3,274,216
edits
(45) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[φλέψ]], -εβός, ΝΜΑ, και [[φλέγα]] Ν<br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και [[μετά]]) αιμοφόρο [[αγγείο]] το οποίο μεταφέρει φτωχό σε [[οξυγόνο]] [[αίμα]] από όλα τα μέρη του σώματος στον δεξιό [[κόλπο]] της καρδιάς<br /><b>2.</b> [[κοίτασμα]] ορυκτού<br /><b>3.</b> [[υπόγειο]] [[ρείθρο]] νερού («αἱ φλέβες τῆς πηγῆς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έγχρωμη ακανόνιστη [[γραμμή]] σε [[μάζα]] ορυκτού<br /><b>2.</b> <b>(πετρογρ.)</b> πλακώδες ή στρωματοειδές εκρηξιγενές [[σώμα]] που [[συχνά]] [[είναι]] προσανατολισμένο [[κάθετα]] ή με [[μεγάλη]] [[κλίση]] [[προς]] την [[στρώση]] τών προϋπαρχόντων πλουτώνιων πετρωμάτων<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[καταγωγή]], [[προέλευση]]<br />β) [[ικανότητα]], [[κλίση]], [[ταλέντο]] («έχει καλλιτεχνική [[φλέβα]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αρτηριώδης]] [[φλέβα]]»<br /><b>ανατ.</b> η πνευμονική [[αρτηρία]]<br />β) «κοίλες φλέβες»<br /><b>ανατ.</b> <b>βλ.</b> [[κοίλος]]<br />γ) «[[φλέβα]] μεταλλεύματος»<br /><b>γεωλ.</b> μεταλλοφόρο [[σώμα]] που έχει καθορισμένα όρια και εκτείνεται [[μέσα]] σε ένα μη εκμεταλλεύσιμο [[πέτρωμα]], αλλ. σύνθετη [[φλέβα]]<br />δ) «[[πλέγμα]] φλεβών»<br /><b>γεωλ.</b> [[μορφή]] μεταλλεύματος που αποτελείται από πάμπολλα, [[πυκνώς]] διατεταγμένα, λεπτά φλεβίδια τα οποία τέμνονται [[μεταξύ]] τους<br />ε) «κρατάει [[φλέβα]] από [[τζάκι]]»<br /><b>μτφ.</b> κατάγεται από αριστοκρατική [[γενιά]]<br />στ) «του βρήκα τη [[φλέβα]]»<br /><b>μτφ.</b> πέτυχα το ευαίσθητο [[σημείο]] του, βρήκα την ευαίσθητη [[χορδή]] του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σπήλαιο]] του [[κάτω]] κόσμου («βυθίων [[φλέβα]] πῦσαν ἐναύλων», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) αιμοφόρο [[αγγείο]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] διάφορων αγωγών και σωλήνων του σώματος («φλὲψ [[ἡπατῖτις]], φλὲψ [[σπληνῖτις]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] τών αγγείων τών [[φυτών]], στα οποία κυκλοφορεί ο [[χυμός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «φλὲψ [[κοίλη]] [ή [[μεγάλη]] ή μέγιστη]» — η [[φλέβα]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[αρτηρία]]<br />β) «[[φλέβα]] [[σχάζω]] [ή λύω]» — [[φλεβοτομώ]]<br />γ) «φλὲψ γόνιμη» ή, [[απλώς]], «[[φλέψ]]» — το [[πέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχ. [[ριζικό]] όν. το οποίο ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhl</i>-<i>eg</i><sup>w</sup>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι» (<b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>bolca</i>, <i>bulchunna</i> «[[κύστη]], [[φουσκάλα]]» <span style="color: red;"><</span> <i>bhlg</i><sup>w</sup>-), η οποία αποτελεί δυσερμήνευτη παρεκτεταμένη, με λαρυγγικό -<i>g</i><sup>w</sup>-, [[μορφή]] της ρίζας <i>bhel</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι» (<b>πρβλ.</b> [[φαλλός]], [[φάλλαινα]], [[καθώς]] και τα ρ. [[φλέω]], [[φλύω]] με διαφορετικές παρεκτάσεις της ρίζας). Αξιοσημείωτη [[είναι]] η ιδιαίτερη σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ. στην Ελληνική σε [[σχέση]] με τη σημ. «[[φουσκώνω]]» της ρίζας. Τη λ. δανείστηκαν και οι νεώτερες γλώσσες για τον σχηματισμό επιστημονικών όρων, πολλοί από τους οποίους εισήχθησαν στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειοι (<b>πρβλ.</b> [[φλεβίτιδα]]: γαλλ. <i>phlebite</i>, [[φλεβοσκλήρωση]]: αγγλ. <i>phlebosclerosis</i>). Τέλος, στη Νέα Ελληνική απαντά και ο διαλ. τ. [[φλέγα]] ο [[οποίος]] [[είναι]] [[προϊόν]] ανομοίωσης (<b>πρβλ.</b> [[βλέπω]] | |mltxt=η / [[φλέψ]], -εβός, ΝΜΑ, και [[φλέγα]] Ν<br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και [[μετά]]) αιμοφόρο [[αγγείο]] το οποίο μεταφέρει φτωχό σε [[οξυγόνο]] [[αίμα]] από όλα τα μέρη του σώματος στον δεξιό [[κόλπο]] της καρδιάς<br /><b>2.</b> [[κοίτασμα]] ορυκτού<br /><b>3.</b> [[υπόγειο]] [[ρείθρο]] νερού («αἱ φλέβες τῆς πηγῆς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έγχρωμη ακανόνιστη [[γραμμή]] σε [[μάζα]] ορυκτού<br /><b>2.</b> <b>(πετρογρ.)</b> πλακώδες ή στρωματοειδές εκρηξιγενές [[σώμα]] που [[συχνά]] [[είναι]] προσανατολισμένο [[κάθετα]] ή με [[μεγάλη]] [[κλίση]] [[προς]] την [[στρώση]] τών προϋπαρχόντων πλουτώνιων πετρωμάτων<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[καταγωγή]], [[προέλευση]]<br />β) [[ικανότητα]], [[κλίση]], [[ταλέντο]] («έχει καλλιτεχνική [[φλέβα]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αρτηριώδης]] [[φλέβα]]»<br /><b>ανατ.</b> η πνευμονική [[αρτηρία]]<br />β) «κοίλες φλέβες»<br /><b>ανατ.</b> <b>βλ.</b> [[κοίλος]]<br />γ) «[[φλέβα]] μεταλλεύματος»<br /><b>γεωλ.</b> μεταλλοφόρο [[σώμα]] που έχει καθορισμένα όρια και εκτείνεται [[μέσα]] σε ένα μη εκμεταλλεύσιμο [[πέτρωμα]], αλλ. σύνθετη [[φλέβα]]<br />δ) «[[πλέγμα]] φλεβών»<br /><b>γεωλ.</b> [[μορφή]] μεταλλεύματος που αποτελείται από πάμπολλα, [[πυκνώς]] διατεταγμένα, λεπτά φλεβίδια τα οποία τέμνονται [[μεταξύ]] τους<br />ε) «κρατάει [[φλέβα]] από [[τζάκι]]»<br /><b>μτφ.</b> κατάγεται από αριστοκρατική [[γενιά]]<br />στ) «του βρήκα τη [[φλέβα]]»<br /><b>μτφ.</b> πέτυχα το ευαίσθητο [[σημείο]] του, βρήκα την ευαίσθητη [[χορδή]] του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σπήλαιο]] του [[κάτω]] κόσμου («βυθίων [[φλέβα]] πῦσαν ἐναύλων», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) αιμοφόρο [[αγγείο]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] διάφορων αγωγών και σωλήνων του σώματος («φλὲψ [[ἡπατῖτις]], φλὲψ [[σπληνῖτις]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] τών αγγείων τών [[φυτών]], στα οποία κυκλοφορεί ο [[χυμός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «φλὲψ [[κοίλη]] [ή [[μεγάλη]] ή μέγιστη]» — η [[φλέβα]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[αρτηρία]]<br />β) «[[φλέβα]] [[σχάζω]] [ή λύω]» — [[φλεβοτομώ]]<br />γ) «φλὲψ γόνιμη» ή, [[απλώς]], «[[φλέψ]]» — το [[πέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχ. [[ριζικό]] όν. το οποίο ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhl</i>-<i>eg</i><sup>w</sup>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι» (<b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>bolca</i>, <i>bulchunna</i> «[[κύστη]], [[φουσκάλα]]» <span style="color: red;"><</span> <i>bhlg</i><sup>w</sup>-), η οποία αποτελεί δυσερμήνευτη παρεκτεταμένη, με λαρυγγικό -<i>g</i><sup>w</sup>-, [[μορφή]] της ρίζας <i>bhel</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι» (<b>πρβλ.</b> [[φαλλός]], [[φάλλαινα]], [[καθώς]] και τα ρ. [[φλέω]], [[φλύω]] με διαφορετικές παρεκτάσεις της ρίζας). Αξιοσημείωτη [[είναι]] η ιδιαίτερη σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ. στην Ελληνική σε [[σχέση]] με τη σημ. «[[φουσκώνω]]» της ρίζας. Τη λ. δανείστηκαν και οι νεώτερες γλώσσες για τον σχηματισμό επιστημονικών όρων, πολλοί από τους οποίους εισήχθησαν στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειοι (<b>πρβλ.</b> [[φλεβίτιδα]]: γαλλ. <i>phlebite</i>, [[φλεβοσκλήρωση]]: αγγλ. <i>phlebosclerosis</i>). Τέλος, στη Νέα Ελληνική απαντά και ο διαλ. τ. [[φλέγα]] ο [[οποίος]] [[είναι]] [[προϊόν]] ανομοίωσης (<b>πρβλ.</b> [[βλέπω]] > [[γλέπω]], [[σουβλί]] > [[σουγλί]]). Η λ. απαντά ως β' συνθετικό λ. με τις μορφές: -<i>φλεψ</i>, -<i>φλεβος</i> και -<i>φλεβής</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[φλεβί]](<i>ον</i>), [[φλεβικός]], [[φλεβώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φλεβάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φλεβήσιος]], [[φλεβίδιο]], [[φλεβίτιδα]], [[φλεβίτσα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[φλεβορραγία]], [[φλεβοτόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φλεβονευρώδης]], [[φλεβοπαλία]], [[φλεβοσυλία]], [[φλεβοτμής]], [[φλεβοτονούμαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φλεβόσφυγμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φλεβαναισθησία]], [[φλεβεκτασία]], [[φλεβεκτομή]], [[φλεβογενής]], [[φλεβογράφος]], [[φλεβοειδής]], [[φλεβοθρόμβωση]], [[φλεβόκλυση]], [[φλεβόκομβος]], [[φλεβόλιθος]], [[φλεβολογία]], [[φλεβομαλακία]], [[φλεβομανόμετρο]], [[φλεβονάρκωση]], [[φλεβοπηξία]], [[φλεβοσκλήρυνση]], [[φλεβοσκλήρωση]], <i>φλεβοσφυξία</i>. (Β' συνθετικό) α) σε -<i>φλεψ</i>: <b>αρχ.</b> <i>αργυρόφλεψ</i>, <i>αυτόφλεψ</i>, [[μελανόφλεψ]]<br />β) σε -<i>φλεβός</i>: [[άφλεβος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδηλόφλεβος]], [[επίφλεβος]], [[ευρύφλεβος]], [[κατάφλεβος]], [[μεγαλόφλεβος]], [[στενόφλεβος]]<br />γ) σε -<i>φλεβής</i>: <b>αρχ.</b> <i>αφλεβής</i>, [[ευφλεβής]], [[λυσιφλεβής]]. | ||
}} | }} |