οικιακός: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [["
(28)
 
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[οἰκιακός]], -ή, -όν) [[οικία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[οικία]] ή αυτός που γίνεται [[μέσα]] στην [[οικία]], ο [[σπιτικός]] (α. «οικιακή [[παραγωγή]]» — η [[παραγωγή]] που γίνεται από τα [[μέλη]] της οικογένειας [[μέσα]] στο [[σπίτι]]<br />β. «οἰκιακὰ σκεύη», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διατηρεί φιλικές σχέσεις με την [[οικογένεια]], [[οικείος]] («[[οικιακός]] [[φίλος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οικιακά</i><br />η καθημερινή [[απασχόληση]] για τη [[λειτουργία]], την [[καθαριότητα]] και τη [[συντήρηση]] του σπιτιού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «οικιακά έξοδα» — τα έξοδα για τη [[συντήρηση]] του σπιτιού<br />β) «οικιακή [[βιοτεχνία]]» — [[βιοτεχνία]] οργανωμένη [[μέσα]] στο [[σπίτι]] του βιοτέχνη, που διεξάγεται [[κυρίως]] από τα [[μέλη]] της οικογένειάς του<br />γ) «οικιακή [[εργασία]]» — η [[εργασία]] που παρέχεται στο [[σπίτι]] του εργαζόμενου για λογαριασμό ενός ή περισσότερων επιχειρηματιών<br />δ) «οικιακή λογιστική» — η [[συστηματική]] [[παρακολούθηση]] με απλές λογιστικές μεθόδους τών εσόδων και εξόδων του νοικοκυριού με σκοπό τον έλεγχο της πορείας τών οικονομικών της οικογένειας<br />ε) «οικιακή [[οικονομία]]»<br />i) η οικοκυρική<br />ii) η [[εξεύρεση]] μέσων για την [[αντιμετώπιση]] τών οικογενειακών αναγκών<br />iii) οικιακή [[παραγωγή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[οἰκιακός]]<br />αυτός που αποτελεί [[μέλος]] της οικογένειας, [[άνθρωπος]] του σπιτιού, [[συγγενής]], [[οικείος]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ οἰκιακοί</i><br />όλοι ὅσοι βρίσκονται [[κάτω]] από τις διαταγές του οικοδεσπότη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οικιακώς</i> και -<i>ά</i> (Α οἰκιακῶς)<br />[[κατά]] τρόπο [[σύμφωνο]] με την οικιακή ζωή, [[προς]] τις οικιακές ασχολίες.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[οἰκιακός]], -ή, -όν) [[οικία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[οικία]] ή αυτός που γίνεται [[μέσα]] στην [[οικία]], ο [[σπιτικός]] (α. «οικιακή [[παραγωγή]]» — η [[παραγωγή]] που γίνεται από τα [[μέλη]] της οικογένειας [[μέσα]] στο [[σπίτι]]<br />β. «οἰκιακὰ σκεύη», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διατηρεί φιλικές σχέσεις με την [[οικογένεια]], [[οικείος]] («[[οικιακός]] [[φίλος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οικιακά</i><br />η καθημερινή [[απασχόληση]] για τη [[λειτουργία]], την [[καθαριότητα]] και τη [[συντήρηση]] του σπιτιού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «οικιακά έξοδα» — τα έξοδα για τη [[συντήρηση]] του σπιτιού<br />β) «οικιακή [[βιοτεχνία]]» — [[βιοτεχνία]] οργανωμένη [[μέσα]] στο [[σπίτι]] του βιοτέχνη, που διεξάγεται [[κυρίως]] από τα [[μέλη]] της οικογένειάς του<br />γ) «οικιακή [[εργασία]]» — η [[εργασία]] που παρέχεται στο [[σπίτι]] του εργαζόμενου για λογαριασμό ενός ή περισσότερων επιχειρηματιών<br />δ) «οικιακή λογιστική» — η [[συστηματική]] [[παρακολούθηση]] με απλές λογιστικές μεθόδους τών εσόδων και εξόδων του νοικοκυριού με σκοπό τον έλεγχο της πορείας τών οικονομικών της οικογένειας<br />ε) «οικιακή [[οικονομία]]»<br />i) η οικοκυρική<br />ii) η [[εξεύρεση]] μέσων για την [[αντιμετώπιση]] τών οικογενειακών αναγκών<br />iii) οικιακή [[παραγωγή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[οἰκιακός]]<br />αυτός που αποτελεί [[μέλος]] της οικογένειας, [[άνθρωπος]] του σπιτιού, [[συγγενής]], [[οικείος]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ οἰκιακοί</i><br />όλοι ὅσοι βρίσκονται [[κάτω]] από τις διαταγές του οικοδεσπότη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οικιακώς</i> και -<i>ά</i> (Α οἰκιακῶς)<br />[[κατά]] τρόπο [[σύμφωνο]] με την οικιακή ζωή, [[προς]] τις οικιακές ασχολίες.
}}
}}