3,273,834
edits
(1b) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και προσλαβαίνω Ν<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]] επί [[πλέον]], [[παίρνω]], [[αποκτώ]] [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[παίρνω]] κάποιον στην [[υπηρεσία]] μου ή [[παίρνω]] κάποιον ως βοηθό μου ή ως συνεργάτη (α. «τον προσέλαβα ως γραμματέα μου» β. «μισθοφόρους τινὰς [[αὐτόθεν]] προσλαβόμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> περιβάλλομαι με [[μορφή]], [[ιδίως]] εξωτερική, [[παίρνω]] μια [[άλλη]] [[ιδιότητα]] (α. «η [[πόλη]] προσέλαβε όψη πανηγυρική» β. «το [[χόρτο]], όταν ξεραίνεται, προσλαμβάνει κίτρινο [[χρώμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «προσλαμβάνουσες παραστάσεις»<br /><b>(ψυχολ.)</b> παραστάσεις που υπάρχουν ήδη στη [[συνείδηση]] και συντελούν στην [[πρόσληψη]] και [[αφομοίωση]] ανάλογων νέων παραστάσεων<br /><b>μσν.</b><br />[[παίρνω]] [[κάτι]] από κάποιον [[άλλο]] («ἡ [[σελήνη]] [[φέγγος]] [[ἴδιον]] οὐκ ἔχει, ἀλλ' ἀπὸ | |mltxt=ΝΜΑ, και προσλαβαίνω Ν<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]] επί [[πλέον]], [[παίρνω]], [[αποκτώ]] [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[παίρνω]] κάποιον στην [[υπηρεσία]] μου ή [[παίρνω]] κάποιον ως βοηθό μου ή ως συνεργάτη (α. «τον προσέλαβα ως γραμματέα μου» β. «μισθοφόρους τινὰς [[αὐτόθεν]] προσλαβόμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> περιβάλλομαι με [[μορφή]], [[ιδίως]] εξωτερική, [[παίρνω]] μια [[άλλη]] [[ιδιότητα]] (α. «η [[πόλη]] προσέλαβε όψη πανηγυρική» β. «το [[χόρτο]], όταν ξεραίνεται, προσλαμβάνει κίτρινο [[χρώμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «προσλαμβάνουσες παραστάσεις»<br /><b>(ψυχολ.)</b> παραστάσεις που υπάρχουν ήδη στη [[συνείδηση]] και συντελούν στην [[πρόσληψη]] και [[αφομοίωση]] ανάλογων νέων παραστάσεων<br /><b>μσν.</b><br />[[παίρνω]] [[κάτι]] από κάποιον [[άλλο]] («ἡ [[σελήνη]] [[φέγγος]] [[ἴδιον]] οὐκ ἔχει, ἀλλ' ἀπὸ τοῦ ἡλίου προσλαμβάνει», Εύδοξ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποδέχομαι]], [[παραδέχομαι]]<br /><b>2.</b> (σε [[συζήτηση]]) [[υποθέτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποκτώ]] και άλλες γνώσεις, [[μαθαίνω]] («ἃ δὲ μὴ μεμάθηκας προσλάμβανε ταῑς ἐπιστήμαις», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] με το [[μέρος]] μου, [[προσεταιρίζομαι]] κάποιον («[[ὅπως]] καταλύσωσι τὸν δῆμον, προσλαβόντας τινὰς τῶν πολιτῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(λογ.)</b> α) [[κάνω]] μια επί [[πλέον]] [[παραδοχή]] («προσλαμβάνειν ὅρους», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) [[δέχομαι]] την ελάσσονα [[πρόταση]] του συλλογισμού<br /><b>4.</b> δανείζομαι<br /><b>5.</b> [[κρατώ]], [[πιάνω]] [[κάτι]]<br /><b>6.</b> [[στερεώνω]], [[σφίγγω]]<br /><b>7.</b> [[συμμετέχω]] και εγώ σε μια [[πράξη]], [[γίνομαι]] [[συνεργός]], [[βοηθώ]]<br /><b>8.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προσλαμβάνομαι</i><br />α) [[έρχομαι]] σε στενή [[επαφή]] με [[κάτι]], [[δέχομαι]] την [[επίδραση]]<br />β) συγκρατούμαι από [[κάτι]]<br />γ) [[είμαι]] καλυμμένος από [[κάτι]]<br />δ) [[γίνομαι]] [[δεκτός]] [[κάπου]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |