περιβόλαιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>το [[" to "το [["
(32)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΝΜΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[περιβόλαιον]]<br /><b>εκκλ.</b> υφασμάτινο λινό [[κάλυμμα]] για το [[κεφάλι]], τον αυχένα και τους ώμους τών μοναχών στην [[εποχή]] της [[ακμής]] του μοναχισμού, [[κατά]] τον 4ο και 5ο αιώνα, το οποίο ονομαζόταν και [[ωμοφόριο]] ή πάλλιο και από το οποίο προήλθε αργότερα το [[ωμοφόριο]] τών επισκόπων<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[κάλυμμα]] αλόγου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο περιβάλλεται [[κανείς]], [[περίβλημα]], [[κάλυμμα]], [[ένδυμα]] (α. «θανάτου περιβόλαια» — καλύμματα νεκρού πτώματος, τα σάβανα<br />β. «[[ἐπεὶ]] δὲ σαρκὸς περιβόλαι' ἐκτησάμην ἡβῶντα» — [[αφού]] απέκτησα νεανικά περιβλήματα σάρκας, [[νεότητα]], νεανική [[ηλικία]], [[αφού]] αναπτύχθηκε το μυϊκό μου [[σύστημα]], <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] της κεφαλής τών [[γυναικών]]<br /><b>3.</b> [[τυπικό]] [[ένδυμα]] κατοίκου πόλεως<br /><b>4.</b> <b>εκκλ.</b> [[κάλυμμα]] του σώματος του Χριστού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιβάλλει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) [[επενδύτης]], [[πανωφόρι]]<br />β. [[κάλυμμα]] τών ποδιών<br />γ) [[κάλυμμα]] κρεβατιού<br />δ) [[κάλυμμα]] άρματος, δίφρου ή [[παραπέτασμα]] άμαξας<br />ε) [[σημάδι]] αρετής<br />στ) [[σημάδι]] ανθρώπου αμαρτωλής φύσεως, [[αλλά]] εξαγνισμένου από το [[αίμα]] του Χριστού<br />ζ) [[περίχωρα]]<br />η) [[φραγμός]], [[περίφραγμα]], [[περίβολος]]<br />θ) <b>μτφ.</b> ισχυρό αμυντικό όπλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περίβολος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[συμβόλαιος]])].
|mltxt=-ον, ΝΜΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[περιβόλαιον]]<br /><b>εκκλ.</b> υφασμάτινο λινό [[κάλυμμα]] για το [[κεφάλι]], τον αυχένα και τους ώμους τών μοναχών στην [[εποχή]] της [[ακμής]] του μοναχισμού, [[κατά]] τον 4ο και 5ο αιώνα, το οποίο ονομαζόταν και [[ωμοφόριο]] ή πάλλιο και από το οποίο προήλθε αργότερα το [[ωμοφόριο]] τών επισκόπων<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[κάλυμμα]] αλόγου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο περιβάλλεται [[κανείς]], [[περίβλημα]], [[κάλυμμα]], [[ένδυμα]] (α. «θανάτου περιβόλαια» — καλύμματα νεκρού πτώματος, τα σάβανα<br />β. «[[ἐπεὶ]] δὲ σαρκὸς περιβόλαι' ἐκτησάμην ἡβῶντα» — [[αφού]] απέκτησα νεανικά περιβλήματα σάρκας, [[νεότητα]], νεανική [[ηλικία]], [[αφού]] αναπτύχθηκε το μυϊκό μου [[σύστημα]], <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] της κεφαλής τών [[γυναικών]]<br /><b>3.</b> [[τυπικό]] [[ένδυμα]] κατοίκου πόλεως<br /><b>4.</b> <b>εκκλ.</b> [[κάλυμμα]] του σώματος του Χριστού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιβάλλει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) [[επενδύτης]], [[πανωφόρι]]<br />β. [[κάλυμμα]] τών ποδιών<br />γ) [[κάλυμμα]] κρεβατιού<br />δ) [[κάλυμμα]] άρματος, δίφρου ή [[παραπέτασμα]] άμαξας<br />ε) [[σημάδι]] αρετής<br />στ) [[σημάδι]] ανθρώπου αμαρτωλής φύσεως, [[αλλά]] εξαγνισμένου από το [[αίμα]] του Χριστού<br />ζ) [[περίχωρα]]<br />η) [[φραγμός]], [[περίφραγμα]], [[περίβολος]]<br />θ) <b>μτφ.</b> ισχυρό αμυντικό όπλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περίβολος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[συμβόλαιος]])].
}}
}}