πιτυρώδης: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [["
(nl)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[πίτυρον]]<br /><b>1.</b> ο ὁμοιος με πίτυρα, [[πιτυροειδής]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει πίτυρα, [[πιτυρούχος]]<br /><b>3.</b> (για τα [[ούρα]]) αυτός που έχει τη [[μορφή]] πιτύρου («κρημνώδεες δὲ ἐν τοῑσι οὔρεσιν αἱ ὑποστάσιες... τουτέων δ' ἔτι κακίους εἰσὶν αἱ πιτυρώδεες», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[πιτυρίαση]]<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πιτυρώδης]]<br />ο [[πιτυρούχος]] [[άρτος]].
|mltxt=-ῶδες, Α [[πίτυρον]]<br /><b>1.</b> ο ὁμοιος με πίτυρα, [[πιτυροειδής]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει πίτυρα, [[πιτυρούχος]]<br /><b>3.</b> (για τα [[ούρα]]) αυτός που έχει τη [[μορφή]] πιτύρου («κρημνώδεες δὲ ἐν τοῑσι οὔρεσιν αἱ ὑποστάσιες... τουτέων δ' ἔτι κακίους εἰσὶν αἱ πιτυρώδεες», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[πιτυρίαση]]<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πιτυρώδης]]<br />ο [[πιτυρούχος]] [[άρτος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πιτυρώδης -ες [πίτυρον] lijkend op zemelen:. πιτυρώδες ( sc. ὑποστάσιες ) zemelachtige urinebezinksels Hp. Prog. 12.
|elnltext=πιτυρώδης -ες [πίτυρον] lijkend op zemelen:. πιτυρώδες ( sc. ὑποστάσιες ) zemelachtige urinebezinksels Hp. Prog. 12.
}}
}}