προήκω: Difference between revisions

No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἥκω]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ανώτερος]], [[υπερέχω]] («γένει τε οὐδενὸς ἐνδεὴς χρήμασί τε προήκων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> έχω προχωρήσει, έχω φθάσει («ἔχειν ἡλικίαν [[πλέον]] προήκουσαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> έχω εξέλθει («τοῡ δωματίου προήκων», Ηλιόδ.)<br /><b>4.</b> απλώνομαι [[πέρα]] από [[κάτι]], εκτείνομαι («[[προήκω]] τῆς ἄρκυος, <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=Α [[ἥκω]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ανώτερος]], [[υπερέχω]] («γένει τε οὐδενὸς ἐνδεὴς χρήμασί τε προήκων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> έχω προχωρήσει, έχω φθάσει («ἔχειν ἡλικίαν [[πλέον]] προήκουσαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> έχω εξέλθει («τοῦ δωματίου προήκων», Ηλιόδ.)<br /><b>4.</b> απλώνομαι [[πέρα]] από [[κάτι]], εκτείνομαι («[[προήκω]] τῆς ἄρκυος, <b>Ξεν.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm