εὔκνημος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [["
(1ab)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔκνημος]], -ον)<br />αυτός που έχει καλές, ωραίες κνήμες («εὐκνήμου... ποδός», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανδριάντες) αυτός που έχει ωραία σκέλη, γερές κνήμες<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[εὔκνημος]]<br />[[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κνημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[λεπτό]]-<i>κνημος</i>, [[λευκό]]-<i>κνημος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔκνημος]], -ον)<br />αυτός που έχει καλές, ωραίες κνήμες («εὐκνήμου... ποδός», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανδριάντες) αυτός που έχει ωραία σκέλη, γερές κνήμες<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[εὔκνημος]]<br />[[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κνημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[λεπτό]]-<i>κνημος</i>, [[λευκό]]-<i>κνημος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm