πιστευτικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1ba)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πιστεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δείχνει [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον, [[εύπιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εμπνέει [[εμπιστοσύνη]] («ἡ ῥητορικὴ... πειθοῡς [[δημιουργός]] ἐστι πιστευτικῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πιστευτικόν</i><br />το να δείχνει [[κανείς]] [[εμπιστοσύνη]] («τὸ εὔελπι καὶ τὸ πιστευτικὸν περὶ τοῡ ὑπὸ τῶν [[φίλων]] φιλεῑσθαι», Μ. Αυρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πιστευτικῶς</i> ΜΑ<br /><b>1.</b> με [[εμπιστοσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με τρόπο που εμπνέει [[εμπιστοσύνη]] («πιθανῶς καὶ πιστευτικῶς», Iουστ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πιστευτικῶς ἔχω τινί» — έχω [[εμπιστοσύνη]], στηρίζομαι σε κάποιον.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πιστεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δείχνει [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον, [[εύπιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εμπνέει [[εμπιστοσύνη]] («ἡ ῥητορικὴ... πειθοῡς [[δημιουργός]] ἐστι πιστευτικῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πιστευτικόν</i><br />το να δείχνει [[κανείς]] [[εμπιστοσύνη]] («τὸ εὔελπι καὶ τὸ πιστευτικὸν περὶ τοῦ ὑπὸ τῶν [[φίλων]] φιλεῑσθαι», Μ. Αυρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πιστευτικῶς</i> ΜΑ<br /><b>1.</b> με [[εμπιστοσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με τρόπο που εμπνέει [[εμπιστοσύνη]] («πιθανῶς καὶ πιστευτικῶς», Iουστ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πιστευτικῶς ἔχω τινί» — έχω [[εμπιστοσύνη]], στηρίζομαι σε κάποιον.
}}
}}
{{lsm
{{lsm