3,274,216
edits
(1b) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ους, το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> καθένα από τα [[κάτω]] [[άκρα]] του ανθρώπου ή τα [[πίσω]] πόδια του ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την [[κνήμη]] και το [[άκρο]] [[πόδι]] που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. | |mltxt=-ους, το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> καθένα από τα [[κάτω]] [[άκρα]] του ανθρώπου ή τα [[πίσω]] πόδια του ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την [[κνήμη]] και το [[άκρο]] [[πόδι]] που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ<br />γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ ἰσχία πρὸς τὴν γῆν ἐρείσας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] που μοιάζει με [[πόδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθένα από τα δύο όμοια ή αντίστοιχα μέρη που συνθέτουν ένα [[σύνολο]] (α. «σκέλη διαβήτη» β. «σκέλη γωνίας» γ. «το πρώτο [[σκέλος]] του προβλήματος» δ. «[[σκέλος]] προϋπολογισμού» — καθένα από τα δύο αντίστοιχα κεφάλαια του προϋπολογισμού, δηλ. τών εσόδων ή τών εξόδων)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σκέλη τών νομέων»<br /><b>ναυτ.</b> καθένα από τα συμμετρικά τμήματα τών νομέων από τη μια και από την [[άλλη]] [[πλευρά]] της τρόπιδας<br />β) «σκέλη θωρακίων ή διζύγων» — ξύλινα τεμάχια [[πάνω]] στα οποία στηρίζονται τα θωράκια ή τα δίζυγα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τμήμα]] οχυρώματος ή τείχους που συνδέει άλλα μεγαλύτερα τμήματα<br /><b>2.</b> ο [[πλάγιος]] [[τοίχος]] ναού ή άλλου οικοδομήματος («νοτίνου σκέλους Ἑρμοῡ πόλεως», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[πλάγιος]] [[πάσσαλος]] ή [[υποστήριγμα]] μηχανής<br /><b>4.</b> το [[άκρο]] χειρουργικού επιδέσμου<br /><b>5.</b> τα [[άκρα]] περσικής καλύπτρας<br /><b>6.</b> καθένα από τα μέρη μιας περιόδου<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ σκέλη</i><br /><b>μτφ.</b> α) τα δύο μακρά τείχη που συνέδεαν την Αθήνα με τον Πειραιά<br />β) τα μακρά τείχη [[μεταξύ]] Μεγάρων και Νίκαιας<br />γ) τα μακρά τείχη [[μεταξύ]] Κορίνθου και Λεχαίου<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπὶ [[σκέλος]] χωρεῑν» ή «ἐπὶ σκέλους ἀνάγειν»<br /><b>στρ.</b> [[υποχωρώ]] έχοντας το [[πρόσωπο]] στραμμένο [[προς]] τον εχθρό, [[υποχωρώ]] με [[τάξη]]<br />β) «[[κατά]] [[σκέλος]] βαδίζειν» — λεγόταν για το [[λιοντάρι]] και την [[καμήλα]], [[επειδή]] βαδίζουν κινώντας το [[πίσω]] [[πόδι]] [[μαζί]] με το μπροστινό στην [[ίδια]] [[πλευρά]] και όχι σταυροειδώς, όπως τα περισσότερα [[τετράποδα]]<br />γ) «παρὰ [[σκέλος]] ἀπαντᾷ» — κόβει τον δρόμο κάποιου, εναντιώνεται σε κάποιον<br />δ) «πράγματα ἐπὶ θατέρου σκέλους ἑστῶτα» — πράγματα πολύ επισφαλή, που βρίσκονται σε κακή [[κατάσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>kel</i>- «[[κάμπτω]], [[ακουμπώ]], [[κυρτός]]» (<b>βλ.</b> και λ. <i>κώλο</i>[[ν]]), η οποία, ειδικά για περιγραφές μελών σώματος, δηλώνει το [[σημείο]] σύνδεσης, άρθρωσης δύο μελών, που μπορεί να στρίβει και να λυγίζει εύκολα. Επομένως, η λ. [[σκέλος]] «το [[κάτω]] [[άκρο]] από τον γοφό ώς τα δάκτυλα» θα [[πρέπει]] να δήλωνε αρχικά το [[μέλος]] του σώματος που αποτελείται από τον μηρό και τη [[γάμπα]], τα οποία συνδέονται στο [[γόνατο]]. Η λ. [[σκέλος]] συνδέεται με τα αρχ. άνω γερμ. <i>scelah</i> «[[στραβός]]», αγγλοσαξ. <i>sceolh</i> «[[στρεβλός]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>shelve</i> «[[λυγίζω]], [[γέρνω]]»), αλβαν. <i>tschale</i> «[[χωλός]]» και θα μπορούσε πιθ. να θεωρηθεί αντίστοιχη με το λατ. <i>scelus</i> «ανόσιο [[έργο]]», αν γίνει [[δεκτή]] μια αρχική σημ. «[[πράξη]] στραβή, άδικη» για τη λατ. λ. (για τη σημασιολογική αυτή [[εξέλιξη]] <b>πρβλ.</b> και λ. [[σκολιός]]). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. <i>kerea</i><sub>2</sub>, ο [[οποίος]] αναφέρεται στα πόδια ενός τρίποδα.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[σκελέα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκελίσκος]], [[σκελλός]], [[σκελύδριον]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σκελίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[σκελοτύρβη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκελεαγής]], [[σκελόδεσμον]], [[σκελοκοπία]], [[σκελοκοπούμαι]], [[σκελοπέδη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκελαλγία]]. (Β' συνθετικό) [[ανισοσκελής]], [[ασκελής]] (ΙΙ), [[βαρυσκελής]], [[ετεροσκελής]], [[ισοσκελής]], [[μακροσκελής]], [[μονοσκελής]], [[ραιβοσκελής]], [[τρισκελής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βραδυσκελής]], [[βραχυσκελής]], [[εξασκελής]], [[ιμαντοσκελής]], [[ιπποσκελής]], [[ισχνοσκελής]], [[κακοσκελής]], [[λεπτοσκελής]], [[μικροσκελής]], [[οκτασκελής]], [[ομοιοσκελής]], [[παρασκελής]], [[παχυσκελής]], [[περισκελής]] (II), [[τετρασκελής]], [[τραγοσκελής]], [[υγροσκελής]], [[υπερσκελής]], [[φοινικοσκελής]], [[χαλκοσκελής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γυμνοσκελής]], [[δισκελής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |