ταλασία: Difference between revisions

m
Text replacement - ">" to ">"
(1b)
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[ταλασιουργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ταλασία]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από τον τ. [[τάλαντον]] ως [[εξής]]: [[τάλαντον]] &GT; <i>ταλαντία</i> &GT; <i>ταλανσία</i> (με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>-, <b>πρβλ.</b> [[δημόσιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>δημότιος</i>) &GT; [[ταλασία]] (με [[απλοποίηση]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>νσ</i>-). Το -[[ατού]] τ. <i>ταλ</i>-<i>α</i>-<i>σία</i> [[είναι]] [[μάλλον]] βραχύ, αναλογικά [[προς]] το -<i>ă</i>- τών τ. <i>γυμνάσια</i>, [[εργασία]] και όχι μακρό, όπως θα αναμενόταν, ως [[αποτέλεσμα]] της αντέκτασης [[μετά]] από τη σίγηση του -<i>ν</i>-. Η λ. [[ταλασία]], [[τέλος]], αποτελεί τεχνικό όρο που απαντά και στη Μυκηναϊκή, στον τ. <i>tarasija</i>, με τη διαφορετική, όμως, σημ. «ζυγισμένη [[ποσότητα]] χαλκού που έχει δοθεί στους σιδηρουργούς» ή «ζυγισμένη [[ποσότητα]] μαλλιού που έχει δοθεί σε γυναίκες»].
|mltxt=ἡ, Α<br />[[ταλασιουργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ταλασία]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από τον τ. [[τάλαντον]] ως [[εξής]]: [[τάλαντον]] > <i>ταλαντία</i> > <i>ταλανσία</i> (με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>-, <b>πρβλ.</b> [[δημόσιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>δημότιος</i>) > [[ταλασία]] (με [[απλοποίηση]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>νσ</i>-). Το -[[ατού]] τ. <i>ταλ</i>-<i>α</i>-<i>σία</i> [[είναι]] [[μάλλον]] βραχύ, αναλογικά [[προς]] το -<i>ă</i>- τών τ. <i>γυμνάσια</i>, [[εργασία]] και όχι μακρό, όπως θα αναμενόταν, ως [[αποτέλεσμα]] της αντέκτασης [[μετά]] από τη σίγηση του -<i>ν</i>-. Η λ. [[ταλασία]], [[τέλος]], αποτελεί τεχνικό όρο που απαντά και στη Μυκηναϊκή, στον τ. <i>tarasija</i>, με τη διαφορετική, όμως, σημ. «ζυγισμένη [[ποσότητα]] χαλκού που έχει δοθεί στους σιδηρουργούς» ή «ζυγισμένη [[ποσότητα]] μαλλιού που έχει δοθεί σε γυναίκες»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm