3,274,216
edits
(5) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀπιστία]]) [[άπιστος]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] χριστιανικής πίστης, το να μην πιστεύει [[κάποιος]] στον αληθινό θεό<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] εμπιστοσύνης, [[δυσπιστία]]<br /><b>3.</b> [[ανειλικρίνεια]], [[δολιότητα]]<br /><b>4.</b> [[αναξιοπιστία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] συζυγικής ή ερωτικής πίστης<br /><b>2.</b> [[αδίκημα]] [[κατά]] το οποίο ζημιώνει [[κάποιος]] από [[πρόθεση]] την [[περιουσία]] άλλου, της οποίας έχει την [[επιμέλεια]] ή [[διαχείριση]] εν όλω, εν μέρει ή για ορισμένη μόνο [[πράξη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατηγορία]]<br /><b>2.</b> [[ανυπακοή]] στους νόμους<br /><b>3.</b> [[παρασπονδία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[προδοσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάτι]] απίθανο, [[παράδοξο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἀπιστία]] πρὸς ἑαυτόν» — [[έλλειψη]] αυτοπεποίθησης<br />6) «[[ἀπιστία]] | |mltxt=η (AM [[ἀπιστία]]) [[άπιστος]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] χριστιανικής πίστης, το να μην πιστεύει [[κάποιος]] στον αληθινό θεό<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] εμπιστοσύνης, [[δυσπιστία]]<br /><b>3.</b> [[ανειλικρίνεια]], [[δολιότητα]]<br /><b>4.</b> [[αναξιοπιστία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] συζυγικής ή ερωτικής πίστης<br /><b>2.</b> [[αδίκημα]] [[κατά]] το οποίο ζημιώνει [[κάποιος]] από [[πρόθεση]] την [[περιουσία]] άλλου, της οποίας έχει την [[επιμέλεια]] ή [[διαχείριση]] εν όλω, εν μέρει ή για ορισμένη μόνο [[πράξη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατηγορία]]<br /><b>2.</b> [[ανυπακοή]] στους νόμους<br /><b>3.</b> [[παρασπονδία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[προδοσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάτι]] απίθανο, [[παράδοξο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἀπιστία]] πρὸς ἑαυτόν» — [[έλλειψη]] αυτοπεποίθησης<br />6) «[[ἀπιστία]] τοῦ κατηγόρου» — [[ανυποληψία]]. | ||
}} | }} |