]]<br />τα άσπρα ρούχα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[κλήμα]]) αυτό που βγάζει άσπρα σταφύλια<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ λευκοί</i><br />[[ονομασία]] φατρίας του Ιπποδρόμου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[πάθηση]] τών οφθαλμών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει άσπρο [[δέρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φωτεινός]], [[λαμπρός]] («λευκὴ δ' ἐπιδέδρομεν [[αἴγλη]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για μεταλλική [[επιφάνεια]]) [[στιλπνός]], [[γυαλιστερός]]<br /><b>3.</b> (για το [[νερό]]) [[διαυγής]], [[διάφανος]] («Δίρκης τε νᾱμα λευκὸν αἱμαχθήσεται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (για τη [[φωνή]]) [[ευκρινής]], [[καθαρός]]<br /><b>5.</b> (για την ανθρώπινη [[επιδερμίδα]]) [[τρυφερός]], [[ωραίος]] («[[πάρος]] [[χρόα]] λευκὸν ἐπαυρεῑν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ωραίος]]<br /><b>7.</b> [[γυμνός]]<br /><b>8.</b> [[τρυφηλός]], [[άνανδρος]] («σὺ δ' [[ευπρόσωπος]], [[λευκός]], ἐξυρημένος, [[γυναικόφωνος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>9.</b> (για τον νου) [[επιπόλαιος]] («λευκαὶ [[φρένες]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[γεμάτος]] [[χαρά]] («λευκὸν ἧμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ λευκή</i><br />η άσπρη [[γραμμή]] ως [[σημείο]] εκκίνησης τών αγώνων του ιπποδρόμου<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «λευκὸς [[χρυσός]]» — [[χρυσός]] αναμεμιγμένος με άργυρο<br /><b>13.</b> <b>παροιμ.</b> «λευκὸς [[Ἑρμῆς]]» — λεγόταν σε περιπτώσεις που αποκαλυπτόταν [[κάποιος]] [[απατεώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[λευκός]]<br />ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>leuk</i>- «[[λάμπω]], φως, [[βλέπω]]» και συνδέεται με άλλες ΙΕ λέξεις που σημαίνουν γενικά «φως» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>roca</i>- «[[φωτεινός]], [[λαμπρός]]», <i>loka</i> «ελεύθερο, φωτεινό [[τμήμα]], [[κόσμος]]», λατ. <i>lux</i> «φως», <i>lucus</i>, με αρχική σημ. «[[άδενδρος]] [[τόπος]]», λιθουαν. <i>laũkas</i> «[[αγρός]]»). Στην [[ίδια]] λεξιλογική [[οικογένεια]] ανήκουν και οι τ. [[λεύσσω]], [[λύχνος]] κ.ά. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται ο τ. <i>re</i>-<i>u</i>-<i>ko</i>- = [[λευκός]] και το σύνθ. <i>re</i>-<i>u</i>-<i>ko</i>-<i>nu</i>-<i>ka</i> = <i>λευκ</i>-<i>ονυχα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λευκός]] <span style="color: red;">+</span> [[ὄνυξ]], -<i>υχος</i>). Στην Αρχαία Ελληνική η λ. [[λευκός]] απαντά τόσο με τη σημ. «[[λαμπρός]], [[φωτεινός]]» όσο και με τη σημ. «[[άσπρος]]», ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται μόνο με την τελευταία και σε μεγάλο βαθμό αντικαταστάθηκε από το [[άσπρος]], που εμφανίζει εντελώς διαφορετική σημασιολογική [[εξέλιξη]] (<b>βλ.</b> [[άσπρος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λευκαίνω]], [[λεύκη]], [[λευκίνη]], [[λευκισμός]] [[λευκίτης]], [[λευκιτίτης]], [[λευκότητα]](-<i>ης</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>λεύκας</i>, [[λευκήρης]], [[λεύκος]], [[λευκώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Για τα σύνθ. με α' συνθετικό <b>βλ.</b> <i>λευκ</i>[[ο]]-). (Β' συνθετικό) [[ερυθρόλευκος]], [[ημίλευκος]], [[ξανθόλευκος]], [[ολόλευκος]], [[πάλλευκος]], [[υπέρλευκος]], [[υπόλευκος]], [[φλογόλευκος]], [[ωχρόλευκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διάλευκος]], <i>εκλευκος</i>, <i>έλλευκος</i>, [[επίλευκος]], [[ζάλευκος]], [[μεσόλευκος]], [[μιξόλευκος]], [[παράλευκος]], [[περίλευκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αβρόλευκος</i>, <i>αργυρόλευκος</i>, <i>αχνόλευκος</i>, [[γαλανόλευκος]], <i>καστανόλευκος</i>, [[κατάλευκος]], [[κυανόλευκος]], <i>πρασινόλευκος</i>, <i>σταχτόλευκος</i>, [[χιονόλευκος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm