3,274,216
edits
m (Text replacement - "''' (ῠ)<b class="num">1)" to "''' (ῠ)<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐφύλακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φυλάγεται ή φρουρείται εύκολα (α. «[[εὐφύλακτος]] ἡ [[καρδία]]» — η [[καρδιά]] [[είναι]] καλά προφυλαγμένη, <b>Αριστοτ.</b><br />β. «εὐφυλακτότερον τὸ [[ὕδωρ]] | |mltxt=[[εὐφύλακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φυλάγεται ή φρουρείται εύκολα (α. «[[εὐφύλακτος]] ἡ [[καρδία]]» — η [[καρδιά]] [[είναι]] καλά προφυλαγμένη, <b>Αριστοτ.</b><br />β. «εὐφυλακτότερον τὸ [[ὕδωρ]] τοῦ ἀέρος» — το [[νερό]] συγκρατείται πιο εύκολα από τον αέρα, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐφύλακτός τινι [[γίγνομαι]]» — παρακολουθούμαι απὸ κάποιον εύκολα<br />β) «εὐφύλακτός τινί εἰμι» ή «[[εὐφύλακτος]] [[γίγνομαι]]» — φρουρούμαι απὸ κάποιον με [[ευκολία]]<br />γ) «ἐν εὐφυλάκτῳ [[εἰμί]]» — [[προσέχω]] τον εαυτό μου, [[φυλάγομαι]]<br /><b>3.</b> αυτός από τον οποίο φυλάγεται [[κάποιος]] εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φυλακτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[φυλάσσω]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |