3,274,216
edits
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=") |
|||
(49 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=riza | |Transliteration C=riza | ||
|Beta Code=r(i/za | |Beta Code=r(i/za | ||
|Definition=ης, ἡ: Ion. nom. < | |Definition=ης, ἡ: Ion. nom.<br><span class="bld">A</span> [[ῥίζη]] Hp. ap. Erot., acc. ῥίζην Marc.Sid.89 (before a vowel), but ῥίζαν Il.11.846 (whence Ion. nom. [[ῥίζα]] may be inferred):—[[root]], Od.10.304, 23.196, etc.; used as a medicine, Il.11.846; ῥίζα [[ἐλατήριος]], of a [[purgative]] [[medicine]], Hp.''Epid.''5.34: mostly in plural, [[roots]], Il.12.134, Od.12.435, etc.; δένδρεα μακρὰ αὐτῇσιν ῥίζησι Il.9.542: hence<br><span class="bld">2</span> metaph., [[roots of the eye]], Od.9.390 (but <b class="b3">ῥίζας ἐν ὄσσοις αἱματῶπας</b> in E.''HF''933 prob. bloodshot [[streak]]s); the [[root]]s or [[foundation]]s of the [[earth]], Hes.''Op.''19; χθόνα.. αὐταῖς ῥ. πνεῦμα κραδαίνοι [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''1047 (anap.); <b class="b3">ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο</b> ib.367; of feathers, hair, etc., [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''251b, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''518b14; of the [[teeth]], Id.''GA''789a13; γαστρὸς ῥ. [[ὀμφαλός]] Id.''HA''493a18, etc.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">τὸν πόλεμον ἐκ ῥιζῶν ἀνῄρηκε</b> [[extirpate]]d the [[war]] [[entirely]], '[[root and branch]]', Plu.''Pomp.''21, cf. Heraclid. Pont. ap. Ath.12.523f; ἐκ ῥιζῶν ἀπώλεσεν [[LXX]] ''Jb.''31.12; cf. [[ῥιζόθεν]], [[πρόρριζος]].<br><span class="bld">II</span> that from which anything [[spring]]s as from a [[root]], <b class="b3">ῥίζαν ἀπείρου τρίταν</b> a third continental [[foundation]], of [[Libya]], Pi.''P.''9.8; <b class="b3">ἀστέων ῥ.</b>, of [[Cyrene]], as the [[root]] or [[original]] of the [[Cyrenaic]] [[Pentapolis]], ib.4.15; [[root]] or [[stock]] from which a [[family]] springs, ῥίζα σπέρματος Id.''O.''2.46, cf. ''I.''8(7).61, A.''Ag.''966, [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''1178, etc.; so, [[race]], [[family]], A.''Th.''755 (lyr.), E.''IT''610, ''OGI''383.31 (Nemrud Dagh, i B.C.), etc.; συκοφάντου.. σπέρμα καὶ ῥ. D.25.48; [[sect]], [[party]], Jul. ''Gal.''106e; also [[ῥίζα]] κακῶν E.''Fr.''912.11 (anap.); ἀρχὴ καὶ ῥίζα παντὸς ἀγαθοῦ Epicur.''Fr.''409, cf. ''1 Ep.Ti.''6.10; πηγὴ καὶ ῥίζα καλοκἀγαθίας Plu. 2.4c; ἀρχαὶ καὶ ῥ. γῆς καὶ θαλάττης [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''353b1, etc.; cf. [[ῥίζωμα]] ''ΙΙ''.<br><span class="bld">2</span> [[base]], [[foundation]], <b class="b3">ῥίζα πάντων καὶ βάσις ἁ γᾶ ἐρήρεισται</b> Ti. Locr.97e, cf. Pl.''Ti.''81c; [[base]] of a [[vertical]] [[pillar]], Procl.''Hyp.''3.23; τῶν λόφων Onos.10.6.<br><span class="bld">3</span> Math., [[root]] or [[base]] of a series, [[Anatolius]] ap.''Theol.Ar.''9. (Aeol. [[βρίζα]] ([[quod vide|q.v.]]): cf. Goth. waúrts, Lat. [[radix]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0842.png Seite 842]] ἡ, die | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0842.png Seite 842]] ἡ, die [[Wurzel]]; Hom. und Folgende; auch mannichfach übertr., z. B. die Wurzeln des Auges, Od. 9, 390; vgl. Eur. Herc. Fur. 933 u. Qu. Sm. l 2, 396; γαίης ἐν ῥίζῃσιν, Hes. O. 19; χθόνα δ' ἐκ πυθμένων αὐταῖς ῥίζαις πνεῦμα κραδαίνοι, Aesch. Prom. 1049; Alles, was wurzelartig von einem Stamme ausgeht, χθονὸς τρίτη, Pind. P. 9, 8, wo man die drei Erdtheile als Wurzeln des Festlandes betrachten soll; auch dasjenige, woraus, wie aus einer Wurzel, neue Entwickelungen hervorgehen, ἀστέων [[μελησίμβροτος]], σπέρματος, P. 4, 15 Ol. 2, 46, vgl. . 7, 55; des Geschlechtes, γένους ἅπαντος ῥίζαν ἐξημημένος, Soph. Ai. 1157; ἀπ' εὐγενοῦς τινος ῥίζης πέφυκας, Eur. I. T. 610; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1642; Ὁμήρου, Ep. ad. 486 (Plan. 297); vgl. Antp. Sid. 44 (Plan. 298); [[ῥίζα]] πάντων καὶ [[βάσις]] τῶν ἄλλων, Tim. Locr. 97 e; τὴν κεφαλὴν καὶ ῥίζαν ἡμῶν, Plat. Tim. 90 b; Folgde; τριχός, Arist. H. A. 3, 11; auch [[ῥίζα]] τοῦ λόφου, Pol. 2, 66, 10, u. a. Sp.; des Meeres, Opp. Hal. 4, 544; πολέμου, Plut. Crass. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />racine;<br /><b>I.</b> <i>au propre ; particul.</i> racine médicinale;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> racine d'une chose (de l'œil, des cheveux, <i>etc.</i>), pied d'une montagne, fondement de la terre;<br /><b>2</b> [[souche d'une famille]] ; race, famille;<br /><b>3</b> [[source]] <i>ou</i> origine d'une chose (du bien, du mal, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝρίζα, cf. <i>lat.</i> radix, <i>all.</i> Würzel. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥίζα:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[корень]] (''[[sc.]]'' ἐλαίης Hom.; [[τριχός]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[целебный корень]], [[зелье]] (ῥ. ὀδυνήφατον Hom.);<br /><b class="num">3</b> перен. [[корень]], [[источник]], [[начало]] (κακῶν Eur.; ῥ. γένους Soph.; καλοκἀγαθίας Plut.): ἐκ ῥιζῶν ἀναιρεῖν τι Plut. вырвать что-л. с корнем;<br /><b class="num">4</b> [[подошва]], [[подножье]] (τοῦ λόφου Polyb.);<br /><b class="num">5</b> [[основание]], [[основа]] (ῥ. πάντων καὶ [[βάσις]] Plat.);<br /><b class="num">6</b> перен. [[ствол]], [[ветвь]]: ῥ. χθονός Pind. часть света, материк;<br /><b class="num">7</b> [[род]] или [[происхождение]] ([[εὐγενής]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥίζα''': ης, ἡ· αἰτ. ῥίζην ἀντὶ τοῦ ῥίζαν Μάρκελλ. Σιδήτης 89 [[χάριν]] τοῦ μέτρου· (ἴδε κατωτ.)˙ - [[ῥίζα]], Ὀδ. Κ. 304, Ψ. 196, Ἀττ.· ὡς [[φάρμακον]], Ἰλ. Κ. 846· ῥ. [[ἐλατήριος]], καθαρτικὸν [[φάρμακον]], καθάρσιον, Foës Oecon. Hipp.˙ - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥίζαι, Ἰλ. Μ. 134, Ὀδ. Μ. 435, κτλ.· δένδρεα μακρὰ αὐτῇσι ῥίζῃσι Ἰλ. Ι. 542· [[ἐντεῦθεν]] 2) ἐπὶ πολλῶν μεταφορικῶν χρήσεων, π.χ. αἱ ῥίζαι τῶν ὀφθαλμῶν, Ὀδ. Ι. 390, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 933˙ αἱ ῥίζαι ἢ τὰ θεμέλια τῆς γῆς, Ἡσ. Ἔργ. Κ. Ἡμ. 19˙ χθόνα ... αὐταῖς ῥίζαις [[πνεῦμα]] κραδαίνοι Αἰσχύλ. Πρ. 1047˙ ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο [[αὐτόθι]] 365˙ ἐπὶ πτερῶν, τριχῶν, κτλ., Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 12˙ τῶν ὀδόντων, ὁ αὐτ. Π. Ζ. Γεν. 5. 8, 9˙ γαστρὸς ῥ. ὁ ὀμφαλὸς ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1, κτλ. 3) ἐκ ῥιζῶν ἀναιρεῖν, radicitus, Πλουτ. Πομπ. 21, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 523F˙ πρβλ. [[ῥιζόθεν]], [[πρόρριζος]]. ΙΙ. τὸ ὡς [[ῥίζα]] ἀπὸ τοῦ [[αὐτοῦ]] πρέμνου φυόμενον, [[ὅθεν]] ὁ Πίνδαρος καλεῖ τὴν Λιβύην τρίτην ῥίζαν χθονός, θεωρῶν τὴν γῆν ὡς διῃρημένην εἰς [[τρεῖς]] ἠπείρους, Π. 9. 14. ΙΙΙ. [[ὡσαύτως]], τὸ [[πρᾶγμα]] ἐξ οὗ [[ἄλλο]] τι φύεται ἢ παράγεται οἰονεὶ ἀπὸ ῥίζης, ἀστέων [[ῥίζα]], ἐπὶ τῆς Κυρήνης ὡς τῆς μητρὸς ἢ ἀρχῆς τῆς Κυρηναϊκῆς πενταπόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 26˙ ἡ [[ῥίζα]] ἢ ἀρχὴ ἐξ ἧς οἰκογένειά τις κατάγεται, Λατ. stirps, ῥ. Σπέρματος, γένους, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 83, Ι. 8 (7). 123, Αἰσχύλ. Ἀγ. 966, Σοφ. Αἴ. 1178, κτλ.˙ [[ὅθεν]], γένος, οἰκογένεια, Αἰσχύλ. Θήβ. 755, Εὐρ. Ι. Τ. 610, κτλ.˙ συκοφάντου ... [[σπέρμα]] καὶ ῥ. Δημ. 784. 28˙ [[ὡσαύτως]], ῥ. κακῶν, ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου fons et origo mali, Εὐρ. Ἀποσπ. 904˙ 11˙ παντὸς ἀγαθοῦ Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 280 Α· καλοκαγαθίας Πλούτ. 2. 4Β· ἀρχαὶ καὶ ῥ. γῆς καὶ θαλάττης Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 2, κτλ. πρβλ. [[ῥίζωμα]] ΙΙ. 2) θεμέλιον, ῥ. πάντων καὶ βάσεις ἀ γᾶ ἐρήρεισται Τίμ. Λοκρ. 97 Ε, πρβλ. Πλάτ. Τιμ. 81C. (Αἰολ. βρίσδα˙ -πρβλ. rad-ix· Γοτθ. vaurt-s· Ἀρχ. Γερμ. wurz-a (wurzel, wurtz)· παρ’ Ἄγγλοις root· ἴδε Κουρτ. ἀρ. 515). | |lstext='''ῥίζα''': ης, ἡ· αἰτ. ῥίζην ἀντὶ τοῦ ῥίζαν Μάρκελλ. Σιδήτης 89 [[χάριν]] τοῦ μέτρου· (ἴδε κατωτ.)˙ - [[ῥίζα]], Ὀδ. Κ. 304, Ψ. 196, Ἀττ.· ὡς [[φάρμακον]], Ἰλ. Κ. 846· ῥ. [[ἐλατήριος]], καθαρτικὸν [[φάρμακον]], καθάρσιον, Foës Oecon. Hipp.˙ - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥίζαι, Ἰλ. Μ. 134, Ὀδ. Μ. 435, κτλ.· δένδρεα μακρὰ αὐτῇσι ῥίζῃσι Ἰλ. Ι. 542· [[ἐντεῦθεν]] 2) ἐπὶ πολλῶν μεταφορικῶν χρήσεων, π.χ. αἱ ῥίζαι τῶν ὀφθαλμῶν, Ὀδ. Ι. 390, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 933˙ αἱ ῥίζαι ἢ τὰ θεμέλια τῆς γῆς, Ἡσ. Ἔργ. Κ. Ἡμ. 19˙ χθόνα ... αὐταῖς ῥίζαις [[πνεῦμα]] κραδαίνοι Αἰσχύλ. Πρ. 1047˙ ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο [[αὐτόθι]] 365˙ ἐπὶ πτερῶν, τριχῶν, κτλ., Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 12˙ τῶν ὀδόντων, ὁ αὐτ. Π. Ζ. Γεν. 5. 8, 9˙ γαστρὸς ῥ. ὁ ὀμφαλὸς ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1, κτλ. 3) ἐκ ῥιζῶν ἀναιρεῖν, radicitus, Πλουτ. Πομπ. 21, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 523F˙ πρβλ. [[ῥιζόθεν]], [[πρόρριζος]]. ΙΙ. τὸ ὡς [[ῥίζα]] ἀπὸ τοῦ [[αὐτοῦ]] πρέμνου φυόμενον, [[ὅθεν]] ὁ Πίνδαρος καλεῖ τὴν Λιβύην τρίτην ῥίζαν χθονός, θεωρῶν τὴν γῆν ὡς διῃρημένην εἰς [[τρεῖς]] ἠπείρους, Π. 9. 14. ΙΙΙ. [[ὡσαύτως]], τὸ [[πρᾶγμα]] ἐξ οὗ [[ἄλλο]] τι φύεται ἢ παράγεται οἰονεὶ ἀπὸ ῥίζης, ἀστέων [[ῥίζα]], ἐπὶ τῆς Κυρήνης ὡς τῆς μητρὸς ἢ ἀρχῆς τῆς Κυρηναϊκῆς πενταπόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 26˙ ἡ [[ῥίζα]] ἢ ἀρχὴ ἐξ ἧς οἰκογένειά τις κατάγεται, Λατ. stirps, ῥ. Σπέρματος, γένους, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 83, Ι. 8 (7). 123, Αἰσχύλ. Ἀγ. 966, Σοφ. Αἴ. 1178, κτλ.˙ [[ὅθεν]], γένος, οἰκογένεια, Αἰσχύλ. Θήβ. 755, Εὐρ. Ι. Τ. 610, κτλ.˙ συκοφάντου ... [[σπέρμα]] καὶ ῥ. Δημ. 784. 28˙ [[ὡσαύτως]], ῥ. κακῶν, ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου fons et origo mali, Εὐρ. Ἀποσπ. 904˙ 11˙ παντὸς ἀγαθοῦ Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 280 Α· καλοκαγαθίας Πλούτ. 2. 4Β· ἀρχαὶ καὶ ῥ. γῆς καὶ θαλάττης Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 2, κτλ. πρβλ. [[ῥίζωμα]] ΙΙ. 2) θεμέλιον, ῥ. πάντων καὶ βάσεις ἀ γᾶ ἐρήρεισται Τίμ. Λοκρ. 97 Ε, πρβλ. Πλάτ. Τιμ. 81C. (Αἰολ. βρίσδα˙ -πρβλ. rad-ix· Γοτθ. vaurt-s· Ἀρχ. Γερμ. wurz-a (wurzel, wurtz)· παρ’ Ἄγγλοις root· ἴδε Κουρτ. ἀρ. 515). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ῥίζα]] | |sltr=[[ῥίζα]] [[root]] met. [[ὅθεν]] σπέρματος ἔχοντα ῥίζαν πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου (O. 2.46) “φαμὶ γὰρ Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι μελησίμβροτον” (v. Barrett, [[Hermes]], 1954, 435̆{1}) (P. 4.15) νιν (= Κυράναν) πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς ῥίζαν ἀπείρου τρίταν εὐήρατον θάλλοισαν οἰκεῖν (τρίτην μοῖραν τῆς ἠπείρου γῆς, [[τουτέστι]] τὴν Λιβύην Σ.) (P. 9.8) [[Ἀχιλεύς]], [[οὖρος]] Αἰακιδᾶν, Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν πρόφαινεν (φησὶ τοὺς προγόνους Σ.) (I. 8.56) ζᾳ τε[ Παρθ. 2. 58. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 32: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ῥίζα]], ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. [[βρίζα]] Α<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> το [[κατά]] κανόνα [[υπόγειο]] [[τμήμα]] του σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες του οποίου [[είναι]] η [[στήριξη]] του φυτού, η [[πρόσληψη]] από το [[έδαφος]] νερού και των διαλυμένων σ' αυτό ανόργανων αλάτων, [[καθώς]] και η [[αγωγή]] τών στοιχείων αυτών στα υπέργεια τμήματά του<br /><b>2.</b> [[βάση]], [[θεμέλιο]]<br /><b>3.</b> [[πρόποδες]] βουνού («στη [[ρίζα]] του βουνού [[σπηλιά]]»)<br /><b>4.</b> [[γένος]], [[φύτρα]], γενεαλογική [[γραμμή]], συγγενική [[σειρά]] (α. «[[επιστροφή]] στις ρίζες» β. «γένους ἄπαντος ῥίζαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> πρώτη [[αρχή]], πρώτο [[αίτιο]] ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης (α. «[[πρέπει]] να χτυπηθεί το [[κακό]] στη [[ρίζα]] του» β. «πηγὴ καὶ [[ῥίζα]] καλοκἀγαθίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>ανατ.</b> το [[τμήμα]] ενός οργάνου από το οποίο αυτό εκπορεύεται ή που αποτελεί τη [[βάση]] που το συγκρατεί (α. «η [[ρίζα]] του δοντιού» β. «ἔχει δὲ | |mltxt=η / [[ῥίζα]], ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. [[βρίζα]] Α<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> το [[κατά]] κανόνα [[υπόγειο]] [[τμήμα]] του σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες του οποίου [[είναι]] η [[στήριξη]] του φυτού, η [[πρόσληψη]] από το [[έδαφος]] νερού και των διαλυμένων σ' αυτό ανόργανων αλάτων, [[καθώς]] και η [[αγωγή]] τών στοιχείων αυτών στα υπέργεια τμήματά του<br /><b>2.</b> [[βάση]], [[θεμέλιο]]<br /><b>3.</b> [[πρόποδες]] βουνού («στη [[ρίζα]] του βουνού [[σπηλιά]]»)<br /><b>4.</b> [[γένος]], [[φύτρα]], γενεαλογική [[γραμμή]], συγγενική [[σειρά]] (α. «[[επιστροφή]] στις ρίζες» β. «γένους ἄπαντος ῥίζαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> πρώτη [[αρχή]], πρώτο [[αίτιο]] ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης (α. «[[πρέπει]] να χτυπηθεί το [[κακό]] στη [[ρίζα]] του» β. «πηγὴ καὶ [[ῥίζα]] καλοκἀγαθίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>ανατ.</b> το [[τμήμα]] ενός οργάνου από το οποίο αυτό εκπορεύεται ή που αποτελεί τη [[βάση]] που το συγκρατεί (α. «η [[ρίζα]] του δοντιού» β. «ἔχει δὲ πᾶσα θρὶξ ὑγρότητα πρὸς τῇ ῥίζῃ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γλωσσ.</b> (στην παραδοσιακή [[γραμματική]] και στην ιστορική [[γλωσσολογία]]) το βασικό [[τμήμα]] μιας λέξης ή μιας ομάδας ομοειδών λέξεων που [[είναι]] [[φορέας]] της λεξικής σημασίας και το οποίο προκύπτει αν αφαιρεθούν τα προσφύματα και οι καταλήξεις<br /><b>2.</b> <b>μαθ.</b> α) [[κάθε]] [[αριθμός]] ή αλγεβρική [[έκφραση]] που επαληθεύει μια [[εξίσωση]]<br />β) [[αριθμός]] που όταν υψωθεί σε μια [[δύναμη]] δίνει έναν ορισμένο αριθμό<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[φυτό]], [[δέντρο]] («έχει 300 ρίζες ελιές»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πλευρική [[ρίζα]]»<br /><b>βοτ.</b> [[ρίζα]] που εκφύεται παράπλευρα από την κύρια [[ρίζα]] και σε αρκετή [[απόσταση]] από το ακρορρίζιο<br />β) «τετραγωνική [[ρίζα]] αριθμού»<br /><b>μαθ.