κοιλόσταθμος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [["
(21)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοιλόσταθμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φατνωτή, θολωτή [[στέγη]], ο [[θολωτός]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ὁ [[κοιλόσταθμος]] και <i>τὸ κοιλόσταθμον</i><br />θολωτή [[στέγη]], φατνωτή [[οροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> [[στάθμη]] «[[κανόνας]] του ξυλουργού»].
|mltxt=[[κοιλόσταθμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φατνωτή, θολωτή [[στέγη]], ο [[θολωτός]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ [[κοιλόσταθμος]] και <i>τὸ κοιλόσταθμον</i><br />θολωτή [[στέγη]], φατνωτή [[οροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> [[στάθμη]] «[[κανόνας]] του ξυλουργού»].
}}
}}