3,277,121
edits
(1ba) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[παράσιτος]], -η, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ζει εις [[βάρος]] άλλου απομυζώντας τον<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) (με κακή σημ.) αυτός που, ενώ έχει δυνατότητες να εξασφαλίσει την ζωή του [[μόνος]] του, προσκολλάται σε [[άλλο]] [[πρόσωπο]] ή σε [[σύνολο]], ζει εις [[βάρος]] του και συντηρείται με τις δαπάνες του τελευταίου, χρησιμοποιώντας [[μέσα]] ταπεινά και ευτελή, ο παρεκεντές, ο [[χαραμοφάης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο / [[παράσιτος]], -η, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ζει εις [[βάρος]] άλλου απομυζώντας τον<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) (με κακή σημ.) αυτός που, ενώ έχει δυνατότητες να εξασφαλίσει την ζωή του [[μόνος]] του, προσκολλάται σε [[άλλο]] [[πρόσωπο]] ή σε [[σύνολο]], ζει εις [[βάρος]] του και συντηρείται με τις δαπάνες του τελευταίου, χρησιμοποιώντας [[μέσα]] ταπεινά και ευτελή, ο παρεκεντές, ο [[χαραμοφάης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> το [[παράσιτο]]<br /><b>βιολ.</b> [[ζωικός]] ή [[φυτικός]] [[οργανισμός]] που μονίμως ή σε μία μόνο [[φάση]] του κύκλου της ζωής του ζει αποκλειστικώς [[πάνω]] ή [[μέσα]] σε έναν οργανισμό άλλου είδους, τον ξενιστή, και τρέφεται εις [[βάρος]] του τελευταίου, [[χωρίς]] τον οποίο [[κατά]] κανόνα πεθαίνει (α. «μονόξενο [[παράσιτο]]» — [[παράσιτο]] που παρασιτεί σε έναν μόνο ξενιστή<br />β. «πολύξενο ή ετερόξενο [[παράσιτο]]» — [[παράσιτο]] που στην [[διάρκεια]] της ζωής του παρασιτεί σε περισσότερα από ένα είδη ξενιστών)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα παράσιτα</i><br /><b>(επικοιν.)</b> ηλεκτρομαγνητικές ταλαντώσεις με την [[μορφή]] διαταράξεων ή κρότων παρέμβλητων [[κατά]] την [[λήψη]] τών ραδιοηλεκτρικών κυμάτων στη [[ραδιοτηλεγραφία]], στη [[ραδιοτηλεφωνία]], στη [[ραδιοφωνία]], στην [[τηλεόραση]], που αλλοιώνουν ή πνίγουν το [[σήμα]] [[κατά]] την [[λήψη]] του από τον αντίστοιχο δέκτη και τα οποία διακρίνονται σε εξωτερικά, λ.χ. ατμοσφαιρικά, βιομηχανικά ή προερχόμενα από άλλους πομπούς, και σε εσωτερικά, που [[είναι]] ιδιοθόρυβοι του δέκτη<br /><b>αρχ.</b><br />(με καλή σημ.)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώει [[μαζί]] με άλλον στο ίδιο [[τραπέζι]], συνδαιτημόνας, [[ομοτράπεζος]]<br /><b>2.</b> αυτός που τρώει με ανώτατο άρχοντα<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ παράσιτοι</i><br />ιερείς και επίτροποι ναών που είχαν ως [[καθήκον]] τους την [[είσπραξη]] και [[συγκέντρωση]] του σιταριού, του κριθαριού και άλλων προϊόντων τα οποία προορίζονταν για τον ναό<br /><b>4.</b> (για ιερείς και υπηρέτες ιερών) αυτός που τρέφεται από τους πόρους του ιερού και [[συνήθως]] από τις προσφορές και τις θυσίες<br /><b>5.</b> αυτός που περιλαμβάνεται στα φαγητά τα οποία προσφέρονται σε [[γεύμα]]<br /><b>6.</b> (στην [[πόλη]] τών Μεθωναίων) <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[κάτοχος]] αξιώματος κατώτερου από του εισπράκτορα τών υποχρεωτικών εισφορών [[υπέρ]] του άρχοντα<br /><b>7.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Παράσιτος</i> [[τίτλος]] έργου του Λουκιανού [[καθώς]] και κωμωδιών τών Αντιφάνους, Αλεξίδου και Διφίλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>σιτος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |