λαμβάνω: Difference between revisions

1,596 bytes removed ,  23 October 2019
m
no edit summary
(cc2)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lamvano
|Transliteration C=lamvano
|Beta Code=lamba/nw
|Beta Code=lamba/nw
|
|
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>λαμβᾰνω</b> (λαμβάνει; -αν(ε): aor. ἔλᾰβες, ἔλᾰβεν, λᾰβε(ν), ἔλᾰβον; λᾰβε; λᾰβών, -όντα; λᾰβεῖν.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[take]] up ἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν (O. 1.18) φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει (P. 2.93) χρυσέαν [[χείρεσσι]] λαβὼν φιάλαν (P. 4.193) λάμβανέ οἱ στέφανον, [[φέρε]] δ' εὔμαλλον μίτραν (I. 5.62) λαβὼν δ' ἕν[α] φῶ[τ]α [[πεδά]].ς[ (supp. Lobel: sc. [[Ἡρακλέης]]) fr. 169. 20. met., τερπνᾶς δ' [[ἐπεὶ]] χρυσοστεφάνοιο λάβεν καρπὸν Ἥβας. [[assumed]] (O. 6.57) μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ [[λαβεῖν]] [[win]] (O. 8.6) ἄπονον δ' [[ἔλαβον]] [[χάρμα]] παῦροί τινες won (O. 10.22) [[[οἴκοθεν]] μάτευε. ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαβες γλυκύ τι γαρυέμεν (ἔλαχες Bergk e Σ.) (N. 3.31) ] κατερεῖς, [[πόθεν]] ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα (Pae. 6.130) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[fall]] [[upon]], [[seize]] “αἷμά οἱ κείναν [[λάβε]] σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” (P. 4.48) ἔστι δ' αἰετὸς [[ὠκὺς]] ἐν ποτανοῖς, ὃς ἔλαβεν [[αἶψα]], [[τηλόθε]] μεταμαιόμενος, δαφοινὸν ἄγραν ποσίν (N. 3.81) met., ὁ [[μέγας]] δὲ [[κίνδυνος]] ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει strikes (O. 1.81) Ὑμέναιον, ὃν ἐν γάμοισι χροιζόμενον λτ;Μοῖραγτ; σύμπρωτον λάβεν whom [[Death]]? seized Θρ. 3. 8.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[take]] (to [[mind]]) καὶ παλαισμάτων [[λάβε]] φροντίδ (N. 10.22) τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' ἑκαταβόλου συμβουλίαν [[λαβών]] fr. 2. 3.
|sltr=<b>λαμβᾰνω</b> (λαμβάνει; -αν(ε): aor. ἔλᾰβες, ἔλᾰβεν, λᾰβε(ν), ἔλᾰβον; λᾰβε; λᾰβών, -όντα; λᾰβεῖν.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[take]] up ἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν (O. 1.18) φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει (P. 2.93) χρυσέαν [[χείρεσσι]] λαβὼν φιάλαν (P. 4.193) λάμβανέ οἱ στέφανον, [[φέρε]] δ' εὔμαλλον μίτραν (I. 5.62) λαβὼν δ' ἕν[α] φῶ[τ]α [[πεδά]].ς[ (supp. Lobel: sc. [[Ἡρακλέης]]) fr. 169. 20. met., τερπνᾶς δ' [[ἐπεὶ]] χρυσοστεφάνοιο λάβεν καρπὸν Ἥβας. [[assumed]] (O. 6.57) μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ [[λαβεῖν]] [[win]] (O. 8.6) ἄπονον δ' [[ἔλαβον]] [[χάρμα]] παῦροί τινες won (O. 10.22) [[[οἴκοθεν]] μάτευε. ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαβες γλυκύ τι γαρυέμεν (ἔλαχες Bergk e Σ.) (N. 3.31) ] κατερεῖς, [[πόθεν]] ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα (Pae. 6.130) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[fall]] [[upon]], [[seize]] “αἷμά οἱ κείναν [[λάβε]] σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” (P. 4.48) ἔστι δ' αἰετὸς [[ὠκὺς]] ἐν ποτανοῖς, ὃς ἔλαβεν [[αἶψα]], [[τηλόθε]] μεταμαιόμενος, δαφοινὸν ἄγραν ποσίν (N. 3.81) met., ὁ [[μέγας]] δὲ [[κίνδυνος]] ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει strikes (O. 1.81) Ὑμέναιον, ὃν ἐν γάμοισι χροιζόμενον λτ;Μοῖραγτ; σύμπρωτον λάβεν whom [[Death]]? seized Θρ. 3. 8.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[take]] (to [[mind]]) καὶ παλαισμάτων [[λάβε]] φροντίδ (N. 10.22) τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' ἑκαταβόλου συμβουλίαν [[λαβών]] fr. 2. 3.
}}
}}
{{Abbott
{{Abbott
|astxt=[[λαμβάνω]], [in LXX [[chiefly]] for לקח, [[also]] for אחז ,לכד ,נשׂא, etc.;] <br /><b class="num">1.</b>to [[take]], [[lay]] [[hold]] of: absol., Mt 26:26, Mk 14:22; c. acc. rei, Mt 5:40 26:52, al. mult.; c. acc. pers., Mt 21:35, Mk 12:3, al.; pleonastic [[λαβών]] (M, Pr., 230; Bl., §74, 2), Mt 13:31 14:19, al.; so [[also]] indic., Mk 7:27, Jo 19:1, 40 Re 8:5, al.; metaph., c. acc. rei, ἀφορμήν, Ro 7:8, 11; ὑδόδειγμα, Ja 5:10; id. c. acc. pers., [[φόβος]], Lk 7:16; [[πνεῦμα]], Lk 9:39; [[πειρασμός]], I Co 10:13; aoristic pf. (M, Pr., 145, 238; BL, §59, 4), Re 5:7 8:5, al. <br /><b class="num">2.</b>to [[receive]]: absol., opp. to αἰτεῖν, Mt 7:8, al.; διδόναι, Mt 10:8, Ac 20:35; c. acc. rei, Mt 27:6, Mk 10:3o, al. mult.; c. acc. pers., Jo 6:21 13:20 19:27, II Jo 10; ῥαπίσμασιν (a vulgarism; Bl., §38, 3), Mk 14:65; metaph., τ. λόγον, Mt 13:20, Mk 4:16; τ. μαρτυρίαν, Jo 3:11; τ. ῥήματα,Jo 12:48; [[πρόσωπον]] (Heb. נָשָׂא פָּנִים, Dalman, Words, 30), Lk 20:21, Ga 2:6; ζωὴν αἰώνιον (Dalman, op. cit., 124f.), Mk 10:30 (cf. ἀνα-, ἀντι-, συν-αντι- (-μαι), ἀπο-, ἐπι-, κατα-, μετα-, παρα-, συν-παρα-, προ-, προσ-, συν-, συν-περι-, ὑπο-[[λαμβάνω]]).
|astxt=[[λαμβάνω]], [in LXX [[chiefly]] for לקח, [[also]] for אחז ,לכד ,נשׂא, etc.;] <br /><b class="num">1.</b>to [[take]], [[lay]] [[hold]] of: absol., Mt 26:26, Mk 14:22; c. acc. rei, Mt 5:40 26:52, al. mult.; c. acc. pers., Mt 21:35, Mk 12:3, al.; pleonastic [[λαβών]] (M, Pr., 230; Bl., §74, 2), Mt 13:31 14:19, al.; so [[also]] indic., Mk 7:27, Jo 19:1, 40 Re 8:5, al.; metaph., c. acc. rei, ἀφορμήν, Ro 7:8, 11; ὑδόδειγμα, Ja 5:10; id. c. acc. pers., [[φόβος]], Lk 7:16; [[πνεῦμα]], Lk 9:39; [[πειρασμός]], I Co 10:13; aoristic pf. (M, Pr., 145, 238; BL, §59, 4), Re 5:7 8:5, al. <br /><b class="num">2.</b>to [[receive]]: absol., opp. to αἰτεῖν, Mt 7:8, al.; διδόναι, Mt 10:8, Ac 20:35; c. acc. rei, Mt 27:6, Mk 10:3o, al. mult.; c. acc. pers., Jo 6:21 13:20 19:27, II Jo 10; ῥαπίσμασιν (a vulgarism; Bl., §38, 3), Mk 14:65; metaph., τ. λόγον, Mt 13:20, Mk 4:16; τ. μαρτυρίαν, Jo 3:11; τ. ῥήματα,Jo 12:48; [[πρόσωπον]] (Heb. נָשָׂא פָּנִים, Dalman, Words, 30), Lk 20:21, Ga 2:6; ζωὴν αἰώνιον (Dalman, op. cit., 124f.), Mk 10:30 (cf. ἀνα-, ἀντι-, συν-αντι- (-μαι), ἀπο-, ἐπι-, κατα-, μετα-, παρα-, συν-παρα-, προ-, προσ-, συν-, συν-περι-, ὑπο-[[λαμβάνω]]).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[λαβαίνω]] (AM [[λαμβάνω]], Α και [[λαββάνω]], Μ και λαβάνω και [[λαβαίνω]])<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] στα χέρια μου ή [[πιάνω]] [[κάτι]] με τα χέρια μου και το [[κρατώ]] (α. «λήψῃ δὲ [[μοσχάριον]] ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ<br />β. «χείρεσσι λαβὼν περιμήκεα κοντόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] που μού δίνεται, που μού προσφέρεται ή που μού εμπιστεύεται [[κάποιος]], [[παραλαμβάνω]] (α. «λάβετε, φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου», ΚΔ<br />β. «δεν έχω λάβει [[γράμμα]] του εδώ και [[τρεις]] μήνες» γ. «βούλει τῶν ταλάντων ἔν λαβὼν σιωπᾱν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με λέξεις που δηλώνουν [[τροφή]], [[ποτό]] ή [[φάρμακο]]) [[τρώγω]] ή [[πίνω]] («ὅτε οὖν ἔλαβεν τὸ [[ὄξος]] ὁ Ἰησοῡς εἶπε τετέλεσται», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[αποκομίζω]] [[κέρδος]], όφελος ή [[εισόδημα]], [[κερδίζω]] (α. «πόσα έλαβες από την [[υπόθεση]];» β. «[[οἷον]] [[κλέος]] ἔλλαβε δῑος Ὀρέστης», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «λαμβάνων οὔτ' [[οἶνον]], οὔτ' ἄλλ' οὐδὲν ἐκ τοῦ χωρίου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εισπράττω]] (α. «πόσα έχω να [[λαβαίνω]];» β. «προσῆλθον oἱ τὰ δίδραχμα λαμβάνοντες», ΚΔ)<br /><b>6.