παράλιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [["
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[παράλιος]] και επικ. τ. [[παρράλιος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει [[κοντά]] στην [[παραλία]], [[παραθαλάσσιος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[παραλία]]<br /><b>βλ.</b> [[παραλία]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα παράλια</i><br />οι εκτάσεις μιας χώρας [[κοντά]] στη [[θάλασσα]], οι ακτές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατοικεί [[κοντά]] στη [[θάλασσα]] («νησιῶται καὶ παράλιοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> συνθετικό ονομασίας θαλάσσιων [[φυτών]] («[[εὐφόρβιον]] ὁ παραλίας», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ παράλιοι</i><br />α) οι κάτοικοι τών παραλίων<br /><b>4.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Παράλιοι</i><br />μία από τις [[τρεις]] κοινωνικές και πολιτικές ομάδες στις οποίες ήταν χωρισμένοι οι κάτοικοι της Αττικής [[κατά]] τον 6ο π.Χ. αιώνα<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[παράλιον]]<br />το [[ιερό]] του ήρωα Παράλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[άλιος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>, <i>ἁλός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>εν</i>-[[άλιος]]].
|mltxt=-α, -ο / [[παράλιος]] και επικ. τ. [[παρράλιος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει [[κοντά]] στην [[παραλία]], [[παραθαλάσσιος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[παραλία]]<br /><b>βλ.</b> [[παραλία]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα παράλια</i><br />οι εκτάσεις μιας χώρας [[κοντά]] στη [[θάλασσα]], οι ακτές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατοικεί [[κοντά]] στη [[θάλασσα]] («νησιῶται καὶ παράλιοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> συνθετικό ονομασίας θαλάσσιων [[φυτών]] («[[εὐφόρβιον]] ὁ παραλίας», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ παράλιοι</i><br />α) οι κάτοικοι τών παραλίων<br /><b>4.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Παράλιοι</i><br />μία από τις [[τρεις]] κοινωνικές και πολιτικές ομάδες στις οποίες ήταν χωρισμένοι οι κάτοικοι της Αττικής [[κατά]] τον 6ο π.Χ. αιώνα<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[παράλιον]]<br />το [[ιερό]] του ήρωα Παράλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[άλιος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>, <i>ἁλός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>εν</i>-[[άλιος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm