3,274,754
edits
(1b) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προσέχω]]<br /><b>1.</b> η [[προσήλωση]] του νου σε [[κάτι]] («προσοχὴ | |mltxt=η, ΝΜΑ [[προσέχω]]<br /><b>1.</b> η [[προσήλωση]] του νου σε [[κάτι]] («προσοχὴ ἀκροατοῦ τῷ λέγοντι», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[φροντίδα]], [[επιμέλεια]] («μετέφερε όλες τις αποσκευές με [[προσοχή]]»)<br /><b>3.</b> [[πρόνοια]], [[προφύλαξη]] ή και [[επαγρύπνηση]] για την [[αποφυγή]] κάποιου ανεπιθύμητου πράγματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> [[επικέντρωση]] ή [[προσήλωση]] της συνείδησης σε ένα συγκεκριμένο [[αντικείμενο]], νοητό ή αισθητό, σε βαθμό που άλλα ερεθίσματα να μη μπορούν να τήν αποσπάσουν από αυτό<br /><b>2.</b> <b>η κλητ.</b> [[προσοχή]]!</i> α) (ως επιφών.) να είσαι [[προσεκτικός]], πρόσεχε!<br />β) (αθλ. -στρ.) [[παράγγελμα]] σε [[εκτέλεση]] του οποίου οι γυμναζόμενοι ή οι στρατιωτικοί διατηρούν το [[σώμα]] τους ακίνητο σε όρθια [[στάση]] με τα χέρια κολλημένα στο [[σώμα]] και τα πέλματα τών ποδιών ενωμένα στις φτέρνες<br /><b>αρχ.</b><br />η [[προσέγγιση]] πλοίου στην [[ξηρά]], [[προσόρμιση]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |