παραδειγματίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1ba)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[παράδειγμα]]<br /><b>1.</b> [[προβάλλω]] [[κάτι]] προηγούμενο ως [[παράδειγμα]] («λαβὲ πάντας τοὺς ἀρχηγοὺς τοῡ λαοῡ καὶ παραδειγμάτισον αὐτοῡς κυρίῳ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] κατανοητό με [[παράδειγμα]], [[καταδεικνύω]] [[κάτι]] με [[παράδειγμα]]<br /><b>3.</b> [[διδάσκω]] κάποιον δίνοντάς του [[παράδειγμα]] («η [[τιμωρία]] παραδειγματίζει»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τιμωρώ]] κάποιον για να σωφρονίσω και τους άλλους<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παραδειγματίζομαι</i><br />διδάσκομαι από το [[παράδειγμα]], το [[πάθημα]] ή την [[τιμωρία]] κάποιου άλλου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αποδεικνύω]] [[κάτι]] με [[παράδειγμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκθέτω]] κάποιον σε [[κοινή]] θέα για παραδειγματισμό τών άλλων, [[διαπομπεύω]].
|mltxt=ΝΑ [[παράδειγμα]]<br /><b>1.</b> [[προβάλλω]] [[κάτι]] προηγούμενο ως [[παράδειγμα]] («λαβὲ πάντας τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ λαοῡ καὶ παραδειγμάτισον αὐτοῦς κυρίῳ», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] κατανοητό με [[παράδειγμα]], [[καταδεικνύω]] [[κάτι]] με [[παράδειγμα]]<br /><b>3.</b> [[διδάσκω]] κάποιον δίνοντάς του [[παράδειγμα]] («η [[τιμωρία]] παραδειγματίζει»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τιμωρώ]] κάποιον για να σωφρονίσω και τους άλλους<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παραδειγματίζομαι</i><br />διδάσκομαι από το [[παράδειγμα]], το [[πάθημα]] ή την [[τιμωρία]] κάποιου άλλου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αποδεικνύω]] [[κάτι]] με [[παράδειγμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκθέτω]] κάποιον σε [[κοινή]] θέα για παραδειγματισμό τών άλλων, [[διαπομπεύω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm