3,274,214
edits
(c2) |
|||
(34 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=τεχνῑ́της | ||
|Medium diacritics=τεχνίτης | |Medium diacritics=τεχνίτης | ||
|Low diacritics=τεχνίτης | |Low diacritics=τεχνίτης | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=technitis | |Transliteration C=technitis | ||
|Beta Code=texni/ths | |Beta Code=texni/ths | ||
|Definition= | |Definition=τεχνίτου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[artificer]], [[craftsman]], opp. [[γεωργός]], X.''Oec.''6.6, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1262b26, al.; opp. [[ῥήτωρ]], Emp. ap. [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sens.''11; of a potter, ''PCair.Zen.''500.2,3 (iii B.C.); τεχνῖται οἱ χρήσιμόν τι ποιεῖν ἐπιστάμενοι, opp. οἱ [[ἐλευθερίως]] [[πεπαιδευμένος|πεπαιδευμένοι]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.7.4,5, cf. ''Act.Ap.''19.24: metaph., πόλις ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ θεός ''Ep.Hebr.''11.10, cf. [[LXX]] ''Wi.''13.1.<br><span class="bld">II</span> one who [[do]]es or [[handle]]s a thing by the [[rule]]s of [[art]], [[skilled workman]], opp. [[ἄτεχνος]], Pl.''Sph.''219a, cf. Hp.''VM''4, Arist.''Rh.''1397b23, Gal.6.155, 18(2).245; opp. [[ἰδιώτης]], Id.6.204; opp. ὁ [[ἔμπειρος]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''981b31; c. gen. rei, [[τεχνίτης τῶν πολεμικῶν]] = [[skilled in war]], [[professional soldier]]... X.''Lac.''13.5; also [[οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τεχνίται]] = [[persons versed in religious practices]], Id.''Cyr.''8.3.11; [[ἄνθρωπος]] τεχνίτης λόγων, as a [[sneer]], Aeschin.1.170; [[οἱ Διονυσιακοὶ τεχνῖται]] or [[οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τεχνῖται]] = [[theatrical artists]], [[musician]]s as well as [[actor]]s, D. 19.192 (where τεχνίτης alone), Arist.''Rh.''1405a24, ''Pr.''956b11, ''SIG''399.12 (Amphict. Delph., iii B.C.), ''CIG''2619, al. (Cyprus), ''OGI''50 (Egypt, iii B.C.), Plb.16.21.8, Posidon.36 J., etc.; so perhaps in [[οἷος τεχνίτης παραπόλλυμαι]] = [[as what kind of artist do I perish]], [[what an artist dies in me]], Lat. [[qualis artifex pereo]] ([[Nero]]'s last words), D.C.63.29.<br><span class="bld">III</span> [[trickster]], [[intriguer]], Luc.''DMort.''13.5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> [[artisan]];<br /><b>II.</b> artiste, <i>particul.</i><br /><b>1</b> [[habile artiste]] ; <i>p. ext.</i> qui s'entend à, habile en : τῶν πολεμικῶν XÉN qui s'entend aux choses de la guerre ; οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τεχνῖται XÉN les personnes versées dans les pratiques religieuses;<br /><b>2</b> [[comédien]] ; <i>en mauv. part</i> [[fourbe]], [[charlatan]].<br />'''Étymologie:''' [[τέχνη]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῑ], ὁ, <i>der [[Künstler]], [[Verfertiger]]</i>, überhaupt <i>Jeder, der eine [[Sache]] aus dem Grunde versteht, sie [[wissenschaftlich]] od. [[kunstgemäß]] [[behandelt]]</i>; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[ἄτεχνος]], Plat. <i>Soph</i>. 219a; ἀθλητῶν καὶ τῶν ἄλλων τεχνιτῶν, <i>Alc. II</i>, 145e; [[ἄνθρωπος]] [[τεχνίτης]] λόγων, Aesch. 1.170; οἱ περὶ τοὺς θεούς, <i>[[Wahrsager]]</i> und dgl., Xen. <i>Cyr</i>. 8.3.11; τεχνῖταί εἰσιν οἱ χρήσιμόν τι ποιεῖν ἐπιστάμενοι, Xen. <i>Mem</i>. 2.7.5, und [[öfter]], und Folgde; – τεχνῖται Διονυσιακοί oder τεχνῖται περὶ τὸν Διόνυσον, <i>theatralische [[Künstler]]</i>, Pol. 15.21.8, vgl. 6.47.8 und Plut. <i>qu.Rom</i>. 107. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τεχνίτης:''' ου (ῑ) ὁ<br /><b class="num">1</b> [[ремесленник]] (οἱ γεωργοὶ καὶ τεχνῖται Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[мастер]], [[знаток]] Plat., Arst.: τ. τινός и περί τι Xen. знаток чего-л.; τεχνῖται Διονυσιακοί Arst. или περὶ τὸν Διόνυσον Polyb., Plut. театральные мастера, актеры;<br /><b class="num">3</b> [[ловкач]], [[хитрец]] Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεχνίτης''': [ῑ], -ου, ὡς καὶ νῦν, ὁ μετερχόμενος τέχνην τινά, [[χειρῶναξ]], ἐπιτηδευματίας, «μάστορης», γεωργὸς Ξεν. Οἰκ. 6. 6, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 4, 9, κ. ἀλλ.· τεχνῖται οἱ χρήσιμόν τι ποιεῖν ἐπιστάμενοι, ᾧ ἀντίκειται ὁ ἐλευθερίως πεπαιδευμένος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 4 καὶ 5. ΙΙ. ὁ ἐκτελῶν ἢ χειριζόμενός τι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, δεξιὸς [[ἐργάτης]], ἀντίθετον τῷ ἄτεχνος, Πλάτ. Σοφ. 219Α, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 23, 3, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9· τῷ ὁ [[ἔμπειρος]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 10· ― | |lstext='''τεχνίτης''': [ῑ], -ου, ὡς καὶ νῦν, ὁ μετερχόμενος τέχνην τινά, [[χειρῶναξ]], ἐπιτηδευματίας, «μάστορης», γεωργὸς Ξεν. Οἰκ. 6. 6, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 4, 9, κ. ἀλλ.· τεχνῖται οἱ χρήσιμόν τι ποιεῖν ἐπιστάμενοι, ᾧ ἀντίκειται ὁ ἐλευθερίως πεπαιδευμένος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 4 καὶ 5. ΙΙ. ὁ ἐκτελῶν ἢ χειριζόμενός τι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, δεξιὸς [[ἐργάτης]], ἀντίθετον τῷ ἄτεχνος, Πλάτ. Σοφ. 219Α, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 23, 3, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9· τῷ ὁ [[ἔμπειρος]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 10· ― μετὰ γεν. πράγμ., τ. τῶν πολεμικῶν, πεπειραμένος εἰς..., Ξεν. Λακ. 13, 5· [[ὡσαύτως]], οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τ., ἄνθρωποι ἀσχολούμενοι περὶ τὰς θρησκευτικὰς τελετὰς καὶ συνηθείας, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 3, 11· τ. λόγων, ὡς [[σκῶμμα]], Αἰσχίν. 24. 19· ― οἱ Διονυσιακοὶ τεχνῖται ἢ οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τ., θεατρικοὶ τεχνῖται, μουσικοί τε καὶ ὑποκριταί, Δημ., 401. 14, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10, Προβλ. 30. 10, [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 212D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2619, -20, κ. ἀλλ., Πολύβ. 16. 21, 8. ΙΙΙ. [[δολοπλόκος]], [[ῥᾳδιουργός]], Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 13. 5. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 20: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=τεχνίτου, ὁ ([[τέχνη]]), from [[Sophocles]] (?), [[Plato]]), [[Xenophon]] | |txtha=τεχνίτου, ὁ ([[τέχνη]]), from [[Sophocles]] (?), [[Plato]]), [[Xenophon]] down, the Sept. [[several]] times for חָרָשׁ, an [[artificer]], [[craftsman]]: Trench, Synonyms, § cv.; Piper, Monumentale Theol. § 26)). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. [[τεχνίτρα]] και τεχνίτρια Ν, και θηλ. τεχνῑτις, -ίτιδος, Α<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει και ασκεί μια [[τέχνη]], [[ιδίως]] χειρωνακτική, [[μάστορης]]<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμοποιεί τους κανόνες ενός τομέα της τέχνης για την [[εκτέλεση]] ενός έργου (α. «ο άντρας της [[είναι]] [[τεχνίτης]] στα ηλεκτρολογικά» β. «πότερον ὡς τεχνίτην αὐτὸν ἤ τινα ἄτεχνον... θήσομεν;», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έμπειρος]] σε [[κάτι]] (α. «[[είναι]] [[τεχνίτης]] στη [[διπλωματία]]» β. «Λακεδαιμονίους δὲ μόνους τῷ ὄντι τεχνίτας τῶν πολεμικῶν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[πανούργος]], [[ραδιούργος]] (α. «[[είναι]] τεχνήτρα στα ψέματα» β. «[[γόης]], ὦ Διόγενες [[ἄνθρωπος]] καὶ [[τεχνίτης]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ.</b> α) [[γυναίκα]] που γνωρίζει καλά μία [[τέχνη]]<br />β) [[γυναίκα]] που μεταχειρίζεται τεχνάσματα για να προκαλέσει το [[ενδιαφέρον]] τών [[ανδρών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τεχνῑται» — άνθρωποι που ασχολούνται με τις θρησκευτικές τελετές και συνήθειες<br />β) «Διονυσιακοὶ τεχνῑται» ή «οἱ περὶ τὸν Διόνυσον | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. [[τεχνίτρα]] και τεχνίτρια Ν, και θηλ. τεχνῑτις, -ίτιδος, Α<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει και ασκεί μια [[τέχνη]], [[ιδίως]] χειρωνακτική, [[μάστορης]]<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμοποιεί τους κανόνες ενός τομέα της τέχνης για την [[εκτέλεση]] ενός έργου (α. «ο άντρας της [[είναι]] [[τεχνίτης]] στα ηλεκτρολογικά» β. «πότερον ὡς τεχνίτην αὐτὸν ἤ τινα ἄτεχνον... θήσομεν;», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έμπειρος]] σε [[κάτι]] (α. «[[είναι]] [[τεχνίτης]] στη [[διπλωματία]]» β. «Λακεδαιμονίους δὲ μόνους τῷ ὄντι τεχνίτας τῶν πολεμικῶν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[πανούργος]], [[ραδιούργος]] (α. «[[είναι]] τεχνήτρα στα ψέματα» β. «[[γόης]], ὦ Διόγενες [[ἄνθρωπος]] καὶ [[τεχνίτης]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ.</b> α) [[γυναίκα]] που γνωρίζει καλά μία [[τέχνη]]<br />β) [[γυναίκα]] που μεταχειρίζεται τεχνάσματα για να προκαλέσει το [[ενδιαφέρον]] τών [[ανδρών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τεχνῑται» — άνθρωποι που ασχολούνται με τις θρησκευτικές τελετές και συνήθειες<br />β) «Διονυσιακοὶ τεχνῑται» ή «οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τεχνῖται» — [[οργάνωση]] ηθοποιών και εκτελεστών μουσικών και δραματικών έργων η οποία υπήρχε σε διάφορες πόλεις της αρχαιότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ -[[ίτης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τεχνίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[τέχνη]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εξασκεί κάποια [[τέχνη]], [[χειρωνάκτης]], [[επιτηδευματίας]], [[δεξιοτέχνης]] [[μάστορας]], σε Πλάτ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., ειδικευμένος σ' ένα [[πράγμα]], σε Ξεν.