άσχημος: Difference between revisions

m
Text replacement - ">" to ">"
(6)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[άσκημος]], -η, -ο (AM [[ἄσχημος]], -ον)<br />Ι. αυτός που δεν έχει ωραία [[εμφάνιση]], [[δύσμορφος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσάρεστος]], [[δυσμενής]] («άσχημα μαντάτα»)<br /><b>2.</b> (για [[λόγια]]) [[προσβλητικός]], [[υβριστικός]]<br /><b>3.</b> (για [[παράπτωμα]]) [[σοβαρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φοβερός]], [[οικτρός]]<br /><b>2.</b> [[κακός]], [[εσφαλμένος]] («[[άσχημος]] [[καιρός]]»)<br /><b>3.</b> (για ρούχα) [[παλιός]], φθαρμένος<br /><b>4.</b> ο κακής ποιότητας («άσχημο [[κρασί]]»)<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>άσχημα</i> και [[άσκημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[άσχημος]] προήλθε από το ουδ. <i>άσχημον</i> του επιθ. [[ασχήμων]] της αρχαίας και [[κατά]] [[συνέπεια]] [[είναι]] μτγν. [[αυτού]]. (Πρωτομαρτυρείται στα [[μέσα]] του 1ου π.χ. αι. από τον φιλόσοφο Φιλόδημο). Η λ., σύμφωνα με την προέλευσή της (<span style="color: red;"><</span> [[ασχήμων]]), σήμαινε αρχικά «αυτόν που δεν έχει [[σχήμα]]», [[έπειτα]] «αυτόν που δεν έχει κανονικό ([[επομένως]] και [[ωραίο]]) [[σχήμα]]», για να καταλήξει [[έτσι]] να δηλώνει «εκείνον που δεν έχει ωραία [[εμφάνιση]]», απ' όπου στη νέα Ελληνική διευρύνθηκε και προσέλαβε τις γνωστές σημασίες («[[φοβερός]], [[κακός]], [[παλιός]]» <b>κ.ά.</b>). Τόσο στην Ελληνική όσο και σε άλλες IE. γλώσσες οι λ. για τον «άσχημο», όπως και οι μορφολογικά και σημασιολογικά αντίθετές του για τον «όμορφο» σχηματίζονται [[συνήθως]] με [[βάση]] τις λ. [[σχήμα]] και [[μορφή]] και προθήματα που προσδίδουν αντιστοίχως αρνητική ή θετική [[έννοια]]. Πρβλ. <i>ά</i>-<i>μορφος</i>, <i>δύσ</i>-<i>μορφος</i> και νεοελλ. [[κακό]]-<i>μορφος</i> σε [[αντίθεση]] [[προς]] το <i>εύ</i>- <i>μορφος</i> (απ' όπου το νεοελλ. <i>ό</i>-<i>μορφος</i>), <i>δυσ</i>-<i>ειδής</i> με αντίθ. <i>ευ</i>-<i>ειδής</i>, [[καθώς]] και το αντίθ. του <i>ά</i>-<i>σχημος</i>, <i>α</i>-<i>σχήμων</i>, <i>εύ</i>-<i>σχημος</i>, <i>ευ</i>-<i>σχήμων</i>, με την πρώτη του [[σημασία]] «αυτός που έχει [[ωραίο]] [[σχήμα]]». Επίσης λατ. <i>d</i><i>ē</i><i>f</i><i>ō</i><i>rmis</i> (&GT; ιταλ. <i>deforme</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>d</i><i>ē</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>f</i><i>ō</i><i>rma</i> «[[μορφή]]», με αντίθ. <i>form</i><i>ō</i><i>sus</i> «όμορφος» και λιθ. <i>ne</i>-<i>gražus</i> με αντίθ. <i>gražus</i> «όμορφος».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ασχημία]], [[ασχημίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ασκημάδα]], [[ασκημάδι]], [[ασκημαίνω]], [[ασκημούλης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ασχημάνθρωπος]], [[ασκημάντρας]], [[ασκημόθωρος]], [[ασκημολόγος]], [[ασχημομούρης]]].
