3,277,055
edits
(12) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνηής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα [[αλλά]] και για αφηρημ. ιδιότητες ή έννοιες) [[ευπροσήγορος]], [[ευμενής]], [[πράος]], [[αγαθός]] ( | |mltxt=[[ἐνηής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα [[αλλά]] και για αφηρημ. ιδιότητες ή έννοιες) [[ευπροσήγορος]], [[ευμενής]], [[πράος]], [[αγαθός]] («τοῦ δὴ ἑταῑρον ἔπεφνες ἐνηέα τε κρατερόν τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[αστέρι]]) [[ευοίωνος]], [[ευμενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη [[λέξη]] με α' συνθετικό την [[πρόθεση]] εν και β' συνθετικό <i>ήος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>άFος</i>, το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>anas</i>-, αβεστ. <i>avah</i>- «[[ευμένεια]], [[εύνοια]], [[βοήθεια]]». Δηλ. [[ενηής]] [[είναι]] «αυτός που διακατέχεται από [[αίσθημα]] εύνοιας, ευμένειας» άρα «ο [[ευπροσήγορος]], ο [[ευμενής]]». Από άλλους η λ. συνδέθηκε με το [[αΐτης]] «ο [[νέος]] που αγαπιέται»]. | ||
}} | }} |