3,274,873
edits
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀρυκτός]], -ή, -όν) [[ορύσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] στη γη και εξορύσσεται με [[εκσκαφή]] («ἀποσύραντι τὴν ἐπιπολῆς γῆν εὐθὺς ὀρυκτὸν εὑρίσκεσθαι χρυσόν», Πολύβ.)<br /><b>2.</b> ο [[αυτοφυής]], δηλ. αυτός που βρίσκεται εκ φύσεως στη γη και δεν παρασκευάζεται με χημικές ή άλλες μεθόδους («[[ορυκτό]] [[άλας]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει απολιθωθεί και διατηρείται [[μέσα]] στα πετρώματα της γης<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀρυκτός]], -ή, -όν) [[ορύσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] στη γη και εξορύσσεται με [[εκσκαφή]] («ἀποσύραντι τὴν ἐπιπολῆς γῆν εὐθὺς ὀρυκτὸν εὑρίσκεσθαι χρυσόν», Πολύβ.)<br /><b>2.</b> ο [[αυτοφυής]], δηλ. αυτός που βρίσκεται εκ φύσεως στη γη και δεν παρασκευάζεται με χημικές ή άλλες μεθόδους («[[ορυκτό]] [[άλας]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει απολιθωθεί και διατηρείται [[μέσα]] στα πετρώματα της γης<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ορυκτό]] <b>βλ.</b> [[ορυκτό]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ορυκτός]] [[πλούτος]]» — το [[σύνολο]] τών ορυκτών του υπεδάφους μιας χώρας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έγινε με [[ανόρυξη]], που συντελέστηκε με [[εκσκαφή]] («τάφρον ὑπερθορέονται ὀρυκτήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἰχθύες ὀρυκτοί» — [[είδος]] ψαριών, χελιών, που ζουν [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του βυθού της θάλασσας, [[μέσα]] σε αμμώδη [[λάσπη]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |