3,274,216
edits
(1b) |
mNo edit summary |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[κεραυνός]])<br /><b>1.</b> <b>(μετεωρ.)</b> ισχυρότατη ηλεκτρική [[εκκένωση]] που δημιουργείται στα κατώτερα τμήματα ορισμένων νεφών, όπου υπάρχουν θετικά ηλεκτρικά φορτία, και στο [[έδαφος]], που φέρει αρνητικό ηλεκτρισμό (α. «καήκανε [[πέντε]] πρόβατα από τον κεραυνό» β. «ὃς δέδοικε [[Διός]] μεγάλοιο κεραυνόν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «ἔκ μέν τοῦ οὐρανοῡ κεραυνοί αὐτοῑσι ἐνέπιπτον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> τιμητική [[προσωνυμία]] στρατηγών ή στρατηλατών διάσημων για την κεραυνοβόλα [[δράση]] τους («Πολιορκηταὶ καὶ Κεραυνοὶ και Νικάτορες... ἔχαιρον προσαγορευόμενοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είδηση]] που προκαλεί [[κατάπληξη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κεραυνός]] εν [[αιθρία]]» — ξαφνικό, απροσδόκητο [[γεγονός]]<br /><b>μσν.</b><br />(για αισθήματα) [[φλόγα]], [[πόθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για τον Περικλή) ο [[δεινός]] στην [[ομιλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προέρχεται από θεματικό μεταπλασμό ενός παλαιότερου ουδετέρου σε -<i>ρ</i> / -<i>ν</i>, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>κερα</i>-<i>υν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κερα</i>-<i>Fαρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἐλαύνω]] <span style="color: red;"><</span> <i>ελα</i>-<i>υν</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ελα</i>-<i>Fαρ</i>). Ο υποτιθέμενος τ. <i>κερα</i>-<i>Fαρ</i> θα [[πρέπει]] με τη [[σειρά]] του να προήλθε από κάποιο αθέματο ρ. με σημ. «[[καταστρέφω]]», κοινής προελεύσεως με το [[κεραΐζω]], από το οποίο τελικά εκτοπίστηκε.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κεραύνιος]], [[κεραυνίτης]], [[κεραυνώ]](-<i>ώνω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεραύνειος]], [[κεραυνία]], [[κεραυνίας]], [[κεραύνιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κεραυνόβλητος]], [[κεραυνοβόληση]]( | |mltxt=ο (ΑΜ [[κεραυνός]])<br /><b>1.</b> <b>(μετεωρ.)</b> ισχυρότατη ηλεκτρική [[εκκένωση]] που δημιουργείται στα κατώτερα τμήματα ορισμένων νεφών, όπου υπάρχουν θετικά ηλεκτρικά φορτία, και στο [[έδαφος]], που φέρει αρνητικό ηλεκτρισμό (α. «καήκανε [[πέντε]] πρόβατα από τον κεραυνό» β. «ὃς δέδοικε [[Διός]] μεγάλοιο κεραυνόν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «ἔκ μέν τοῦ οὐρανοῡ κεραυνοί αὐτοῑσι ἐνέπιπτον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> τιμητική [[προσωνυμία]] στρατηγών ή στρατηλατών διάσημων για την κεραυνοβόλα [[δράση]] τους («Πολιορκηταὶ καὶ Κεραυνοὶ και Νικάτορες... ἔχαιρον προσαγορευόμενοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είδηση]] που προκαλεί [[κατάπληξη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κεραυνός]] εν [[αιθρία]]» — ξαφνικό, απροσδόκητο [[γεγονός]]<br /><b>μσν.</b><br />(για αισθήματα) [[φλόγα]], [[πόθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για τον Περικλή) ο [[δεινός]] στην [[ομιλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προέρχεται από θεματικό μεταπλασμό ενός παλαιότερου ουδετέρου σε -<i>ρ</i> / -<i>ν</i>, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>κερα</i>-<i>υν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κερα</i>-<i>Fαρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἐλαύνω]] <span style="color: red;"><</span> <i>ελα</i>-<i>υν</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ελα</i>-<i>Fαρ</i>). Ο υποτιθέμενος τ. <i>κερα</i>-<i>Fαρ</i> θα [[πρέπει]] με τη [[σειρά]] του να προήλθε από κάποιο αθέματο ρ. με σημ. «[[καταστρέφω]]», κοινής προελεύσεως με το [[κεραΐζω]], από το οποίο τελικά εκτοπίστηκε.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κεραύνιος]], [[κεραυνίτης]], [[κεραυνώ]](-<i>ώνω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεραύνειος]], [[κεραυνία]], [[κεραυνίας]], [[κεραύνιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κεραυνόβλητος]], [[κεραυνοβόληση]]([[κεραυνοβόλησις]]), [[κεραυνοβολία]], [[κεραυνοβόλος]], [[κεραυνοβολώ]], [[κεραυνόπληκτος]], [[κεραυνοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεραυνεγχής]], [[κεραυνοβλής]], [[κεραυνοβόλιον]], [[κεραυνόβολος]], [[κεραυνοβρόντης]], [[κεραυνοκλόνος]], [[κεραυνομάχης]], [[κεραυνοπλήξ]], [[κεραύνοπλος]], [[κεραυνοποιός]], [[κεραυνοσκοπείον]], [[κεραυνοσκοπία]], [[κεραυνούχος]], [[κεραυνοφαής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κεραυνοβολέα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κεραυνοβόλημα]], [[κεραυνοπληξία]]. (Β΄ συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ακέραυνος]], [[αρχικέραυνος]], [[αρχικέραυνος]], [[βροντησικέραυνος]], [[εγχεικέραυνος]], [[τερπικέραυνος]], [[υψικέραυνος]], [[χαλκοκέραυνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κεραυνός, -οῦ, ὀ [~ κεραϊζω] bliksem, bliksemschicht; overdr.: κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν bliksem op zijn tong hebben (= vuur spuwen ) Plut. Per. 8.4. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[thunderbolt]], [[lightning]] (Il.).<br />Compounds: Compp., e. g. <b class="b3">τερπι-κέραυνος</b> (s. v.), <b class="b3">ἐγχει-κέραυνος</b> <b class="b2">who has the thunderbolt as spear</b> (Pi.; after <b class="b3">ἐγχει-βρόμος</b> <b class="b2">who thunders with the spear</b>), also <b class="b3">κεραυνο-εγχής</b> <b class="b2">id.</b> (B.).<br />Derivatives: <b class="b3">κεραύνιος</b> <b class="b2">belonging to the thunderbolt</b>, also <b class="b2">struck by a th., hurling the th.</b> (trag.), also <b class="b3">κεραυναῖος</b> (AP 7, 49; Steph. <b class="b3">-ειος</b>); <b class="b3">κεραύνιον</b> name of a mushroom <b class="b2">Tuber aestivum</b> (Thphr., Gal.), as protecting against the th. or arisen from a th.; thus <b class="b3">κεραυνία</b> = <b class="b3">ἀείζῳον μικρόν</b> (Ps.-Dsc.), cf. Strömberg Pflanzennamen 79f.; also name of a stone like <b class="b3">κεραυνίας</b>, <b class="b3">-νίτης</b> (PHolm., Clem.; Redard Les noms grecs en <b class="b3">-της</b> 55). Denomin. verb <b class="b3">κεραυνόομαι</b>, <b class="b3">-όω</b> <b class="b2">be struck by a th.</b>, resp. <b class="b2">slay with a th.</b> (Hes.); <b class="b3">κεραύνωσις</b> [[thunderstroke]] (Str., Plu.).<br />Origin: IE [Indo-European] [578] <b class="b2">* | |etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[thunderbolt]], [[lightning]] (Il.).<br />Compounds: Compp., e. g. <b class="b3">τερπι-κέραυνος</b> (s. v.), <b class="b3">ἐγχει-κέραυνος</b> <b class="b2">who has the thunderbolt as spear</b> (Pi.; after <b class="b3">ἐγχει-βρόμος</b> <b class="b2">who thunders with the spear</b>), also <b class="b3">κεραυνο-εγχής</b> <b class="b2">id.</b> (B.).<br />Derivatives: <b class="b3">κεραύνιος</b> <b class="b2">belonging to the thunderbolt</b>, also <b class="b2">struck by a th., hurling the th.</b> (trag.), also <b class="b3">κεραυναῖος</b> (AP 7, 49; Steph. <b class="b3">-ειος</b>); <b class="b3">κεραύνιον</b> name of a mushroom <b class="b2">Tuber aestivum</b> (Thphr., Gal.), as protecting against the th. or arisen from a th.; thus <b class="b3">κεραυνία</b> = <b class="b3">ἀείζῳον μικρόν</b> (Ps.-Dsc.), cf. Strömberg Pflanzennamen 79f.; also name of a stone like <b class="b3">κεραυνίας</b>, <b class="b3">-νίτης</b> (PHolm., Clem.; Redard Les noms grecs en <b class="b3">-της</b> 55). Denomin. verb <b class="b3">κεραυνόομαι</b>, <b class="b3">-όω</b> <b class="b2">be struck by a th.</b>, resp. <b class="b2">slay with a th.</b> (Hes.); <b class="b3">κεραύνωσις</b> [[thunderstroke]] (Str., Plu.).<br />Origin: IE [Indo-European] [578] <b class="b2">*ḱerh₂-</b> [[shatter]], [[smash]]<br />Etymology: Thematic transformation of an <b class="b2">r-n-</b>noun <b class="b3">*κερα-Ϝαρ</b>, <b class="b3">κερα-υν-</b> [[shattering]] from a lost verb [[shatter]], which was supplanted by [[κεραΐζω]] (s. v.); on the formation s. <b class="b3">ἐλαύνω</b> and Schwyzer 521. - (Not here Skt. <b class="b2">śáru-</b> [[arrow]] and Germ., e. g. Goth. <b class="b2">haírus</b> [[sword]] (Bq). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |