3,273,446
edits
(1ba) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[περιττεύω]] ΝΜΑ και περ(ι)σσεύγω και περσεύω Ν [[περισσός]] / [[περιττός]]<br /><b>1.</b> [[πλεονάζω]], [[ξεπερνώ]] τον απαιτούμενο ή τον κανονικό αριθμό, [[μένω]] ως [[υπόλοιπο]] («μύριοί εἰσιν τὸν ἀριθμόν, εἷς δὲ περισσεύει», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] υπερεπαρκής, [[αφθονώ]], έχω [[περίσσεια]], [[είμαι]] [[υπεραρκετός]] (α. «η [[κακία]] περισσεύει στην [[εποχή]] μας» β. «τὸ ἀνδρεῑον ἐπερίττευεν αὐτῇ», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> α) «στο [[καλάθι]] δεν χωράει, στο [[κοφίνι]] του περισσεύει» — λέγεται όταν υπάρχει [[δυσκολία]] προσαρμογής σε μια [[κατάσταση]]<br />β) «του τρελού το [[σκοινί]] δεν φτάνει μονό, διπλό φτάνει και περισσεύει» — αυτός που τσιγκουνεύεται για ένα αναγκαίο [[έξοδο]], αργότερα θα χρειαστεί να ξοδέψει περισσότερα<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[περισσότερος]], αφθονότερος, αυξάνομαι, [[πληθαίνω]] (α. «η [[παίδα]] του περίσευγε και [[μπλιο]] δεν είχε [[γνώση]]», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «αἱ μὲν οὖν ἐκκλησίαι ἐστερεοῡντο καὶ ἐπερίσσευον τῷ ἀριθμῷ καθ' ἡμέραν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[μένω]] ως [[υπόλοιπο]], ως [[πλεόνασμα]], [[απομένω]] (α. «μάς περίσσεψαν αρκετά χρήματα» β. «εἴ τι περισσεύοι ἀπὸ τῶν τόκων», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> (νεοελλ. μόνο ο τ. [[περιττεύω]], αρχ. και ο τ. [[περισσεύω]]) [[είμαι]] [[περιττός]], [[πλεονάζω]] ως [[άχρηστος]], [[παρέλκω]] (α. «όταν μιλούν τα πράγματα, τα [[λόγια]] περιττεύουν» β. «τὰ μὲν περισσεύοντα τῶν λόγων ἄφες», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[ανώτερος]], έχω περισσότερα πλεονεκτήματα, [[πλεονεκτώ]], [[ξεπερνώ]] κάποιον (α. [[πάσα]] κιανείς στο δύναται τσ' άλλους να περισσεύγει», Ερωφ.<br />β. «καὶ τί ἐπερίσσευσεν ὁ [[ἄνθρωπος]] παρὰ τὸ [[κτῆνος]];», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) έχω [[κάτι]] άφθονο, έχω [[αφθονία]] από [[κάτι]] («περισσεύειν χορηγίᾳ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (μτβ. για πράγμ.) [[καθιστώ]] [[κάτι]] άφθονο, [[παρέχω]] [[κάτι]] με [[αφθονία]] («δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾱσαν [[χάριν]] περισσεῡσαι εἰς ὑμᾱς», ΚΔ)<br /><b>3.</b> (και το παθ.) <i>περισσεύομαι</i><br />παρέχομαι, δίνομαι με [[αφθονία]] («[[ὅστις]] γὰρ ἔχῃ, δοθήσεται [[αὐτῶ]] καὶ περισσευθήσεται», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[γίνομαι]] [[ανώτερος]], [[καλύτερος]] («πρὸς τὴν οἰκοδομὴν τῆς ἐκκλησίας ζητεῑται ἵνα περισσεύσητε», ΚΔ)<br /><b>5.</b> (με γεν.) [[υπερβαίνω]], [[ξεπερνώ]] κάποιον στον αριθμό ή στην [[ποσότητα]] («περιττεύουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> (το μέσ. με γεν.) έχω [[κάτι]] άφθονο, υπεραρκετό («πόσοι μίσθιοι | |mltxt=και [[περιττεύω]] ΝΜΑ και περ(ι)σσεύγω και περσεύω Ν [[περισσός]] / [[περιττός]]<br /><b>1.</b> [[πλεονάζω]], [[ξεπερνώ]] τον απαιτούμενο ή τον κανονικό αριθμό, [[μένω]] ως [[υπόλοιπο]] («μύριοί εἰσιν τὸν ἀριθμόν, εἷς δὲ περισσεύει», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] υπερεπαρκής, [[αφθονώ]], έχω [[περίσσεια]], [[είμαι]] [[υπεραρκετός]] (α. «η [[κακία]] περισσεύει στην [[εποχή]] μας» β. «τὸ ἀνδρεῑον ἐπερίττευεν αὐτῇ», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> α) «στο [[καλάθι]] δεν χωράει, στο [[κοφίνι]] του περισσεύει» — λέγεται όταν υπάρχει [[δυσκολία]] προσαρμογής σε μια [[κατάσταση]]<br />β) «του τρελού το [[σκοινί]] δεν φτάνει μονό, διπλό φτάνει και περισσεύει» — αυτός που τσιγκουνεύεται για ένα αναγκαίο [[έξοδο]], αργότερα θα χρειαστεί να ξοδέψει περισσότερα<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[περισσότερος]], αφθονότερος, αυξάνομαι, [[πληθαίνω]] (α. «η [[παίδα]] του περίσευγε και [[μπλιο]] δεν είχε [[γνώση]]», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «αἱ μὲν οὖν ἐκκλησίαι ἐστερεοῡντο καὶ ἐπερίσσευον τῷ ἀριθμῷ καθ' ἡμέραν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[μένω]] ως [[υπόλοιπο]], ως [[πλεόνασμα]], [[απομένω]] (α. «μάς περίσσεψαν αρκετά χρήματα» β. «εἴ τι περισσεύοι ἀπὸ τῶν τόκων», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> (νεοελλ. μόνο ο τ. [[περιττεύω]], αρχ. και ο τ. [[περισσεύω]]) [[είμαι]] [[περιττός]], [[πλεονάζω]] ως [[άχρηστος]], [[παρέλκω]] (α. «όταν μιλούν τα πράγματα, τα [[λόγια]] περιττεύουν» β. «τὰ μὲν περισσεύοντα τῶν λόγων ἄφες», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[ανώτερος]], έχω περισσότερα πλεονεκτήματα, [[πλεονεκτώ]], [[ξεπερνώ]] κάποιον (α. [[πάσα]] κιανείς στο δύναται τσ' άλλους να περισσεύγει», Ερωφ.<br />β. «καὶ τί ἐπερίσσευσεν ὁ [[ἄνθρωπος]] παρὰ τὸ [[κτῆνος]];», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) έχω [[κάτι]] άφθονο, έχω [[αφθονία]] από [[κάτι]] («περισσεύειν χορηγίᾳ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (μτβ. για πράγμ.) [[καθιστώ]] [[κάτι]] άφθονο, [[παρέχω]] [[κάτι]] με [[αφθονία]] («δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾱσαν [[χάριν]] περισσεῡσαι εἰς ὑμᾱς», ΚΔ)<br /><b>3.</b> (και το παθ.) <i>περισσεύομαι</i><br />παρέχομαι, δίνομαι με [[αφθονία]] («[[ὅστις]] γὰρ ἔχῃ, δοθήσεται [[αὐτῶ]] καὶ περισσευθήσεται», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[γίνομαι]] [[ανώτερος]], [[καλύτερος]] («πρὸς τὴν οἰκοδομὴν τῆς ἐκκλησίας ζητεῑται ἵνα περισσεύσητε», ΚΔ)<br /><b>5.</b> (με γεν.) [[υπερβαίνω]], [[ξεπερνώ]] κάποιον στον αριθμό ή στην [[ποσότητα]] («περιττεύουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> (το μέσ. με γεν.) έχω [[κάτι]] άφθονο, υπεραρκετό («πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύονται ἄρτων;», ΚΔ)<br /><b>7.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ περισσεῡον</i><br />το [[περίσσευμα]] («ἦραν τὸ περισσεῡον τῶν κλασμάτων», ΚΔ)<br /><b>8.</b> [[ενεργώ]], [[κάνω]] ώστε να προάγεται [[κάποιος]], [[προάγω]] («ὑμᾱς δὲ Κύριος πλεονάσαι καὶ περισσεῡσαι τῇ ἀγάπῃ», ΚΔ)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> βρίσκομαι σε πλεονεκτική [[θέση]], [[πλεονεκτώ]] («[[οὔτε]] γὰρ ἐὰν φάγωμεν περισσευόμεθα, [[οὔτε]] ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα», ΚΔ)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[περισσεύω]] τὰς ὥρας» — [[επιμηκύνω]] τις ώρες<br />β) «[[περισσεύω]] μᾱλλον» — προάγομαι, [[προοδεύω]], [[προκόβω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |