σφήκα: Difference between revisions

3 bytes removed ,  14 January 2019
m
Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [["
(40)
 
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σφήγκα]], η / [[σφήξ]], -ηκός, ὁ, ΝΜΑ, και σπαν. [[σφήξ]], -ηκός, η, και δωρ. τ. [[σφάξ]], -ακός, Α<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] υμενόπτερων εντόμων τα οποία, σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] vespidae και [[είναι]] πολύ συγγενικά με τις μέλισσες, κατασκευάζουν τη [[φωλιά]] τους, τη γνωστή ως [[σφηκοφωλιά]], από μια [[μάζα]] που μοιάζει με [[χαρτί]] και χαρακτηρίζονται από το δηλητηριώδες [[κεντρί]] τους και την ευδιάκριτη [[περίσφιγξη]] της κοιλιάς που φέρει εναλλασσόμενες κίτρινες και μαύρες εγκάρσιες ταινίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρακτηρισμός]] ενοχλητικού, φορτικού ανθρώπου<br /><b>2.</b> (στο [[παρελθόν]]) [[είδος]] επιμήκους κυνηγετικού όπλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μακρύ [[ξύλο]] με μυτερό [[άκρο]], [[σφηκίσκος]]<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Σφῆκες</i><br />[[κωμωδία]] του Αριστοφάνους η οποία διδάχθηκε στα [[Λήναια]] το 422 π.Χ. και στην οποία διακωμωδείται το δικαστικό [[μένος]] τών Ηλιαστών, που κολακεύονται από τους δημαγωγούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αβέβαιης ετυμολ. με [[επίθημα]] -<i>ηξ</i>, που εμφανίζεται και σε άλλα ονόματα δηλωτικά εντόμων (<b>πρβλ.</b> <i>μύρμ</i>-<i>ηξ</i>, <i>σχώλ</i>-<i>ηξ</i>). Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τη λ. [[σφήν]] «[[σφήνα]]», [[επίσης]] άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]], εξάλλου, της λ. με τα [[σφάκελος]] «[[σύσπαση]], [[σπασμός]]» και <i>ψήν</i> «[[είδος]] εντόμου» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το συνώνυμο λατ. <i>vespa</i>, ενώ η [[αναγωγή]] της σε αμάρτυρο τ. <i>Foσφᾶξ</i>, από όπου ο ιων. <i>ὁσφήξ</i> και <i>ὁ [[σφήξ]] με [[απόσπαση]] του αρκτικού <i>ο</i>-, που θεωρήθηκε εσφαλμένα ως [[άρθρο]], δεν θεωρείται πιθανή. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιούνται οι τ. [[σφήκα]] και σπανιότερα, [[σφήγκα]] (η), που έχουν προέλθει από το αρχ. [[σφήξ]], -<i>ηκός</i>, <i>ο</i> [[δεύτερος]] πιθ. κατ' [[επίδραση]] του ρ. [[σφίγγω]], ενώ το θηλ. [[γένος]] που επικράτησε στη Νέα Ελληνική οφείλεται στο [[γένος]] του συνωνύμου [[μέλισσα]].
|mltxt=και [[σφήγκα]], η / [[σφήξ]], -ηκός, ὁ, ΝΜΑ, και σπαν. [[σφήξ]], -ηκός, η, και δωρ. τ. [[σφάξ]], -ακός, Α<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] υμενόπτερων εντόμων τα οποία, σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] vespidae και [[είναι]] πολύ συγγενικά με τις μέλισσες, κατασκευάζουν τη [[φωλιά]] τους, τη γνωστή ως [[σφηκοφωλιά]], από μια [[μάζα]] που μοιάζει με [[χαρτί]] και χαρακτηρίζονται από το δηλητηριώδες [[κεντρί]] τους και την ευδιάκριτη [[περίσφιγξη]] της κοιλιάς που φέρει εναλλασσόμενες κίτρινες και μαύρες εγκάρσιες ταινίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρακτηρισμός]] ενοχλητικού, φορτικού ανθρώπου<br /><b>2.</b> (στο [[παρελθόν]]) [[είδος]] επιμήκους κυνηγετικού όπλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μακρύ [[ξύλο]] με μυτερό [[άκρο]], [[σφηκίσκος]]<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Σφῆκες</i><br />[[κωμωδία]] του Αριστοφάνους η οποία διδάχθηκε στα [[Λήναια]] το 422 π.Χ. και στην οποία διακωμωδείται το δικαστικό [[μένος]] τών Ηλιαστών, που κολακεύονται από τους δημαγωγούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αβέβαιης ετυμολ. με [[επίθημα]] -<i>ηξ</i>, που εμφανίζεται και σε άλλα ονόματα δηλωτικά εντόμων (<b>πρβλ.</b> <i>μύρμ</i>-<i>ηξ</i>, <i>σχώλ</i>-<i>ηξ</i>). Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τη λ. [[σφήν]] «[[σφήνα]]», [[επίσης]] άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]], εξάλλου, της λ. με τα [[σφάκελος]] «[[σύσπαση]], [[σπασμός]]» και <i>ψήν</i> «[[είδος]] εντόμου» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το συνώνυμο λατ. <i>vespa</i>, ενώ η [[αναγωγή]] της σε αμάρτυρο τ. <i>Foσφᾶξ</i>, από όπου ο ιων. <i>ὁσφήξ</i> και ὁ [[σφήξ]] με [[απόσπαση]] του αρκτικού <i>ο</i>-, που θεωρήθηκε εσφαλμένα ως [[άρθρο]], δεν θεωρείται πιθανή. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιούνται οι τ. [[σφήκα]] και σπανιότερα, [[σφήγκα]] (η), που έχουν προέλθει από το αρχ. [[σφήξ]], -<i>ηκός</i>, <i>ο</i> [[δεύτερος]] πιθ. κατ' [[επίδραση]] του ρ. [[σφίγγω]], ενώ το θηλ. [[γένος]] που επικράτησε στη Νέα Ελληνική οφείλεται στο [[γένος]] του συνωνύμου [[μέλισσα]].
}}
}}