χάρβαλο: Difference between revisions

m
Text replacement - ">" to ">"
(46)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[ρημάδι]], [[σαράβαλο]], [[χάλασμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[άτομο]] καταβεβλημένο από τα [[γηρατειά]] ή από νόσο, [[ερείπιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ., [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει προέλθει από το επίθ. [[χαλαρός]], μέσω ενός αμάρτυρου παρλλ. τ. <i>χαλαβρός</i> (&GT; [[χάλαβρο]]), με [[μετάθεση]] τών συμφώνων. Κατ' [[άλλη]] όμως [[άποψη]], έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. [[χάλαρο]] «[[ερείπιο]], [[χάλασμα]]» και <i>άρβηλος</i> «[[είδος]] μικρού μαχαιριού, [[φαλτσέτα]]»].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[ρημάδι]], [[σαράβαλο]], [[χάλασμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[άτομο]] καταβεβλημένο από τα [[γηρατειά]] ή από νόσο, [[ερείπιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ., [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει προέλθει από το επίθ. [[χαλαρός]], μέσω ενός αμάρτυρου παρλλ. τ. <i>χαλαβρός</i> (> [[χάλαβρο]]), με [[μετάθεση]] τών συμφώνων. Κατ' [[άλλη]] όμως [[άποψη]], έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. [[χάλαρο]] «[[ερείπιο]], [[χάλασμα]]» και <i>άρβηλος</i> «[[είδος]] μικρού μαχαιριού, [[φαλτσέτα]]»].
}}
}}