μενετός: Difference between revisions

m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1ba)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μενετός]], -ή, -όν (Α) [[μένω]]<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[αναμονή]] ή ο διατεθειμένος να περιμένει («τοῡ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί» — οι ευνοϊκές περιστάσεις του πολέμου δεν περιμένουν, <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που περιμένει, [[υπομονητικός]], [[καρτερικός]], [[μακρόθυμος]].
|mltxt=[[μενετός]], -ή, -όν (Α) [[μένω]]<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[αναμονή]] ή ο διατεθειμένος να περιμένει («τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί» — οι ευνοϊκές περιστάσεις του πολέμου δεν περιμένουν, <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που περιμένει, [[υπομονητικός]], [[καρτερικός]], [[μακρόθυμος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm