φτιάχνω: Difference between revisions

m
Text replacement - ">" to ">"
(45)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=φτιάχνω, ΝΜ, και φτ(ε)ιάνω και φκιά(χ)νω και φχιάνω και φιάχνω Ν<br />[[κατασκευάζω]], [[παρασκευάζω]], [[δημιουργώ]] (α. «φτειάχνω [[σπίτι]]» β. «φτειάξε μου έναν [[καφέ]]» γ. «ἄπελθε φτιάσε τὸ θερμόν, δὸς [[νῆμα]] τοῖς πατράσιν», Πρόδρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τακτοποιώ]], [[σιάζω]], [[διορθώνω]], [[επισκευάζω]] (α. «φτειάχνει [[μόνος]] του το [[κρεβάτι]] του» β. «να σού φτειάξω λίγο το [[φουστάνι]]»)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[βελτιώνω]] («τα νέα κυβερνητικά [[μέτρα]] δεν πρόκειται να φτειάξουν την [[κατάσταση]]»)<br /><b>3.</b> [[ασχολούμαι]], [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]] («όλη τη [[μέρα]] [[κάτι]] φτειάχνει»)<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> διορθώνομαι, βελτιώνομαι, [[καλυτερεύω]] («έφτειαξε από [[τότε]] που παντρεύτηκε»)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>φτ</i>(<i>ε</i>)<i>ιάχνομαι</i><br />α) καλλωπίζομαι («[[πάντοτε]] φτειάχνεται, [[προτού]] βγει»)<br />β) [[πίνω]], [[μεθώ]]<br />γ) (για τοξικομανή) [[παίρνω]] τη [[δόση]] μου και, γενικά, βρίσκομαι υπό την [[επήρεια]] ναρκωτικών<br />δ) εκνευρίζομαι, οργίζομαι<br />ε) <b>(ιδιωμ.)</b> αποκαθίσταμαι επαγγελματικά, [[γίνομαι]] [[πλούσιος]]<br /><b>6.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>φτ</i>(<i>ε</i>)<i>ιαγμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) φτειαχτός<br />β) νοθευμένος («φτειαγμένο [[κρασί]]»)<br />γ) [[πιωμένος]], μεθυσμένος<br />δ) (για τοξικομανή) αυτός που βρίσκεται υπό την [[επήρεια]] ναρκωτικών<br />ε) εκνευρισμένος, εξοργισμένος<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «του τήν έφτειαξαν» — τον εξαπάτησαν<br />β) «τά φτειάχνω»<br />i) συντάπτω ερωτικές σχέσεις με κάποιον<br />ii) συμφιλιώνομαι με κάποιον<br />γ) «τι φτειάχνεις;» τί κάνεις; είσαι καλά;<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> «ξέρει η [[μάνα]] μου να φτειάσει [[πίτα]], μόνο [[αλεύρι]] δεν έχει» — λέγεται όταν [[κάποιος]] γνωρίζει να κάνει [[κάτι]], [[αλλά]] δεν έχει τα αναγκαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>φτειάχνω</i> έχει προέλθει από το ρ. <i>εὐθειάζω</i> με μια [[γενίκευση]] της αρχικής σημ. «[[ισιώνω]]» στη σημ. «[[επισκευάζω]]» και στη [[συνέχεια]] «[[κατασκευάζω]]» και με τις ακόλουθες φωνολογικές μεταβολές: <i>εὐθειάζω</i> &GT; <i>φθειάζω</i> (με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος, <b>πρβλ.</b> [[εὐθηνός]] &GT; [[φτηνός]]) &GT; <i>φθειάνω</i> ([[κατά]] τα ρ. σε -<i>νω</i>) &GT; [[φτειάνω]] (με [[ανομοίωση]] τών τριβόμενων φθόγγων [[f]] και [[θ]], <b>πρβλ.</b> [[φθάνω]]: [[φτάνω]]) &GT; <i>φτειάχνω</i> ([[κατά]] τα ρ. σε -<i>χνω</i>, σχηματισμένα από θ. αόρ., <b>πρβλ.</b> <i>διώ</i>-<i>χνω</i>, <i>σιά</i>-<i>χνω</i>). Παρλλ. απαντούν και τ. <i>φχιάνω</i> και <i>φκιά</i>(<i>χ</i>)<i>νω</i> [[καθώς]] και απλοποιημένες γρφ. τών τ. αυτών με -<i>ι</i>-].
|mltxt=φτιάχνω, ΝΜ, και φτ(ε)ιάνω και φκιά(χ)νω και φχιάνω και φιάχνω Ν<br />[[κατασκευάζω]], [[παρασκευάζω]], [[δημιουργώ]] (α. «φτειάχνω [[σπίτι]]» β. «φτειάξε μου έναν [[καφέ]]» γ. «ἄπελθε φτιάσε τὸ θερμόν, δὸς [[νῆμα]] τοῖς πατράσιν», Πρόδρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τακτοποιώ]], [[σιάζω]], [[διορθώνω]], [[επισκευάζω]] (α. «φτειάχνει [[μόνος]] του το [[κρεβάτι]] του» β. «να σού φτειάξω λίγο το [[φουστάνι]]»)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[βελτιώνω]] («τα νέα κυβερνητικά [[μέτρα]] δεν πρόκειται να φτειάξουν την [[κατάσταση]]»)<br /><b>3.</b> [[ασχολούμαι]], [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]] («όλη τη [[μέρα]] [[κάτι]] φτειάχνει»)<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> διορθώνομαι, βελτιώνομαι, [[καλυτερεύω]] («έφτειαξε από [[τότε]] που παντρεύτηκε»)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>φτ</i>(<i>ε</i>)<i>ιάχνομαι</i><br />α) καλλωπίζομαι («[[πάντοτε]] φτειάχνεται, [[προτού]] βγει»)<br />β) [[πίνω]], [[μεθώ]]<br />γ) (για τοξικομανή) [[παίρνω]] τη [[δόση]] μου και, γενικά, βρίσκομαι υπό την [[επήρεια]] ναρκωτικών<br />δ) εκνευρίζομαι, οργίζομαι<br />ε) <b>(ιδιωμ.)</b> αποκαθίσταμαι επαγγελματικά, [[γίνομαι]] [[πλούσιος]]<br /><b>6.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>φτ</i>(<i>ε</i>)<i>ιαγμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) φτειαχτός<br />β) νοθευμένος («φτειαγμένο [[κρασί]]»)<br />γ) [[πιωμένος]], μεθυσμένος<br />δ) (για τοξικομανή) αυτός που βρίσκεται υπό την [[επήρεια]] ναρκωτικών<br />ε) εκνευρισμένος, εξοργισμένος<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «του τήν έφτειαξαν» — τον εξαπάτησαν<br />β) «τά φτειάχνω»<br />i) συντάπτω ερωτικές σχέσεις με κάποιον<br />ii) συμφιλιώνομαι με κάποιον<br />γ) «τι φτειάχνεις;» τί κάνεις; είσαι καλά;<br /><b>8.</b> <b>παροιμ.</b> «ξέρει η [[μάνα]] μου να φτειάσει [[πίτα]], μόνο [[αλεύρι]] δεν έχει» — λέγεται όταν [[κάποιος]] γνωρίζει να κάνει [[κάτι]], [[αλλά]] δεν έχει τα αναγκαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>φτειάχνω</i> έχει προέλθει από το ρ. <i>εὐθειάζω</i> με μια [[γενίκευση]] της αρχικής σημ. «[[ισιώνω]]» στη σημ. «[[επισκευάζω]]» και στη [[συνέχεια]] «[[κατασκευάζω]]» και με τις ακόλουθες φωνολογικές μεταβολές: <i>εὐθειάζω</i> > <i>φθειάζω</i> (με σίγηση του αρκτικού φωνήεντος, <b>πρβλ.</b> [[εὐθηνός]] > [[φτηνός]]) > <i>φθειάνω</i> ([[κατά]] τα ρ. σε -<i>νω</i>) > [[φτειάνω]] (με [[ανομοίωση]] τών τριβόμενων φθόγγων [[f]] και [[θ]], <b>πρβλ.</b> [[φθάνω]]: [[φτάνω]]) > <i>φτειάχνω</i> ([[κατά]] τα ρ. σε -<i>χνω</i>, σχηματισμένα από θ. αόρ., <b>πρβλ.</b> <i>διώ</i>-<i>χνω</i>, <i>σιά</i>-<i>χνω</i>). Παρλλ. απαντούν και τ. <i>φχιάνω</i> και <i>φκιά</i>(<i>χ</i>)<i>νω</i> [[καθώς]] και απλοποιημένες γρφ. τών τ. αυτών με -<i>ι</i>-].
}}
}}