|mltxt=και [[άσκημος]], -η, -ο (AM [[ἄσχημος]], -ον)<br />Ι. αυτός που δεν έχει ωραία [[εμφάνιση]], [[δύσμορφος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσάρεστος]], [[δυσμενής]] («άσχημα μαντάτα»)<br /><b>2.</b> (για [[λόγια]]) [[προσβλητικός]], [[υβριστικός]]<br /><b>3.</b> (για [[παράπτωμα]]) [[σοβαρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φοβερός]], [[οικτρός]]<br /><b>2.</b> [[κακός]], [[εσφαλμένος]] («[[άσχημος]] [[καιρός]]»)<br /><b>3.</b> (για ρούχα) [[παλιός]], φθαρμένος<br /><b>4.</b> ο κακής ποιότητας («άσχημο [[κρασί]]»)<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>άσχημα</i> και [[άσκημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[άσχημος]] προήλθε από το ουδ. <i>άσχημον</i> του επιθ. [[ασχήμων]] της αρχαίας και [[κατά]] [[συνέπεια]] [[είναι]] μτγν. [[αυτού]]. (Πρωτομαρτυρείται στα [[μέσα]] του 1ου π.χ. αι. από τον φιλόσοφο Φιλόδημο). Η λ., σύμφωνα με την προέλευσή της (<span style="color: red;"><</span> [[ασχήμων]]), σήμαινε αρχικά «αυτόν που δεν έχει [[σχήμα]]», [[έπειτα]] «αυτόν που δεν έχει κανονικό ([[επομένως]] και [[ωραίο]]) [[σχήμα]]», για να καταλήξει [[έτσι]] να δηλώνει «εκείνον που δεν έχει ωραία [[εμφάνιση]]», απ' όπου στη νέα Ελληνική διευρύνθηκε και προσέλαβε τις γνωστές σημασίες («[[φοβερός]], [[κακός]], [[παλιός]]» <b>κ.ά.</b>). Τόσο στην Ελληνική όσο και σε άλλες IE. γλώσσες οι λ. για τον «άσχημο», όπως και οι μορφολογικά και σημασιολογικά αντίθετές του για τον «όμορφο» σχηματίζονται [[συνήθως]] με [[βάση]] τις λ. [[σχήμα]] και [[μορφή]] και προθήματα που προσδίδουν αντιστοίχως αρνητική ή θετική [[έννοια]]. Πρβλ. <i>ά</i>-<i>μορφος</i>, <i>δύσ</i>-<i>μορφος</i> και νεοελλ. [[κακό]]-<i>μορφος</i> σε [[αντίθεση]] [[προς]] το <i>εύ</i>- <i>μορφος</i> (απ' όπου το νεοελλ. <i>ό</i>-<i>μορφος</i>), <i>δυσ</i>-<i>ειδής</i> με αντίθ. <i>ευ</i>-<i>ειδής</i>, [[καθώς]] και το αντίθ. του <i>ά</i>-<i>σχημος</i>, <i>α</i>-<i>σχήμων</i>, <i>εύ</i>-<i>σχημος</i>, <i>ευ</i>-<i>σχήμων</i>, με την πρώτη του [[σημασία]] «αυτός που έχει [[ωραίο]] [[σχήμα]]». Επίσης λατ. <i>d</i><i>ē</i><i>f</i><i>ō</i><i>rmis</i> (> ιταλ. <i>deforme</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>d</i><i>ē</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>f</i><i>ō</i><i>rma</i> «[[μορφή]]», με αντίθ. <i>form</i><i>ō</i><i>sus</i> «όμορφος» και λιθ. <i>ne</i>-<i>gražus</i> με αντίθ. <i>gražus</i> «όμορφος».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ασχημία]], [[ασχημίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ασκημάδα]], [[ασκημάδι]], [[ασκημαίνω]], [[ασκημούλης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ασχημάνθρωπος]], [[ασκημάντρας]], [[ασκημόθωρος]], [[ασκημολόγος]], [[ασχημομούρης]]].
}}
}}