βύκτης: Difference between revisions

m
Text replacement - ">" to ">"
(nl)
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βύκτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἄνεμοι βύκται» — άνεμοι που βουίζουν<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[θυελλώδης]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εάν γίνει αποδεκτή η αρχαία σημ. «αυτός που φυσά, που βουίζει», [[τότε]] η λ. [[βύκτης]] συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>βεβυκώσθαι</i> (ή <i>βεβηκώσθαι</i>)<br />πεπρήσθαι <span style="color: red;"><</span> [[παρά]] &GT; Θετταλοίς» και [[περαιτέρω]] με τα [[βυνώ]], <i>βύω</i> «[[κλείνω]], [[αποφράσσω]], [[ταπώνω]]». Άλλοι θεωρούν πιθανότερο τον συσχετισμό της λ. με το ρ. [[βύζω]] «[[φωνάζω]] όπως το [[πτηνό]] [[βύας]]»].
|mltxt=[[βύκτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἄνεμοι βύκται» — άνεμοι που βουίζουν<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[θυελλώδης]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εάν γίνει αποδεκτή η αρχαία σημ. «αυτός που φυσά, που βουίζει», [[τότε]] η λ. [[βύκτης]] συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>βεβυκώσθαι</i> (ή <i>βεβηκώσθαι</i>)<br />πεπρήσθαι <span style="color: red;"><</span> [[παρά]] > Θετταλοίς» και [[περαιτέρω]] με τα [[βυνώ]], <i>βύω</i> «[[κλείνω]], [[αποφράσσω]], [[ταπώνω]]». Άλλοι θεωρούν πιθανότερο τον συσχετισμό της λ. με το ρ. [[βύζω]] «[[φωνάζω]] όπως το [[πτηνό]] [[βύας]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm