επίσταμαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(13)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίσταμαι]] (AM)<br /><b>1.</b> [[γνωρίζω]] πώς να [[κάνω]] [[κάτι]], [[είμαι]] [[ικανός]] να ενεργήσω («[[ὅστις]] ἐπίσταιτο ᾖσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[βέβαιος]], έχω [[πεποίθηση]] («ἐπίστασθαι ὡς βουκόλου τοῡ Ἀστυάγεος εἴη παῑς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[γνωρίζω]] καλά («πολλὰ δ’ ἐπίστατο ἔργα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) [[επιστάμενος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i> (AM ἐπιστάμενος, -η, -ον)<br />α) <b>νεοελλ.</b> αυτός που γίνεται με [[γνώση]] και [[προσοχή]], [[εξονυχιστικός]] («[[επιστάμενος]] [[έλεγχος]]», «επισταμένη [[έρευνα]]»)<br />β) <b>αρχ.-μσν.</b> [[έμπειρος]], [[πεπειραμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γνωρίζω]] κάποιον («Ἀρίγνωτον γὰρ οὐδεὶς [[ὅστις]] οὐκ ἐπίσταται»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επι</i>-<i>hίσταμαι</i>, με [[απώλεια]] της δασύτητας και [[συναίρεση]] (ή [[υφαίρεση]]). Η αρχική σημ. της λέξεως [[πρέπει]] να ήταν «βρίσκομαι [[μπροστά]] σε [[κάτι]], αντιπαρατίθεμαι, [[αντιμετωπίζω]] κάποιο [[πράγμα]]» για πρακτικές [[κυρίως]] δραστηριότητες, απ’ όπου «[[λαμβάνω]] [[γνώση]] του πράγματος». Στον Όμηρο απαντά με τη σημ. «[[γνωρίζω]] πώς (να [[κάνω]] [[κάτι]]), [[είμαι]] [[ικανός]], [[είμαι]] [[έμπειρος]] σε [[κάτι]]», αργότερα [[απλώς]] «[[ξέρω]]» και, [[κυρίως]], «[[ξέρω]] [[κάτι]] ως [[γεγονός]]», για να καταλήξει στη σημ. «[[γνωρίζω]] καλά, [[είμαι]] ειδήμων» (<b>βλ.</b> και [[γιγνώσκω]]). Το ρ. [[επίσταμαι]], το οποίο λόγω της ψιλώσεως δεν αποκλείεται να έχει ιωνική [[προέλευση]], διακρίνεται από το ήδη ομηρικό <i>εφίσταμαι</i> «επιβάλλομαι, [[προΐσταμαι]], [[επιστατώ]]», τόσο στη [[μορφή]] όσο και στη [[σημασία]]. Υπετέθη, εξάλλου, η [[ίδια]] σημασιολογική [[εξέλιξη]] με το [[επίσταμαι]] για τα αρχ. άνω γερμ. <i>first</i><i>ā</i><i>n</i>, αγγλοσαξ. <i>forstandan</i>. Κατ’ άλλους, το [[ρήμα]] διασώζει αρχαίο σχηματισμό [[χωρίς]] αναδιπλασιασμό (δηλ. [[επίσταμαι]]), ενώ σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]] πρόκειται για υστερογενή ενεστώτα που προήλθε από τύπους αορ. όπως <i>επι</i>-<i>στάμενος</i>, <i>επι</i>-<i>σταίμην</i> κ.ά. Από το [[επίσταμαι]] προήλθαν και τα [[επιστητός]], [[επιστήμων]], [[επιστήμη]] με -<i>η</i>- ([[αντί]] -<i>α</i>-) αναλογικά [[προς]] τα <i>μνή</i>-<i>μη</i>, <i>φή</i>-<i>μη</i> κ.ά.].
|mltxt=[[ἐπίσταμαι]] (AM)<br /><b>1.</b> [[γνωρίζω]] πώς να [[κάνω]] [[κάτι]], [[είμαι]] [[ικανός]] να ενεργήσω («[[ὅστις]] ἐπίσταιτο ᾖσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[βέβαιος]], έχω [[πεποίθηση]] («ἐπίστασθαι ὡς βουκόλου τοῦ Ἀστυάγεος εἴη παῑς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[γνωρίζω]] καλά («πολλὰ δ’ ἐπίστατο ἔργα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) [[επιστάμενος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i> (AM ἐπιστάμενος, -η, -ον)<br />α) <b>νεοελλ.</b> αυτός που γίνεται με [[γνώση]] και [[προσοχή]], [[εξονυχιστικός]] («[[επιστάμενος]] [[έλεγχος]]», «επισταμένη [[έρευνα]]»)<br />β) <b>αρχ.-μσν.</b> [[έμπειρος]], [[πεπειραμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γνωρίζω]] κάποιον («Ἀρίγνωτον γὰρ οὐδεὶς [[ὅστις]] οὐκ ἐπίσταται»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επι</i>-<i>hίσταμαι</i>, με [[απώλεια]] της δασύτητας και [[συναίρεση]] (ή [[υφαίρεση]]). Η αρχική σημ. της λέξεως [[πρέπει]] να ήταν «βρίσκομαι [[μπροστά]] σε [[κάτι]], αντιπαρατίθεμαι, [[αντιμετωπίζω]] κάποιο [[πράγμα]]» για πρακτικές [[κυρίως]] δραστηριότητες, απ’ όπου «[[λαμβάνω]] [[γνώση]] του πράγματος». Στον Όμηρο απαντά με τη σημ. «[[γνωρίζω]] πώς (να [[κάνω]] [[κάτι]]), [[είμαι]] [[ικανός]], [[είμαι]] [[έμπειρος]] σε [[κάτι]]», αργότερα [[απλώς]] «[[ξέρω]]» και, [[κυρίως]], «[[ξέρω]] [[κάτι]] ως [[γεγονός]]», για να καταλήξει στη σημ. «[[γνωρίζω]] καλά, [[είμαι]] ειδήμων» (<b>βλ.</b> και [[γιγνώσκω]]). Το ρ. [[επίσταμαι]], το οποίο λόγω της ψιλώσεως δεν αποκλείεται να έχει ιωνική [[προέλευση]], διακρίνεται από το ήδη ομηρικό <i>εφίσταμαι</i> «επιβάλλομαι, [[προΐσταμαι]], [[επιστατώ]]», τόσο στη [[μορφή]] όσο και στη [[σημασία]]. Υπετέθη, εξάλλου, η [[ίδια]] σημασιολογική [[εξέλιξη]] με το [[επίσταμαι]] για τα αρχ. άνω γερμ. <i>first</i><i>ā</i><i>n</i>, αγγλοσαξ. <i>forstandan</i>. Κατ’ άλλους, το [[ρήμα]] διασώζει αρχαίο σχηματισμό [[χωρίς]] αναδιπλασιασμό (δηλ. [[επίσταμαι]]), ενώ σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]] πρόκειται για υστερογενή ενεστώτα που προήλθε από τύπους αορ. όπως <i>επι</i>-<i>στάμενος</i>, <i>επι</i>-<i>σταίμην</i> κ.ά. Από το [[επίσταμαι]] προήλθαν και τα [[επιστητός]], [[επιστήμων]], [[επιστήμη]] με -<i>η</i>- ([[αντί]] -<i>α</i>-) αναλογικά [[προς]] τα <i>μνή</i>-<i>μη</i>, <i>φή</i>-<i>μη</i> κ.ά.].
}}
}}