ἄμμος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [["
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἄμμος]], η<br />Μ και [[ἄμμος]], ο<br />Α και ἅμμος, η)<br />σωροί [[κόκκων]] ή λεπτών θραυσμάτων ορυκτών ή βράχων, που απαντώνται στους γιαλούς, στον βυθό θάλασσας ή λίμνης, στην [[κοίτη]] ή στις εκβολές ποταμού ή που καλύπτουν εκτάσεις ξηράς στις ερήμους<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>νεοελλ.</b> «σαν την άμμο», <b>μσν.</b> «σὰν (τον) ἄμμον» ή «[[ὑπὲρ]] τὸν ἄμμον», για [[δήλωση]] αναρίθμητου πλήθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αμμώδης]] [[έκταση]], [[αμμουδιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[χτίζω]] στην άμμο», [[δημιουργώ]] [[κάτι]] [[επάνω]] σε ασταθή θεμέλια, σε αμφίβολη [[βάση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ομαλό αμμώδες [[έδαφος]] κατάλληλο για ιπποδρομίες<br /><b>2.</b> [[αμμοκονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ως [[προς]] τη [[χρήση]] της λ. [[ἄμμος]] αξίζει να σημειωθεί ότι πρωτοεμφανίζεται στον Πλάτωνα. Παλαιότερα, στον Όμηρο, με τη [[σημασία]] της <i>ἄμμου</i> χρησιμοποιείται [[κυρίως]] η λ. [[ψάμαθος]], σπάνια δε τα [[ἄμαθος]] και [[ψάμμος]]. Η λ. [[ἄμμος]] πλάστηκε πιθ. από το [[ἄμαθος]] με αναλογική [[επίδραση]] του [[ψάμμος]] (ή, [[αλλιώς]], με συμφυρμό τών [[ἄμαθος]] <span style="color: red;">+</span> [[ψάμμος]]). Πρβλ. αντιστρόφως και ετυμολ. του [[ψάμαθος]] από αναλογική [[επίδραση]] του [[ἄμαθος]]. Το [[γένος]] της λ. μεταπλάστηκε αργότερα σε [[αρσενικό]] (ο [[ἄμμος]]), [[γιατί]] η κατάλ. -<i>ος</i> θεωρήθηκε χαρακτηριστική τών αρσενικών ουσιαστικών (<b>[[πρβλ]].</b> και ἡ [[πλάτανος]] &GT; <i>ὁ [[πλάτανος]], ἡ [[θόλος]] &GT; <i>ὁ [[θόλος]] <b>κ.τ.ό.</b>). Διαλεκτικώς σχηματίστηκε και [[περιττοσύλλαβος]] πληθ. σε -<i>ουδες</i> (<i>ἄμμουδες</i><br /><b>[[πρβλ]].</b> [[ἆθος]]-<i>ἄθουδες</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμμώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἄμμινος]], [[ἄμμιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άμμουδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αμμόγειος]], [[αμμόδρομος]], [[αμμοδύτης]], [[αμμοκονία]], [[αμμοσκοπία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμμοβάτης]], [[ἀμμόνιτρον]], [[ἀμμόχρυσος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ἀμμόχωστος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἀμμοπλύνω</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμμοαργιλλώδης]], [[αμμόγη]], [[αμμοδίαιτος]], [[αμμοδιυλιστήριο]], [[αμμοδοχείο]], <i>αμμοδόχη</i>, [[αμμοειδής]], <i>αμμοθεραπεία</i>, <i>αμμοθήκη</i>, [[αμμοθύελλα]], [[αμμοκάικο]], [[αμμοκονίαμα]], <i>αμμόλιθος</i>, [[αμμόλουτρο]], [[αμμόλοφος]], [[αμμομαντεία]], [[αμμοσκέπαστος]], [[αμμοσκεπής]], [[αμμότοπος]], [[αμμόφιλος]], [[αμμοχάλικο]], [[αμμόχορτο]], [[αμμωρολόγιον]]].
