3,273,787
edits
(41) |
m (Text replacement - "[uglide]" to "u̯") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetra- | |Transliteration C=tetra- | ||
|Beta Code=tetra | |Beta Code=tetra | ||
|Definition=Boeot. πετρᾰ-, Thess. πετρο- (qq.v.), <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">four</b>, in compd. words. (I.-E. <b class="b2"> | |Definition=Boeot. πετρᾰ-, Thess. πετρο- (qq.v.), <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">four</b>, in compd. words. (I.-E. <b class="b2">qu̯etu̯ṛ-</b>.) </span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. <i>πετρα</i>- και θεσσαλ. τ. <i>πετρο</i>-, Α<br />α' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων της Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό [[τέσσερεις]] (για τη [[μορφή]] <b>βλ. λ.</b> [[τέσσερεις]]) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό [[είναι]], υπάρχει ή γίνεται [[τέσσερεις]] φορές (<b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>γωνος</i>, <i>τετρα</i>-[[ήμερος]], [[τετραπλάσιος]]). Εξάλλου, σε ορισμένα σύνθ. της Νέας Ελληνικής, [[κυρίως]], λειτουργεί ως επιτατ. της έννοιας του β' συνθετικού (<b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>γερος</i>, <i>τετρά</i>-<i>παχος</i>). Ανάλογη [[χρήση]] αριθμητικών [[προς]] [[επίταση]] της έννοιας του β' συνθετικού απαντά και στα <i>πεντα</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>πεντα</i>-<i>κάθαρος</i>) και <i>τρισ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>τρισ</i>-[[ευτυχισμένος]]). Στη Νέα Ελληνική, χρησιμοποιείται και ως [[πρόθημα]] χημικών όρων, το οποίο υποδηλώνει την [[παρουσία]] ενός ατόμου ή μιας χαρακτηριστικής ομάδας [[τέσσερεις]] φορές σε μια χημική [[ένωση]] (<b>πρβλ.</b> [[τετρααιθυλιούχος]] [[μόλυβδος]], <i>τετραβορικό οξύ</i>, <i>τετραχλωράνθρακας</i>), εμφανίζεται [[συνήθως]] σε ξεν. όρους που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνεια και ανάγεται στα αγγλ. <i>tetr</i>(<i>a</i>)-, γαλλ. <i>tetr</i>(<i>a</i>)- (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>tetr</i>(<i>a</i>)- <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)-).Σύνθ. με α' συνθετικό <i>τετρ</i>(<i>α</i>)-: [[τετράγγουρο]], [[τετραγενής]], [[τετράγλωσσος]], [[τετράγναθος]], [[τετραγράμματος]], [[τετράγωνος]], [[τετραδάκτυλος]], [[τετράδραχμος]], [[τετράδυμος]], [[τετράεδρος]], [[τετραετής]], [[τετραήμερος]], [[τετρακέρατος]], [[τετράκερως]], [[τετρακέφαλος]], [[τετράκλινος]], [[τετράκυκλος]], [[τετράκωλος]], [[τετραλογία]], [[τετραμερής]], [[τετράμετρος]], [[τετράμηνος]], [[τετράοδος]], [[τετραπλάσιος]], [[τετράπλευρος]], [[τετραπλός]], [[τετράποδος]], [[τετράπολις]], [[τετράπους]], [[τετράπτερος]] / -<i>φτερος</i>, [[τετράπτυχος]], [[τετράπυλος]], [[τετράρχης]], [[τετράσημος]], [[τετρασκελής]], [[τετράστιχος]], [[τετράστοιχος]], [[τετράστοος]], [[τετράστυλος]], [[τετρασύλλαβος]], [[τετράτομος]], [[τετράτροχος]], [[τετράφυλλος]], [[τετραώροφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τετραβάμων]], [[τετραβαρής]], [[τετραβόειος]], [[τετραβόλος]], [[τετράβυρσος]], [[τετράγηρυς]], [[τετράγκων]], [[τετραγλώχις]], [[τετραγονία]], [[τετραγραμμιαίος]], [[τετράγυος]], [[τετράδερμα]], [[τετράδωρος]], [[τετραέλαστος]], [[τετραέλικτος]], [[τετραελίκωπες]], [[τετραέλιξ]], [[τετράενος]], [[τετραεξηκοστόν]], [[τετραερμής]], [[τετράετα]], [[τετραετηρία]], [[τετραέτηρος]], [[τετραζυγής]], [[τετράζυγος]], [[τετράζυξ]], [[τετραθέλυμνος]], [[τετράθετος]], [[τετράθηρος]], [[τετρακίων]], [[τετράκλαστος]], [[τετράκνημος]], [[τετρακνίδιον]], [[τετρακόλουρος]], [[τετρακόρη]], [[τετρακόρυμβος]], [[τετρακόρυφος]], [[τετρακότυλος]], [[τετρακυμία]], [[τετρακωμία]], [[τετράλινον]], [[τετραμέτρητος]], [[τετραμήνιος]], [[τετραμιγής]], [[τετραμναίος]], [[τετράμνους]], [[τετράμοιρος]], [[τετράμορος]], [[τετράμυρον]], [[τετράμφοδον]], [[τετράμφορος]], [[τετράνομον]], [[τετραντιαίος]], [[τετρανυκτία]], [[τετραξεστιαίος]], [[τετράξοος]], [[τετράξων]], [[τετραοίδιος]], [[τετραόργυιος]], [[τετράπαλαι]], [[τετράπεδος]], [[τετράπεζος]], [[τετράπηχυς]], [[τετραπλατεία]], [[τετράπλεθρος]], [[τετράπνης]], [[τετράπνους]], [[τετραπόδης]], [[τετράπολος]], [[τετράπτιλος]], [[τετράπτωτος]], [[τετραπύργιος]], [[τετραπώγων]], [[τετράριθμος]], <i>τετράουρος</i>, [[τετράρραβδος]], [[τετράρριζος]], [[τετράρρινος]], [[τετράρρυθμος]], [[τετράρρυμος]], [[τέτραρχος]], [[τετράσειρον]], [[τετρασίριον]], [[τετράσκαλμος]], [[τετράσσαρον]], [[τετραστάσιος]], [[τετραστάτηρος]], [[τετράστεγος]], [[τετράστροφος]], [[τετρασχιδής]], [[τετράσχιστος]], [[τετράσχοινος]], [[τετράσωμος]], [[τετράτονος]], [[τετράτρυφος]], [[τετραυγής]], [[τετραΰφαντος]], [[τετραφαλαγγία]], [[τετραφάληρος]], [[τετράφαλος]], [[τετράφορος]], [[τετραφύλακος]], [[τετράφυλος]], [[τετράχαλκον]], [[τετράχειρ]], [[τετράχηλος]], [[τετραχίτων]], [[τετραχοίνικος]], [[τετραχοίνιξ]], [[τετράχορδος]], [[τετράχρονος]], [[τετράχυτρος]], [[τετράχωρος]], [[τετραώνυμος]], [[τετράωτος]], [[τετρήρης]], [[τετρόμματος]], [[τετρώβολος]], [[τετρωδούμαι]], [[τέτρωρον]], [[τετρώρυγος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τετράβιβλος]], [[τετράβραχυς]], [[τετράγραμμος]], [[τετράδερμον]], [[τετράειδος]], [[τετράζευκτος]], [[τετράθυρος]], [[τετρακάμαρος]], [[τετρακιόνιον]], [[τετρακόρωνος]], [[τετράκωμος]], [[τετράμορφος]], [[τετράορος]], [[τετραούγκιον]], <i>τετραπάλα</i>(<i>ι</i>)<i>στος</i>, [[τετράπορος]], [[τετραπρόσωπος]], [[τετράπωλος]], [[τετράρρυμος]], [[τετράσειρος]], [[τετραστάδιος]], [[τετράστομος]], [[τετράτροπος]], [[τετραφάρμακος]], [[τετραφυής]], [[τετράχους]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τετραβασίλειον]], [[τετραβόλος]], [[τετραγαμία]], [[τετράγιος]], [[τετράδρομον]], [[τετράεντον]], [[τετραθεΐα]], [[τέτραθλος]], [[τετραΐστορον]], [[τετράκλιμος]], [[τετρακογχώματα]], [[τετράλεκτος]], [[τετραμόδιον]], [[τετράνυμφον]], [[τετραπέδιλος]], [[τετράπλοκος]], [[τετράπορτος]], [[τετραπόταμος]], [[τετράπυργος]], [[τετρασώματος]], [[τετράταρσος]], [[τετραϋπόστατος]], [[τετραχειρόποδες]], [[τετραχθόνευτος]], [[τετρόφθαλμος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[τετράβηλο]](<i>ν</i>), [[τετράδιπλος]], [[τετράηχος]], [[τετραώδιο]](<i>ν</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τετραβράγχια]], [[τετράγκαθο]], [[τετράγκωνος]], [[τετραγυνία]], [[τετράδους]], [[τετραδυναμία]], [[τετραεμβόλιο]], [[τετραευαγγέλιο]], [[τετραθεϊσμός]], <i>τετράθεο</i>(<i>ν</i>), [[τετρακίδαρις]], [[τετρακινητήριος]], [[τετράκλωνος]], [[τετρακτινωτοί]], [[τετρακυκλικός]], [[τετραμελής]], [[τετράμπουλο]], [[τετρανδρία]], [[τετράνυχος]], [[τετραξονικός]], [[τετράξυλο]], [[τετράπατος]], [[τετραπερασμένος]], [[τετραπέρατος]], [[τετραπληγία]], [[τετραπνεύμονα]], [[τετράπολο]], [[τετράπρακτος]], [[τετράρρυγχος]], [[τετρασέλιδος]], [[τετρασέπαλος]], [[τετρασθενής]], [[τετρασπόριο]], [[τετράστηλος]], [[τετρατομικός]], [[τετραφτέρουγος]], [[τετράφωνος]], [[τετραχαίνιο]], [[τετράχειρος]], [[τετράχηλο]], [[τετράχορος]], [[τετράχρωμος]], [[τετραωδία]], [[τετράωρος]].Παραδείγματα λ. με επιτατ. <i>τετρ</i>(<i>α</i>)-: [[τετράγερος]], [[τετραδύστυχος]], [[τετράξανθος]], [[τετράπαχος]], [[τετράπλατος]], [[τετράψηλος]]. | |mltxt=ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. <i>πετρα</i>- και θεσσαλ. τ. <i>πετρο</i>-, Α<br />α' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων της Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό [[τέσσερεις]] (για τη [[μορφή]] <b>βλ. λ.</b> [[τέσσερεις]]) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό [[είναι]], υπάρχει ή γίνεται [[τέσσερεις]] φορές (<b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>γωνος</i>, <i>τετρα</i>-[[ήμερος]], [[τετραπλάσιος]]). Εξάλλου, σε ορισμένα σύνθ. της Νέας Ελληνικής, [[κυρίως]], λειτουργεί ως επιτατ. της έννοιας του β' συνθετικού (<b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>γερος</i>, <i>τετρά</i>-<i>παχος</i>). Ανάλογη [[χρήση]] αριθμητικών [[προς]] [[επίταση]] της έννοιας του β' συνθετικού απαντά και στα <i>πεντα</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>πεντα</i>-<i>κάθαρος</i>) και <i>τρισ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>τρισ</i>-[[ευτυχισμένος]]). Στη Νέα Ελληνική, χρησιμοποιείται και ως [[πρόθημα]] χημικών όρων, το οποίο υποδηλώνει την [[παρουσία]] ενός ατόμου ή μιας χαρακτηριστικής ομάδας [[τέσσερεις]] φορές σε μια χημική [[ένωση]] (<b>πρβλ.</b> [[τετρααιθυλιούχος]] [[μόλυβδος]], <i>τετραβορικό οξύ</i>, <i>τετραχλωράνθρακας</i>), εμφανίζεται [[συνήθως]] σε ξεν. όρους που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνεια και ανάγεται στα αγγλ. <i>tetr</i>(<i>a</i>)-, γαλλ. <i>tetr</i>(<i>a</i>)- (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>tetr</i>(<i>a</i>)- <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)-).Σύνθ. με α' συνθετικό <i>τετρ</i>(<i>α</i>)-: [[τετράγγουρο]], [[τετραγενής]], [[τετράγλωσσος]], [[τετράγναθος]], [[τετραγράμματος]], [[τετράγωνος]], [[τετραδάκτυλος]], [[τετράδραχμος]], [[τετράδυμος]], [[τετράεδρος]], [[τετραετής]], [[τετραήμερος]], [[τετρακέρατος]], [[τετράκερως]], [[τετρακέφαλος]], [[τετράκλινος]], [[τετράκυκλος]], [[τετράκωλος]], [[τετραλογία]], [[τετραμερής]], [[τετράμετρος]], [[τετράμηνος]], [[τετράοδος]], [[τετραπλάσιος]], [[τετράπλευρος]], [[τετραπλός]], [[τετράποδος]], [[τετράπολις]], [[τετράπους]], [[τετράπτερος]] / -<i>φτερος</i>, [[τετράπτυχος]], [[τετράπυλος]], [[τετράρχης]], [[τετράσημος]], [[τετρασκελής]], [[τετράστιχος]], [[τετράστοιχος]], [[τετράστοος]], [[τετράστυλος]], [[τετρασύλλαβος]], [[τετράτομος]], [[τετράτροχος]], [[τετράφυλλος]], [[τετραώροφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τετραβάμων]], [[τετραβαρής]], [[τετραβόειος]], [[τετραβόλος]], [[τετράβυρσος]], [[τετράγηρυς]], [[τετράγκων]], [[τετραγλώχις]], [[τετραγονία]], [[τετραγραμμιαίος]], [[τετράγυος]], [[τετράδερμα]], [[τετράδωρος]], [[τετραέλαστος]], [[τετραέλικτος]], [[τετραελίκωπες]], [[τετραέλιξ]], [[τετράενος]], [[τετραεξηκοστόν]], [[τετραερμής]], [[τετράετα]], [[τετραετηρία]], [[τετραέτηρος]], [[τετραζυγής]], [[τετράζυγος]], [[τετράζυξ]], [[τετραθέλυμνος]], [[τετράθετος]], [[τετράθηρος]], [[τετρακίων]], [[τετράκλαστος]], [[τετράκνημος]], [[τετρακνίδιον]], [[τετρακόλουρος]], [[τετρακόρη]], [[τετρακόρυμβος]], [[τετρακόρυφος]], [[τετρακότυλος]], [[τετρακυμία]], [[τετρακωμία]], [[τετράλινον]], [[τετραμέτρητος]], [[τετραμήνιος]], [[τετραμιγής]], [[τετραμναίος]], [[τετράμνους]], [[τετράμοιρος]], [[τετράμορος]], [[τετράμυρον]], [[τετράμφοδον]], [[τετράμφορος]], [[τετράνομον]], [[τετραντιαίος]], [[τετρανυκτία]], [[τετραξεστιαίος]], [[τετράξοος]], [[τετράξων]], [[τετραοίδιος]], [[τετραόργυιος]], [[τετράπαλαι]], [[τετράπεδος]], [[τετράπεζος]], [[τετράπηχυς]], [[τετραπλατεία]], [[τετράπλεθρος]], [[τετράπνης]], [[τετράπνους]], [[τετραπόδης]], [[τετράπολος]], [[τετράπτιλος]], [[τετράπτωτος]], [[τετραπύργιος]], [[τετραπώγων]], [[τετράριθμος]], <i>τετράουρος</i>, [[τετράρραβδος]], [[τετράρριζος]], [[τετράρρινος]], [[τετράρρυθμος]], [[τετράρρυμος]], [[τέτραρχος]], [[τετράσειρον]], [[τετρασίριον]], [[τετράσκαλμος]], [[τετράσσαρον]], [[τετραστάσιος]], [[τετραστάτηρος]], [[τετράστεγος]], [[τετράστροφος]], [[τετρασχιδής]], [[τετράσχιστος]], [[τετράσχοινος]], [[τετράσωμος]], [[τετράτονος]], [[τετράτρυφος]], [[τετραυγής]], [[τετραΰφαντος]], [[τετραφαλαγγία]], [[τετραφάληρος]], [[τετράφαλος]], [[τετράφορος]], [[τετραφύλακος]], [[τετράφυλος]], [[τετράχαλκον]], [[τετράχειρ]], [[τετράχηλος]], [[τετραχίτων]], [[τετραχοίνικος]], [[τετραχοίνιξ]], [[τετράχορδος]], [[τετράχρονος]], [[τετράχυτρος]], [[τετράχωρος]], [[τετραώνυμος]], [[τετράωτος]], [[τετρήρης]], [[τετρόμματος]], [[τετρώβολος]], [[τετρωδούμαι]], [[τέτρωρον]], [[τετρώρυγος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τετράβιβλος]], [[τετράβραχυς]], [[τετράγραμμος]], [[τετράδερμον]], [[τετράειδος]], [[τετράζευκτος]], [[τετράθυρος]], [[τετρακάμαρος]], [[τετρακιόνιον]], [[τετρακόρωνος]], [[τετράκωμος]], [[τετράμορφος]], [[τετράορος]], [[τετραούγκιον]], <i>τετραπάλα</i>(<i>ι</i>)<i>στος</i>, [[τετράπορος]], [[τετραπρόσωπος]], [[τετράπωλος]], [[τετράρρυμος]], [[τετράσειρος]], [[τετραστάδιος]], [[τετράστομος]], [[τετράτροπος]], [[τετραφάρμακος]], [[τετραφυής]], [[τετράχους]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τετραβασίλειον]], [[τετραβόλος]], [[τετραγαμία]], [[τετράγιος]], [[τετράδρομον]], [[τετράεντον]], [[τετραθεΐα]], [[τέτραθλος]], [[τετραΐστορον]], [[τετράκλιμος]], [[τετρακογχώματα]], [[τετράλεκτος]], [[τετραμόδιον]], [[τετράνυμφον]], [[τετραπέδιλος]], [[τετράπλοκος]], [[τετράπορτος]], [[τετραπόταμος]], [[τετράπυργος]], [[τετρασώματος]], [[τετράταρσος]], [[τετραϋπόστατος]], [[τετραχειρόποδες]], [[τετραχθόνευτος]], [[τετρόφθαλμος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[τετράβηλο]](<i>ν</i>), [[τετράδιπλος]], [[τετράηχος]], [[τετραώδιο]](<i>ν</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τετραβράγχια]], [[τετράγκαθο]], [[τετράγκωνος]], [[τετραγυνία]], [[τετράδους]], [[τετραδυναμία]], [[τετραεμβόλιο]], [[τετραευαγγέλιο]], [[τετραθεϊσμός]], <i>τετράθεο</i>(<i>ν</i>), [[τετρακίδαρις]], [[τετρακινητήριος]], [[τετράκλωνος]], [[τετρακτινωτοί]], [[τετρακυκλικός]], [[τετραμελής]], [[τετράμπουλο]], [[τετρανδρία]], [[τετράνυχος]], [[τετραξονικός]], [[τετράξυλο]], [[τετράπατος]], [[τετραπερασμένος]], [[τετραπέρατος]], [[τετραπληγία]], [[τετραπνεύμονα]], [[τετράπολο]], [[τετράπρακτος]], [[τετράρρυγχος]], [[τετρασέλιδος]], [[τετρασέπαλος]], [[τετρασθενής]], [[τετρασπόριο]], [[τετράστηλος]], [[τετρατομικός]], [[τετραφτέρουγος]], [[τετράφωνος]], [[τετραχαίνιο]], [[τετράχειρος]], [[τετράχηλο]], [[τετράχορος]], [[τετράχρωμος]], [[τετραωδία]], [[τετράωρος]].Παραδείγματα λ. με επιτατ. <i>τετρ</i>(<i>α</i>)-: [[τετράγερος]], [[τετραδύστυχος]], [[τετράξανθος]], [[τετράπαχος]], [[τετράπλατος]], [[τετράψηλος]]. | ||
}} | }} |