συμβαίνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [["
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], παρακ. -[[βέβηκα]], συγκεκ. γʹ πληθ. -[[βεβᾶσι]], Ιων. απαρ. <i>-βεβάναι</i>· αόρ. βʹ <i>συνέβην</i>, απαρ. [[συμβῆναι]] — Παθ., γʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ <i>ξυμβᾰθῇ</i>· Παθ. απαρ. <i>βεβάσθαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στέκομαι]] έχοντας τα πόδια μου [[κλειστά]], αντίθ. προς το <i>διαβαίνειν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[στέκομαι]] μαζί ή στο πλάι κάποιου ώστε να τον [[βοηθώ]], [[βοηθώ]], [[συνεργώ]], συνδράμω, σε Σοφ.· [[συμβαίνω]] κακοῖς, δηλ. τα [[επαυξάνω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[συναντώ]], <i>τινί</i>, σε Ξεν.· συμβέβηκεν [[οὐδαμοῦ]], δεν βρέθηκε [[πουθενά]] στο δρόμο μου, δεν έχει καμία [[σχέση]] με μένα, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> [[βαδίζω]] από κοινού, [[συμβαδίζω]], [[έρχομαι]] σε [[συμφωνία]], συμβιβάζομαι σε [[συνθήκη]], Λατ. convenire, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Ηρόδ., Αττ.· με απαρ., συμβαίνουσι ὑπήκοοι [[εἶναι]], σε Θουκ. — Παθ., λέγεται για τους όρους μιας συνθήκης, έχω συμφωνηθεί, έχω συνομολογηθεί, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[συμπίπτω]] ή [[αντιστοιχώ]] με [[κάτι]], με δοτ., σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., σε Τραγ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[πέφτω]] στον κλήρο κάποιου, [[λαχαίνω]], με δοτ. προσ., σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για γεγονότα, [[συμβαίνω]], [[τυχαίνω]], [[γίνομαι]], Λατ. cotingere, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· απρόσ. <i>συνέβη μοι</i>, με απαρ., μου συνέβη να κάνω [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης με αιτ., συνέβη να κάνω, στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ξυμβαίνει</i>, με απαρ., συμβαίνει να είναι, δηλ. είναι, έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, σε Πλάτ.· <i>τὸ [[συμβεβηκός]]</i>, τυχαίο [[γεγονός]], [[συγκυρία]], [[σύμπτωση]], σε Δημ.· ομοίως, <i>τὰ συμβαίνοντα</i>, σε Ξεν.· <i>τὰ συμβάντα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> συνάπτεται με επιρρ. ή επίθ., [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]] μ' ένα συγκεκριμένο τρόπο, <i>ὀρθῶςσυνέβαινε</i>, σε Ηρόδ.· [[κακῶς]], [[καλῶς]] ξυμβῆναι, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για συνέπειες, λογικά επακόλουθα, [[έρχομαι]] ως [[αποτέλεσμα]], [[επακολουθώ]], σε Θουκ.· ομοίως, λέγεται για λογικούς συλλογισμούς, σε Πλάτ.
|lsmtext='''συμβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], παρακ. -[[βέβηκα]], συγκεκ. γʹ πληθ. -[[βεβᾶσι]], Ιων. απαρ. <i>-βεβάναι</i>· αόρ. βʹ <i>συνέβην</i>, απαρ. [[συμβῆναι]] — Παθ., γʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ <i>ξυμβᾰθῇ</i>· Παθ. απαρ. <i>βεβάσθαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στέκομαι]] έχοντας τα πόδια μου [[κλειστά]], αντίθ. προς το <i>διαβαίνειν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[στέκομαι]] μαζί ή στο πλάι κάποιου ώστε να τον [[βοηθώ]], [[βοηθώ]], [[συνεργώ]], συνδράμω, σε Σοφ.· [[συμβαίνω]] κακοῖς, δηλ. τα [[επαυξάνω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[συναντώ]], <i>τινί</i>, σε Ξεν.· συμβέβηκεν [[οὐδαμοῦ]], δεν βρέθηκε [[πουθενά]] στο δρόμο μου, δεν έχει καμία [[σχέση]] με μένα, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> [[βαδίζω]] από κοινού, [[συμβαδίζω]], [[έρχομαι]] σε [[συμφωνία]], συμβιβάζομαι σε [[συνθήκη]], Λατ. convenire, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Ηρόδ., Αττ.· με απαρ., συμβαίνουσι ὑπήκοοι [[εἶναι]], σε Θουκ. — Παθ., λέγεται για τους όρους μιας συνθήκης, έχω συμφωνηθεί, έχω συνομολογηθεί, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[συμπίπτω]] ή [[αντιστοιχώ]] με [[κάτι]], με δοτ., σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., σε Τραγ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[πέφτω]] στον κλήρο κάποιου, [[λαχαίνω]], με δοτ. προσ., σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για γεγονότα, [[συμβαίνω]], [[τυχαίνω]], [[γίνομαι]], Λατ. cotingere, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· απρόσ. <i>συνέβη μοι</i>, με απαρ., μου συνέβη να κάνω [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης με αιτ., συνέβη να κάνω, στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ξυμβαίνει</i>, με απαρ., συμβαίνει να είναι, δηλ. είναι, έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, σε Πλάτ.· τὸ [[συμβεβηκός]]</i>, τυχαίο [[γεγονός]], [[συγκυρία]], [[σύμπτωση]], σε Δημ.· ομοίως, <i>τὰ συμβαίνοντα</i>, σε Ξεν.· <i>τὰ συμβάντα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> συνάπτεται με επιρρ. ή επίθ., [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]] μ' ένα συγκεκριμένο τρόπο, <i>ὀρθῶςσυνέβαινε</i>, σε Ηρόδ.· [[κακῶς]], [[καλῶς]] ξυμβῆναι, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για συνέπειες, λογικά επακόλουθα, [[έρχομαι]] ως [[αποτέλεσμα]], [[επακολουθώ]], σε Θουκ.· ομοίως, λέγεται για λογικούς συλλογισμούς, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elnl
{{elnl