|mltxt=η (AM [[ἄμμος]], η<br />Μ και [[ἄμμος]], ο<br />Α και ἅμμος, η)<br />σωροί [[κόκκων]] ή λεπτών θραυσμάτων ορυκτών ή βράχων, που απαντώνται στους γιαλούς, στον βυθό θάλασσας ή λίμνης, στην [[κοίτη]] ή στις εκβολές ποταμού ή που καλύπτουν εκτάσεις ξηράς στις ερήμους<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>νεοελλ.</b> «σαν την άμμο», <b>μσν.</b> «σὰν (τον) ἄμμον» ή «[[ὑπὲρ]] τὸν ἄμμον», για [[δήλωση]] αναρίθμητου πλήθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αμμώδης]] [[έκταση]], [[αμμουδιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[χτίζω]] στην άμμο», [[δημιουργώ]] [[κάτι]] [[επάνω]] σε ασταθή θεμέλια, σε αμφίβολη [[βάση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ομαλό αμμώδες [[έδαφος]] κατάλληλο για ιπποδρομίες<br /><b>2.</b> [[αμμοκονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ως [[προς]] τη [[χρήση]] της λ. [[ἄμμος]] αξίζει να σημειωθεί ότι πρωτοεμφανίζεται στον Πλάτωνα. Παλαιότερα, στον Όμηρο, με τη [[σημασία]] της <i>ἄμμου</i> χρησιμοποιείται [[κυρίως]] η λ. [[ψάμαθος]], σπάνια δε τα [[ἄμαθος]] και [[ψάμμος]]. Η λ. [[ἄμμος]] πλάστηκε πιθ. από το [[ἄμαθος]] με αναλογική [[επίδραση]] του [[ψάμμος]] (ή, [[αλλιώς]], με συμφυρμό τών [[ἄμαθος]] <span style="color: red;">+</span> [[ψάμμος]]). Πρβλ. αντιστρόφως και ετυμολ. του [[ψάμαθος]] από αναλογική [[επίδραση]] του [[ἄμαθος]]. Το [[γένος]] της λ. μεταπλάστηκε αργότερα σε [[αρσενικό]] (ο [[ἄμμος]]), [[γιατί]] η κατάλ. -<i>ος</i> θεωρήθηκε χαρακτηριστική τών αρσενικών ουσιαστικών (<b>[[πρβλ]].</b> και ἡ [[πλάτανος]] &GT; ὁ [[πλάτανος]], ἡ [[θόλος]] &GT; ὁ [[θόλος]] <b>κ.τ.ό.</b>). Διαλεκτικώς σχηματίστηκε και [[περιττοσύλλαβος]] πληθ. σε -<i>ουδες</i> (<i>ἄμμουδες</i><br /><b>[[πρβλ]].</b> [[ἆθος]]-<i>ἄθουδες</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμμώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἄμμινος]], [[ἄμμιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άμμουδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αμμόγειος]], [[αμμόδρομος]], [[αμμοδύτης]], [[αμμοκονία]], [[αμμοσκοπία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμμοβάτης]], [[ἀμμόνιτρον]], [[ἀμμόχρυσος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ἀμμόχωστος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἀμμοπλύνω</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμμοαργιλλώδης]], [[αμμόγη]], [[αμμοδίαιτος]], [[αμμοδιυλιστήριο]], [[αμμοδοχείο]], <i>αμμοδόχη</i>, [[αμμοειδής]], <i>αμμοθεραπεία</i>, <i>αμμοθήκη</i>, [[αμμοθύελλα]], [[αμμοκάικο]], [[αμμοκονίαμα]], <i>αμμόλιθος</i>, [[αμμόλουτρο]], [[αμμόλοφος]], [[αμμομαντεία]], [[αμμοσκέπαστος]], [[αμμοσκεπής]], [[αμμότοπος]], [[αμμόφιλος]], [[αμμοχάλικο]], [[αμμόχορτο]], [[αμμωρολόγιον]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm