δακτυλιαῖος: Difference between revisions

m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(nl)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α δακτυλιαῑος, -α, -ον) [[δάκτυλος]]<br />όποιος έχει [[μήκος]], [[πλάτος]] ή [[πάχος]] ενός δακτύλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «δακτυλιαῑα μέρη τοῡ σώματος» — τα χέρια και τα πόδια.
|mltxt=-α, -ο (Α δακτυλιαῑος, -α, -ον) [[δάκτυλος]]<br />όποιος έχει [[μήκος]], [[πλάτος]] ή [[πάχος]] ενός δακτύλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «δακτυλιαῑα μέρη τοῦ σώματος» — τα χέρια και τα πόδια.
}}
}}
{{elru
{{elru