· επίσης, <i>τι</i> ή [[περί]] τι, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[δολοπλόκος]], ραδιουργός, σε Λουκ. | |lsmtext='''τεχνίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[τέχνη]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εξασκεί κάποια [[τέχνη]], [[χειρωνάκτης]], [[επιτηδευματίας]], [[δεξιοτέχνης]] [[μάστορας]], σε Πλάτ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., ειδικευμένος σ' ένα [[πράγμα]], σε Ξεν.· επίσης, <i>τι</i> ή [[περί]] τι, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[δολοπλόκος]], ραδιουργός, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=τεχνῑ́της, ου, ὁ, [[τέχνη]]<br /><b class="num">I.</b> an [[artificer]], [[artisan]], [[craftsman]], [[skilled]] [[workman]], Plat., etc.:—c. gen. rei, [[skilled]] in a [[thing]], Xen.; also τι or [[περί]] τι Xen.<br /><b class="num">II.</b> a [[trickster]], intriguer, Luc. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':tecn⋯thj 帖赫你帖士< | |sngr='''原文音譯''':tecn⋯thj 帖赫你帖士<br />'''詞類次數''':名詞(4)<br />'''原文字根''':技(者)<br />'''字義溯源''':工藝師,建築師,設計師,設計者,技師,經營,手藝人;源自([[τέχνη]])=技藝),而 ([[τέχνη]])出自([[τίκτω]])*=生產)<br />'''出現次數''':總共(4);徒(2);來(1);啓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 手藝人(2) 徒19:24; 啓18:22;<br />2) 設計者(1) 來11:10;<br />3) 手藝的人(1) 徒19:38 | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[workman]], [[skilled artist]] | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[craftsman]]=== | |||
Albanian: mjeshtër; Arabic: صَانِع, حِرَفِيّ, حِرْفِيّ; Armenian: արհեստավոր; Belarusian: рамеснік, рамесьнік; Bulgarian: занаятчия; Catalan: artesà; Chinese Mandarin: 工匠, 男工匠, 匠; Min Nan: 廚工, 厨工; Czech: řemeslník; Danish: håndværker; Dutch: [[vakman]]; Estonian: käsitööline; Finnish: käsityöläinen; French: [[artisan]]; Georgian: ოსტატი; German: [[Handwerker]]; Greek: [[τεχνίτης]]; Ancient Greek: [[τεχνίτης]]; Hindi: कारीगर; Hungarian: kisiparos, mesterember, műves; Icelandic: handverksmaður; Indonesian: tukang; Irish: fear ceirde; Italian: [[artefice]]; Japanese: 工匠, 職人; Javanese: tukang; Khmer: សិប្បករ; Korean: 공장(工匠), 장인(匠人); Kurdish Central Kurdish: وەستا; Latin: [[artifex]], [[opifex]]; Latvian: amatnieks; Lithuanian: amatininkas; Macedonian: занаетчија; Malay: tukang, pandai; Manchu: ᡶᠠᡴᠰᡳ; Manx: keirdagh; Nanai: пакси; Norwegian Bokmål: håndverker; Old English: cræftiga; Polish: rzemieślnik; Portuguese: [[artesão]]; Romanian: meșteșugar, artizan; Russian: [[ремесленник]]; Sanskrit: ऋभु; Serbo-Croatian Cyrillic: зана̀тлија, о̀бртнӣк; Roman: zanàtlija, òbrtnīk; Slovak: remeselnik; Slovene: obrtnik, rokodelec; Spanish: [[artesano]]; Swedish: hantverkare; Tetum: badain; Thai: ช่างฝีมือ; Ukrainian: ремісник; Venetian: artexan; Vietnamese: nghệ nhân; Welsh: crefftwr; Yiddish: בעל־מלאָכה | |||
}} | }} |