ποτέ: Difference between revisions

No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1b)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 18: Line 18:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και διαλ. τ. ποτές, και ιων. τ. [[κοτέ]] και δωρ. τ. [[ποκά]] και αιολ. τ. ποτά Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>)<br /><b>1.</b> α) (χρον. και με αρνητική σημ.) [[ούτε]] [[σήμερα]], [[ούτε]] [[αύριο]], [[ούτε]] [[άλλη]] [[μέρα]], σε [[καμιά]] [[περίπτωση]], [[ουδέποτε]] («δεν θα τον ξαναδώ [[ποτέ]]»)<br />β) (προκειμένου να δηλωθεί χρονική [[διάρκεια]]) [[μέχρι]] [[τώρα]] («[[είναι]] ο [[χειρότερος]] [[άνθρωπος]] που γνώρισα [[ποτέ]]»)<br />γ) (αορστλ. και σχετικά με το [[μέλλον]]) [[κάποτε]] («αν [[ποτέ]] ξαναϊδωθούμε»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ποτέ]] τών ποτών» — σε [[καμιά]] [[περίπτωση]]<br />θ) «του αγίου Ποτέ»<br />(με ειρωνική σημ.) [[ουδέποτε]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως αορστλ. εγκλιτ. [[μόριο]]) Ι. ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. [[κάποτε]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με το [[παρελθόν]]) μια [[φορά]] και, [[ιδίως]] σε αφηγήσεις, μια [[φορά]] και έναν καιρό («οὕτω ποτ' ἦν μῡς καὶ [[γαλῆ]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με το [[μέλλον]]) [[κατά]] τη [[διάρκεια]] ενός χρονικού διαστήματος («οὐκ ἔστ' ἀδελφὸς [[ὅστις]] ἂν βλάστοι [[ποτέ]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με το [[παρελθόν]] ή το [[μέλλον]] και προκειμένου να δηλωθεί θερμή [[επιθυμία]] ή και [[ανυπομονησία]]) τελοσπάντων, επιτέλους («εὔχεταί ποτε οἶκον [[ἰδεῖν]]», <b>Πίνδ.</b>)<br />II. ΣΥΝΤΑΞΗ: 1. ([[συχνά]] απαντά σε [[συνεκφορά]] με αναφορικά όπως: [[ὅστις]] [[ποτέ]], [[ὅστις]] [[δήποτε]], [[ὅστις]] δηποτοῡν</i>, [[ὅποι]] [[ποτέ]], [[ὅπου]] ποτὲ</i> στα οποία προσδίδει αορστλ. σημ.) [[οποιοσδήποτε]], [[οπουδήποτε]]<br /><b>2.</b> πολλές φορές απαντά σε ερωτηματικές φράσεις επιτείνοντας τη [[σημασία]] τους («οὐκ ἐξερεῑς [[ποτέ]];», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[συχνά]] απαντά στην [[αρχή]] προτάσεων, που συνδέονται [[κατά]] [[παράταξη]], [[μαζί]] με τους αντιθετικούς <i>μέν</i>, <i>δέ</i>) [[ποτέ]] μέν</i>... [[ποτέ]] δέ</i><br />[[άλλοτε]] μεν... [[άλλοτε]] δε («ἢ ποτὲ μὲν ἀληθῆ, ποτὲ δὲ ψευδῆ;», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (σε [[συνεκφορά]] με το <i>ἀεί</i> προκειμένου να επιτείνει τη [[σημασία]] του) <i>ἀεί ποτε</i> ή και <i>ἀεί δή ποτε</i><br />[[πάντοτε]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ποτὲ καὶ [[ἄλλοτε]]» — [[άλλοτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για τον σχηματισμό του τ. <b>βλ. λ.</b> [[πότε]] και <i>πο</i>-].
|mltxt=ΝΜΑ, και διαλ. τ. ποτές, και ιων. τ. [[κοτέ]] και δωρ. τ. [[ποκά]] και αιολ. τ. ποτά Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>)<br /><b>1.</b> α) (χρον. και με αρνητική σημ.) [[ούτε]] [[σήμερα]], [[ούτε]] [[αύριο]], [[ούτε]] [[άλλη]] [[μέρα]], σε [[καμιά]] [[περίπτωση]], [[ουδέποτε]] («δεν θα τον ξαναδώ [[ποτέ]]»)<br />β) (προκειμένου να δηλωθεί χρονική [[διάρκεια]]) [[μέχρι]] [[τώρα]] («[[είναι]] ο [[χειρότερος]] [[άνθρωπος]] που γνώρισα [[ποτέ]]»)<br />γ) (αορστλ. και σχετικά με το [[μέλλον]]) [[κάποτε]] («αν [[ποτέ]] ξαναϊδωθούμε»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ποτέ]] τών ποτών» — σε [[καμιά]] [[περίπτωση]]<br />θ) «του αγίου Ποτέ»<br />(με ειρωνική σημ.) [[ουδέποτε]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως αορστλ. εγκλιτ. [[μόριο]]) Ι. ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. [[κάποτε]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με το [[παρελθόν]]) μια [[φορά]] και, [[ιδίως]] σε αφηγήσεις, μια [[φορά]] και έναν καιρό («οὕτω ποτ' ἦν μῡς καὶ [[γαλῆ]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με το [[μέλλον]]) [[κατά]] τη [[διάρκεια]] ενός χρονικού διαστήματος («οὐκ ἔστ' ἀδελφὸς [[ὅστις]] ἂν βλάστοι [[ποτέ]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με το [[παρελθόν]] ή το [[μέλλον]] και προκειμένου να δηλωθεί θερμή [[επιθυμία]] ή και [[ανυπομονησία]]) τελοσπάντων, επιτέλους («εὔχεταί ποτε οἶκον [[ἰδεῖν]]», <b>Πίνδ.</b>)<br />II. ΣΥΝΤΑΞΗ: 1. ([[συχνά]] απαντά σε [[συνεκφορά]] με αναφορικά όπως: [[ὅστις]] [[ποτέ]], [[ὅστις]] [[δήποτε]], [[ὅστις]] δηποτοῦν</i>, [[ὅποι]] [[ποτέ]], [[ὅπου]] ποτὲ</i> στα οποία προσδίδει αορστλ. σημ.) [[οποιοσδήποτε]], [[οπουδήποτε]]<br /><b>2.</b> πολλές φορές απαντά σε ερωτηματικές φράσεις επιτείνοντας τη [[σημασία]] τους («οὐκ ἐξερεῑς [[ποτέ]];», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[συχνά]] απαντά στην [[αρχή]] προτάσεων, που συνδέονται [[κατά]] [[παράταξη]], [[μαζί]] με τους αντιθετικούς <i>μέν</i>, <i>δέ</i>) [[ποτέ]] μέν</i>... [[ποτέ]] δέ</i><br />[[άλλοτε]] μεν... [[άλλοτε]] δε («ἢ ποτὲ μὲν ἀληθῆ, ποτὲ δὲ ψευδῆ;», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (σε [[συνεκφορά]] με το <i>ἀεί</i> προκειμένου να επιτείνει τη [[σημασία]] του) <i>ἀεί ποτε</i> ή και <i>ἀεί δή ποτε</i><br />[[πάντοτε]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ποτὲ καὶ [[ἄλλοτε]]» — [[άλλοτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για τον σχηματισμό του τ. <b>βλ. λ.</b> [[πότε]] και <i>πο</i>-].
}}
}}
{{elru
{{elru