πυρευτικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [["
(nl)
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πυρεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο [[ψάρεμα]] με πυρσούς, στο [[πυροφάνι]]<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[καύση]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[πυρευτική]]<br />νυχτερινό [[ψάρεμα]] με πυρσούς, [[πυροφάνι]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πυρεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο [[ψάρεμα]] με πυρσούς, στο [[πυροφάνι]]<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[καύση]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[πυρευτική]]<br />νυχτερινό [[ψάρεμα]] με πυρσούς, [[πυροφάνι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πυρευτικός -ή -όν [πυρεύω] horend bij het vissen bij fakkellicht:. πυρευτικὴ θήρα visvangst bij het licht van fakkels Plat. Sph. 220d.
|elnltext=πυρευτικός -ή -όν [πυρεύω] horend bij het vissen bij fakkellicht:. πυρευτικὴ θήρα visvangst bij het licht van fakkels Plat. Sph. 220d.
}}
}}