3,277,055
edits
(30) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[παίδευσις]]) [[παιδεύω]]<br /><b>1.</b> [[εκπαίδευση]], [[αγωγή]], [[παιδεία]] («[[Έλληνας]] καλεῑσθαι | |mltxt=η (ΑΜ [[παίδευσις]]) [[παιδεύω]]<br /><b>1.</b> [[εκπαίδευση]], [[αγωγή]], [[παιδεία]] («[[Έλληνας]] καλεῑσθαι τοῦς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας μετέχοντας», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> το [[αποτέλεσμα]] της εκπαίδευσης, οι γνώσεις, η [[μόρφωση]] («οὐ ζηλῶ σε τῆς παιδεύσεως», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἡ σὴ [[παίδευσις]]» ή «ἡ ὑμετέρα [[παίδευσις]]» — [[τρόπος]] προσφώνησης ατόμων που [[είναι]] γνώστες μιας τέχνης ή μιας επιστήμης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη ρήτ.) ή [[διδασκαλία]]<br /><b>2.</b> το [[σχολείο]], το [[εκπαιδευτήριο]], ο [[χώρος]] που εκπαιδεύεται [[κάποιος]] («τὴν ἡμετέραν πόλιν Ἑλλάδος παίδευσιν [[εἶναι]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τιμωρία]]. | ||
}} | }} |