δυσ-: Difference between revisions

1,223 bytes added ,  2 October 2019
1b
m (Text replacement - "[snull ]" to "ṣ")
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=αρχαίο αχώριστο [[πρόθεμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>dus</i>-, <i>dur</i>-, αβ. <i>duš</i>, <i>duž</i>, γοτθ. <i>tuz</i>-<i>werjan</i> «[[αμφιβάλλω]]», αγγλοσαξ. <i>tor</i>-, αρχ. άνω γερμ. <i>zur</i>, αρχ. ιρλ. <i>du</i>-, <i>do</i>-, αρμ. <i>t</i>-) που ανάγεται σε IE <i>dus</i>- «[[κακό]]» (<b>βλ. λ.</b> [[δεύομαι]]). Το [[πρόθεμα]] με αρχική [[σημασία]] «[[κακό]]», [[έλλειψη]]» προσέλαβε αργότερα και στερητική [[λειτουργία]]. Αντιτίθεται στο <i>ευ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ευμενής]]-[[δυσμενής]]) και επιτελεί ποικίλες λειτουργίες στη [[σύνθεση]]<br />επιτείνει τη [[σημασία]] μιας ήδη κακόσημης λ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσαλγής]]), μεταβάλλει αρνητικά τη [[σημασία]] ενός τ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσσεβής]]) και σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται στη [[θέση]] του στερητικού μορίου <i>α</i>(<i>ν</i>)- (<b>[[πρβλ]].</b> [[δύσαγνος]], <i>δυσκελής</i>, [[δυστυχής]]), [[χωρίς]] όμως [[πάντα]] να υπάρχει [[ακριβής]] σημασιολογική [[αντιστοιχία]] [[ανάμεσα]] σε [[σύνθετα]] του <i>δυσ</i>- και του <i>α</i>(<i>ν</i>)<br />(<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσγενής]]-[[αγενής]], [[δυστυχής]]-[[ατυχής]]). Λειτουργεί [[επίσης]] επιτατικά σε [[σύνθετα]] που έχουν ήδη στερητική [[σημασία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσάμμορος]], [[δυσάνολβος]]). Τα [[σύνθετα]] του <i>δυσ</i>-, που ξεπερνούν τα [[χίλια]], απαντούν τόσο στον ποιητικό λόγο ως εκφραστικοί τύποι και ως νεωτερισμοί (<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσαριστοτόκεια]] «[[δυστυχής]] [[μητέρα]] ενός ήρωα»), όσο και στον πεζό (<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσεντερία]]). Τέλος συντίθεται με λέξεις ήδη σύνθετες με προθέσεις (<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσέκφευκτος]], [[δυσεπιχείρητος]], [[δυσκατάπαυστος]], [[δυσπρόσβατος]])].
|mltxt=αρχαίο αχώριστο [[πρόθεμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>dus</i>-, <i>dur</i>-, αβ. <i>duš</i>, <i>duž</i>, γοτθ. <i>tuz</i>-<i>werjan</i> «[[αμφιβάλλω]]», αγγλοσαξ. <i>tor</i>-, αρχ. άνω γερμ. <i>zur</i>, αρχ. ιρλ. <i>du</i>-, <i>do</i>-, αρμ. <i>t</i>-) που ανάγεται σε IE <i>dus</i>- «[[κακό]]» (<b>βλ. λ.</b> [[δεύομαι]]). Το [[πρόθεμα]] με αρχική [[σημασία]] «[[κακό]]», [[έλλειψη]]» προσέλαβε αργότερα και στερητική [[λειτουργία]]. Αντιτίθεται στο <i>ευ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ευμενής]]-[[δυσμενής]]) και επιτελεί ποικίλες λειτουργίες στη [[σύνθεση]]<br />επιτείνει τη [[σημασία]] μιας ήδη κακόσημης λ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσαλγής]]), μεταβάλλει αρνητικά τη [[σημασία]] ενός τ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσσεβής]]) και σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται στη [[θέση]] του στερητικού μορίου <i>α</i>(<i>ν</i>)- (<b>[[πρβλ]].</b> [[δύσαγνος]], <i>δυσκελής</i>, [[δυστυχής]]), [[χωρίς]] όμως [[πάντα]] να υπάρχει [[ακριβής]] σημασιολογική [[αντιστοιχία]] [[ανάμεσα]] σε [[σύνθετα]] του <i>δυσ</i>- και του <i>α</i>(<i>ν</i>)<br />(<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσγενής]]-[[αγενής]], [[δυστυχής]]-[[ατυχής]]). Λειτουργεί [[επίσης]] επιτατικά σε [[σύνθετα]] που έχουν ήδη στερητική [[σημασία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσάμμορος]], [[δυσάνολβος]]). Τα [[σύνθετα]] του <i>δυσ</i>-, που ξεπερνούν τα [[χίλια]], απαντούν τόσο στον ποιητικό λόγο ως εκφραστικοί τύποι και ως νεωτερισμοί (<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσαριστοτόκεια]] «[[δυστυχής]] [[μητέρα]] ενός ήρωα»), όσο και στον πεζό (<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσεντερία]]). Τέλος συντίθεται με λέξεις ήδη σύνθετες με προθέσεις (<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσέκφευκτος]], [[δυσεπιχείρητος]], [[δυσκατάπαυστος]], [[δυσπρόσβατος]])].
}}
{{FriskDe
|ftr='''δυσ-''': {dus-}<br />'''Grammar''': untrennbares Präfix<br />'''Meaning''': [[miß-]], [[übel-]], [[un-]] (seit Il.). Einzelheiten über Bedeutung und Gebrauch bei Schwyzer 432, Wackernagel Syntax 2, 295ff.<br />'''Etymology''' : Altererbtes Element, das auch im Indoiranischen (aind. ''duṣ''-, ''dur''-, aw. ''duš''-, ''duž''-) stark produktiv war. Einzelne Komposita sind in beiden Sprachzweigen zu belegen wie [[δυσμενής]] = aind. ''dur''-''mánas''-, aw. ''duš''-''manah''-; s. auch zu [[δύστηνος]]. Auch in anderen Sprachen lebt das Präfix weiter, so im Germanischen (got. ''tuz''-''werjan'' [[zweifeln]], awno. ags. ''tor''-, ahd. ''zur''-), im Keltischen (air. ''du''-, ''do''-), im Armenischen (''t''-, z. B. ''t''-''gēt'' [[unwissend]]). Ob ebenfalls lat. ''dif''-''ficilis'' als *''dus''-''fac''. zu erklären ist (Wackernagel a. a. O.), bleibt offen. Auch das slav. Wort für [[Regen]], aksl. ''dъždь'', russ. ''doždь'' usw. wird von vielen Forschern hierher gezogen, aber schwerlich mit Recht; s. Vasmer Russ. et. Wb. s. v. m. Lit. — Idg. *''dus''- wird gewöhnlich mit [[δεύομαι]] [[ermangeln]] (s. 2. [[δέω]]) verbunden.<br />'''Page''' 1,425
}}
}}