</b> [[αριθμός]] που, πολλαπλασιαζόμενος με τον εαυτό του, δίνει τον δεδομένο αριθμό<br />γ) «κυβική [[ρίζα]] αριθμού»<br /><b>μαθ.</b> [[αριθμός]] που, όταν πολλαπλασιαστεί δύο φορές με τον εαυτό του, δίνει τον δεδομένο αριθμό<br />δ) «νιοστή [[ρίζα]] αριθμού»<br /><b>μαθ.</b> [[αριθμός]] που, όταν υψωθεί στη [[δύναμη]] ν, δίνει τον δεδομένο αριθμό<br />ε) «[[εξαγωγή]] ρίζας αριθμού»<br /><b>μαθ.</b> ο [[υπολογισμός]] της ρίζας ενός δεδομένου αριθμού<br />στ) «ελεύθερες ρίζες»<br /><b>χημ.</b> συμπλέγματα ατόμων, [[συνήθως]] τμήματα μορίων, τα οποία περιλαμβάνουν ένα [[τουλάχιστον]] ασύζευκτο [[ηλεκτρόνιο]]<br />ζ) «[[ρίζα]] του πηδαλίου» — το [[προς]] την [[πλώρη]] επίμηκες [[τεμάχιο]] του πηδαλίου που εκτείνεται σε όλο το [[μήκος]] του ποδοστήματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διακλάδωση]], απόσχισμα, [[παρακλάδι]]<br /><b>2.</b> [[πρωταρχικός]] [[πυρήνας]] από τον οποίο γεννιέται ή προέρχεται [[κάτι]] («ἀστέων [[ῥίζα]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐλατήριος]] [[ῥίζα]]» — καθαρτική [[ρίζα]], καθάρσιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ῥίζα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fρίδ</i>-<i>ja</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wr</i><i>ā</i><i>d</i>- «[[βλαστός]], [[ρίζα]]», με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -<i>ι</i>- (που οφείλεται πιθ. σε [[αντιπροσώπευση]] συνεσταλμένης βαθμίδας) και συνδέεται με τα λατ. <i>r</i><i>ā</i><i>dix</i> «[[ρίζα]]», αρχ. ισλδ. <i>r</i><i>ō</i><i>t</i> «[[ρίζα]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>root</i>, γαλλ. <i>racine</i>), αρχ. άνω γερμ. <i>wurz</i> «[[φυτό]], [[ρίζα]]» (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>Wurzel</i>). Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγονται πιθ. και οι τ. [[ράδαμνος]] «[[βλαστός]]» και [[ράδιξ]] (<b>βλ.</b> και λ. [[ρόζος]]). Η λ., [[τέλος]], μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> <i>wiriza</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ριζηδόν]], [[ριζικός]], [[ριζίο]](<i>ν</i>), [[ριζώ]](<i>νω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ριζαίος]], [[ρίζηθεν]], [[ριζίας]], [[ρίζινος]], [[ριζίς]], [[ριζόθεν]], [[ριζόθι]], [[ριζώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ριζιμαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ριζίδιο]], [[ριζιμιός]], [[ριζίτης]], [[ριζίτικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α<br />συνθετικό) [[ριζάγρα]], [[ριζοβόλος]], [[ριζολογώ]], [[ριζοτόμος]], [[ριζοφάγος]], [[ριζοφόρος]], [[ριζοφυής]], [[ριζόφυλλος]], [[ριζωνύχιο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ριζοκέφαλος]], [[ριζοπώλης]], [[ριζοσύνετος]], [[ριζοτροφώ]], [[ριζούχος]], [[ριζοφοίτητος]], [[ριζόφυτος]], [[ριζωνυχία]], [[ριζωρύχος]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[ριζοπαγής]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ριζορυκτης</i>, [[ριζοτρυγώ]], [[ριζοφύτευτος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ριζοειδής]], [[ριζολόγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ριζαλγία]], [[ριζάφτι]], [[ριζοβελονιά]], [[ριζόβιος]], [[ριζοβλάστημα]], [[ριζοβούνι]], [[ριζόβραχο]], [[ριζογένεση]], [[ριζογλύφος]], <i>ριζοδόντι</i>, [[ριζόκαστρο]], [[ριζοκόπος]], [[ριζοκτονία]], [[ριζόμορφος]], <i>ριζόποδα</i>, [[ριζοσπάστης]], [[ριζοτομή]], [[ριζοχώρι]]. (Β' συνθετικό) [[άρριζος]], [[βαθύρριζος]], [[βραχύρριζος]], [[ευθύρριζος]], [[λεπτόρριζος]], [[μακρόρριζος]], [[μεγαλόρριζος]], [[ολιγόρριζος]], [[παχύρριζος]], [[πολύρριζος]], [[πρόρριζος]], [[πυκνόρριζος]], [[σύρριζος]], [[υπόρριζος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασθενόρριζος]], [[αυτόρριζος]], <i>γλυκύρριζος</i>, <i>εύρριζος</i>, [[ισχυρόρριζος]], [[κατάρριζος]], [[κεφαλόρριζος]], [[μονόρριζος]], [[ολόρριζος]], [[πρόσριζος]], [[πρωτόρριζος]], [[σαρκόρριζος]], [[φλοιόρριζος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακρόρριζος]], [[κονδυλόρριζος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥίζα:''' -ης, ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίζα]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· [[κυρίως]] απαντά στον πληθ., οι ρίζες, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., οι ρίζες του ματιού, σε Ομήρ. Οδ.· οι ρίζες ή τα θεμέλια της γης, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἐκῥιζῶν ἀναιρεῖν</i>, Λατ. [[radicitus]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε φυτρώνει όπως η [[ρίζα]] από το [[κοτσάνι]], απ' όπου και ο [[Πίνδαρος]] ονομάζει τη [[Λιβύη]] <i>τρίτην ῥίζαν χθονός</i>, θεωρώντας τη γη διαιρεμένη σε [[τρεις]] ηπείρους.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[ρίζα]] ή [[αρχή]] καταγωγής μιας οικογένειας, Λατ. [[stirps]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· απ' όπου· [[γένος]], [[γενιά]], [[οικογένεια]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ. | |lsmtext='''ῥίζα:''' -ης, ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίζα]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· [[κυρίως]] απαντά στον πληθ., οι ρίζες, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., οι ρίζες του ματιού, σε Ομήρ. Οδ.· οι ρίζες ή τα θεμέλια της γης, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἐκῥιζῶν ἀναιρεῖν</i>, Λατ. [[radicitus]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε φυτρώνει όπως η [[ρίζα]] από το [[κοτσάνι]], απ' όπου και ο [[Πίνδαρος]] ονομάζει τη [[Λιβύη]] <i>τρίτην ῥίζαν χθονός</i>, θεωρώντας τη γη διαιρεμένη σε [[τρεις]] ηπείρους.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[ρίζα]] ή [[αρχή]] καταγωγής μιας οικογένειας, Λατ. [[stirps]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· απ' όπου· [[γένος]], [[γενιά]], [[οικογένεια]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[root]], also metaph. [[origin]], [[stem]], [[base]] (Il.).<br />Other forms: Aeol. | |etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[root]], also metaph. [[origin]], [[stem]], [[base]] (Il.).<br />Other forms: Aeol. [[βρίζα]], [[βρίσδα]]).<br />Dialectal forms: Myc. <b class="b2">wiriza /wriza/</b>.<br />Compounds: Several compp., a.g. <b class="b3">ῥιζο-τόμος</b> m. [[root-cutter]], [[-gatherer]], [[herbalist]], <b class="b3">πολύ-ρριζος</b> [[having many roots]], [[rich in roots]] (Hp., Thphr.).<br />Derivatives: 1. [[ῥιζίον]] n. [[little root]] (Ar., Thphr.), pl. <b class="b3">-έα</b> (Nic., <b class="b3">-εῖα</b> Al. 265), prob. after [[ὀστέα]] beside (Dor.) [[ὀστία]]. 2. [[ῥιζίας]] m. ([[ὀπός]]) [[root juice]] (: [[καυλίας]]; Thphr.). 3. adj. <b class="b3">ῥίζ-ώδης</b> [[rootlike]] (Thphr., Hero), <b class="b3">-ικός</b> [[belonging to roots]] (Plu.), <b class="b3">-ινος</b> [[made of roots]] (PHolm.), <b class="b3">-αῖος</b> [[serving as a base]] (Sardes). 4. adv. <b class="b3">ῥίζ-ηθεν</b> (A. R.), <b class="b3">-όθεν</b> (Nic., Luc.) [[out of the root]]; <b class="b3">-ηδόν</b> [[in a rootlike way]] (Hld.). 5. verb [[ῥιζόομαι]] ([[ἐρρίζωται]]), <b class="b3">-όω</b> (<b class="b3">-ῶσαι</b>), also w. <b class="b3">ἐν-</b>, <b class="b3">ἐκ-</b>, <b class="b3">κατα-</b> a.o. [[to strike root]], [[to root]], [[to provide with roots]], [[to affirm]], [[to consolidate]] (Od.; cf. Schwyzer 731, Ure Class Quart. N. S. 5, 226f.) with <b class="b3">ῥίζ-ωμα</b> n. [[original ground]], [[origin]], [[rootworks]] (A., Emp., Thphr.; Porzig Satzinhalte 188f.), <b class="b3">-ωσις</b> f. [[striking root]] (Philol., Thphr. a.o.). -- On [[ῥίζα]] and compounds and derivv. extens. Strömberg Theophrastea 5 8 ff.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: From Aeol. [[βρίζα]] appears PGr. <b class="b3">*Ϝρίδ-ι̯α</b>, which differs in vocalism from Lat. [[rādīx]] = [[rād-ī-c-s]] (with enlarging [[-c-]] as e.g. in [[genetrī-x]]); in both cases we have a ι̯<b class="b3">α-</b>, resp. [[ī-]]deriv. of a noun, which is also found in Germ. and Celt.: ONorse [[rōt]] f. [[root]] from PGm. <b class="b2">*u̯rōt-</b>, IE <b class="b2">*u̯rād-</b>, which may be seen also in Lat. [[rād-īx]] (cf. below); beside it, with [[i-]]stem and zero grade Goth. [[waurts]], OE [[wyrt]], OHG MHG [[wurz]] [[herb]], [[root]], PGm. <b class="b2">*u̯urt-i-</b>, IE <b class="b2">*u̯r̥d(-i</b>)-; Celt., e.g. Welsh [[gwraidd]] coll. [[roots]] with [[ī-]]suffix but the root vocalism has not been explained. The Germ. and Celt. forms and [[ῥίζα]] cannot represent a weak- or reduced grade; in spite of Schwyzer 352 who wants to assume a vowel [[i]] representing a reduced grade. (Lat. [[rādīx]], but not ONorse [[rōt]], can represent IE <b class="b2">*u̯rHd-</b>, but in other forms there is no laryngeal.) So the foms cannot be explained as yet, and we must reckon with loans. (Vine UCLA Indo-European Studies I 1999, 5-30 does not solve the problem.) -- Toch. B [[witsako]] [[root]] remains to be explained (hypothesis by v. Windekens Lex. étym. s.v.). Further forms w. lit. in WP. 1, 288 Pok. 1167, W.-Hofmann s. [[rādīx]]. Cf. [[ῥάδαμνος]], [[ῥάδιξ]]. Cf. also NGr. (Rhodos) [[ῥόζος]] [[root]], a cross of [[ῥίζα]] and [[ὄζος]] [[branch]] (Hatzidakis [[Ἀθ]]. 29, 180ff.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ῥίζα]], ης, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> a [[root]], Od., | |mdlsjtxt=[[ῥίζα]], ης, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> a [[root]], Od., Attic: in plural the roots, Hom.<br /><b class="num">2.</b> metaph. the roots of the eye, Od.; the roots or foundations of the [[earth]], Hes., Aesch., etc.<br /><b class="num">3.</b> ἐκ ῥιζῶν, Lat. [[radicitus]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> [[anything]] that grows like a [[root]] from one [[stem]], [[whence]] [[Pindar]] calls [[Libya]] the τρίτη [[ῥίζα]] χθονός, considering the [[earth]] as divided [[into]] [[three]] continents.<br /><b class="num">III.</b> metaph. the [[root]] or [[stock]] from [[which]] a [[family]] springs, Lat. [[stirps]], Pind., Aesch., etc.; and so a [[race]], [[family]], Aesch., Eur., etc. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ῥίζα''': {rhíza}<br />'''Forms''': (äol. [[βρίζα]], βρίσδα); myk. ''wi''-''ri''-''za''?<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Wurzel]], auch übertr. [[Ursprung]], [[Stamm]], [[Grundlage]] (seit Il.)<br />'''Composita''' : Zahlreiche Kompp., z.B. [[ῥιζοτόμος]] m. ‘Wurzelschneider, -sammler, Kräuterkenner’, [[πολύρριζος]] [[mit vielen Wurzeln]], [[wurzelreich]] (Hp., Thphr. u.a.).<br />'''Derivative''': Davon 1. [[ῥιζίον]] n. [[Würzelchen]] (Ar., Thphr. usw.), pl. -έα (Nik., -εῖα ''Al''. 265), wohl nach ὀστέα neben (dor.) ὀστία. 2. [[ῥιζίας]] m. ([[ὀπός]]) [[Wurzelsaft]] (: [[καυλίας]]; Thphr.). 3. Adj. ῥίζώδης [[wurzelähnlich]] (Thphr., Hero), -ικός [[zur Wurzel gehörig]] (Plu.), -ινος ‘aus einer Wurzel be- reitet’ (''PHolm''.), -αῖος [[als Grundlage dienend]] (Sardes). 4. Adv. [[ῥίζηθεν]] (A. R.), -όθεν (Nik., Luk. u.a.) [[von der Wurzel aus]]; -ηδόν [[in wurzelähnlicher Weise]] (Hld.). 5. Verb ῥιζόομαι (ἐρρίζωται), -όω (-ῶσαι), auch m. ἐν-, ἐκ-, κατα- u.a. [[Wurzel schlagen]], [[wurzeln]], [[mit Wurzel versehen]], [[befestigen]], [[fest gründen]] (seit Od.; vgl. Schwyzer 731, Ure Class Quart. N. S. 5, 226f.) mit [[ῥίζωμα]] n. [[Urgrund]], [[Ursprung]], [[Wurzelwerk]] (A., Emp., Thphr. u.a.; Porzig Satzinhalte 188f.), -ωσις f. [[das Wurzelschlagen]] (Philol., Thphr. u.a.). — Zu [[ῥίζα]] nebst Komposita und Ableitungen ausführlich Strömberg Theophrastea 5 8 ff.<br />'''Etymology''' : Aus äol. [[βρίζα]] ergibt sich urgr. *ϝρίδι̯α, das sich von lat. ''rādīx'' = ''rād''-''ī''-''c''-''s'' (mit erweiterndem -''c''- wie z.B. in ''genetrī''-''x'') nur im Ablaut unterscheidet; in beiden Fällen liegen ι̯α-, bzw. ''ī''-Ableitungen eines Nomens vor, das auch im Germ. und Kelt. nachweisbar ist: anord. ''rōt'' f. [[Wurzel]] aus urg. *''u̯rōt''-, idg. *''u̯rād''-, das auch in lat. ''rād''-''īx'' vorliegen kann (vgl. unten); daneben, mit ''i''-Stamm und Schwundstufe got. ''waurts'', ags. ''wyrt'', ahd. mhd. ''wurz'' [[Kraut]], [[Wurzel]], urg. *''u̯urt''-''i''-, idg. *''u̯r̥d''(-''i'')-; kelt., z.B. kymr. ''gwraidd'' koll. [[Wurzeln]] mit ''ī''- Suffix und Reduktionsstufe. Wie die germ. und kelt. Formen dürfte auch [[ῥίζα]] eine Schwach- oder Reduktionsstufe reprasentieren; zu ι als Vertreter derselben Schwyzer 352 m. Lit. Auch lat. ''rādīx'' (aber nicht anord. ''rōt'') läßt sich zur Not auf schwundstufiges idg. *''u̯r̥̄d''- zurückführen. — Toch. B ''witsako'' [[Wurzel]] bleibt noch zu erklären (Hypothese bei v. Windekens Lex. étym. s.v.). Weitere Formen m. Lit. bei WP. 1, 288 Pok. 1167, W.-Hofmann s. ''rādīx''. Vgl. [[ῥάδαμνος]], [[ῥάδιξ]], die wahrscheinlich mit [[ῥίζα]] usw. urverwandt sind. Zur Bed. vgl. u. a. ngr. (Rhodos) ῥόζος [[Wurzel]], Kreuzung von [[ῥίζα]] und [[ὄζος]] [[Ast]] (Hatzidakis Ἀθ. 29, 180ff.).<br />'''Page''' 2,655-656 | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':?⋯za 里撒<br />'''詞類次數''':名詞(17)<br />'''原文字根''':根<br />'''字義溯源''':根*,來源,苗,後裔<br />'''同源字''':1) ([[ἐκριζόω]])連根拔出 2) ([[ῥίζα]])根 3) ([[ῥιζόω]])生根<br />'''出現次數''':總共(17);太(3);可(3);路(2);羅(5);提前(1);來(1);啓(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 根(17) 太3:10; 太13:6; 太13:21; 可4:6; 可4:17; 可11:20; 路3:9; 路8:13; 羅11:16; 羅11:17; 羅11:18; 羅11:18; 羅15:12; 提前6:10; 來12:15; 啓5:5; 啓22:16 | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[beginning]], [[family]], [[foundation]], [[origin]], [[race]], [[root]], [[source]], [[spring]], [[family line]] | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ἡ [[raíz]] de una planta λαβὲ πύραυνον, βαλοῦ καὶ θὲς ὑπὲρ καπνὸν τὰ περιάμματα, πρόσβαλε ῥίζαν, καὶ πρόσγρ(αφε) τοῦτο<ν> τὸν στίχον <b class="b3">toma un brasero de carbones y echa los amuletos poniéndolos sobre el humo, añádele una raíz y escribe además este verso</b> P XXIIa 6 ἔχε δὲ καὶ ἐκ ῥίζης δάφνης τὸν συνεργοῦντα Ἀπόλλωνα γεγλυμμένον <b class="b3">ten también de la raíz de un laurel una imagen de Apolo grabada como colaborador</b> P XIII 103 λαβὼν ῥίζαν πασιθέαν ἢ ἀρτεμισίαν ἐπίγραφε τὸ ὄνομα τοῦτο <b class="b3">toma una raíz de pasithea o de artemisa y escribe este nombre</b> P XII 397 | |||
}} | }} |