</b> χρησιμοποιείται [[συνήθως]] σε περιφράσεις [[αντί]] για μονολεκτικά ρήματα (α. «[[λαμβάνω]] όνομα» ή «[[λαμβάνω]] [[επωνυμία]][ν]» — ονομάζομαι, επονομάζομαι<br />β. «[[λαμβάνω]] ύψος» — υψώνομαι, αυξάνομαι<br />γ. «[[λαμβάνω]] [[τέλος]]» ή «[[λαμβάνω]] [[πέρας]]» — [[φθάνω]] στο [[τέλος]], [[τελειώνω]]<br />δ. «[[λαμβάνω]] την [[ανάγκη]]» — [[χρειάζομαι]]<br />ε. «[[λαμβάνω]] τα όπλα» — [[προσφεύγω]] στα όπλα<br />στ. «[[λαμβάνω]] [[δόξα]][ν]» — δοξάζομαι<br />ζ. «[[λαμβάνω]] [[σάρκα]] και οστά» — πραγματώνομαι, εκπληρώνομαι ή εμφανίζομαι για πρώτη [[φορά]]<br />η. «[[λαμβάνω]] την [[ευχαρίστηση]]» ή «[[λαμβάνω]] την [[καλοσύνη]]» — ευαρεστούμαι, [[προθυμοποιούμαι]], προσφέρομαι να... θ. «[[λαμβάνω]] σύζυγο[ν]» — παντρεύομαι<br />ι. «[[λαμβάνω]] [[τροπή]] [καλή, αίσια ή κακή]» — τρέπομαι, [[αρχίζω]] να [[πηγαίνω]] [καλά ή [[κακά]]]<br />ια. «[[λαμβάνω]] πλήρωμαν» — συμπληρώνομαι<br />ιβ. «[[λαμβάνω]] [[συμβούλιον]]» — [[συνεδριάζω]]<br />ιγ. «[[λαμβάνω]] λήθην» — [[λησμονώ]]<br />ιδ. «[[λαμβάνω]] εν [[γαστρί]]» — [[μένω]] [[έγκυος]]<br />ιε. «[[λαμβάνω]] καρδίαν» ή «[[λαμβάνω]] θυμόν» — [[παίρνω]] [[θάρρος]]<br />ιστ. «[[λαμβάνω]] πείραν τινος» — [[δοκιμάζω]]<br />ιζ. «[[λαμβάνω]] φόβον» ή «[[λαμβάνω]] [[δέος]]» — [[φοβάμαι]]<br />ιη. «[[λαμβάνω]] νόσον» — [[αρρωσταίνω]])<br /><b>7.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «μολών λαβέ» — λέγεται ως [[απάντηση]] σε κάποιον που απαιτεί [[κάτι]] [[συνήθως]] αδικαιολόγητα<br />β) «οὐκ ἄν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος» — λέγεται σε περιπτώσεις που [[κάποιος]] δεν έχει να δώσει αυτό που του ζητούν<br />γ) «μάχαιραν ἔδωκας μάχαιραν θὰ λάβης» — αυτοί που βλάπτουν τους άλλους θα υποστούν [[ζημιά]] αντίστοιχη με τη [[βλάβη]] που προξένησαν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ο τ. [[λαβαίνω]]) βλάπτομαι σωματικά ή πνευματικά<br /><b>2.</b> (το απρμφ. αορ. ενάρθρως) το [[λαβείν]]<br />α) (ως [[λογιστικός]] όρος) η [[πίστωση]], σε [[αντιδιαστολή]] με το [[δούναι]], τη [[χρέωση]]<br />β) <b>φρ.</b> «έχω [[δούναι]] και [[λαβείν]] [[μαζί]] του» — έχουμε δοσοληψίες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λαμβάνω]] την άγουσαν [[προς]]...» — κατευθύνομαι [[προς]]...<br />β) «[[λαμβάνω]] τα [[επίχειρα]] της κακίας μου» — τιμωρούμαι για τις κακές μου πράξεις<br />γ) «[[λαμβάνω]] [[μέρος]]» — [[συμμετέχω]]<br />δ) «[[λαμβάνω]] το [[μέρος]] κάποιου» — [[υποστηρίζω]] κάποιον, [[παίρνω]] το [[μέρος]] του<br />ε) «[[λαμβάνω]] [[μέτρα]]» — [[προνοώ]] για [[κάτι]]<br />στ) «[[λαμβάνω]] τα [[μέτρα]] μου» — προφυλάσσομαι αμυντικά από ενδεχόμενο κίνδυνο<br />ζ) «[[λαμβάνω]] τον κόπο» — [[υποβάλλω]] τον εαυτό μου σε μικρό κόπο για να ευχαριστήσω κάποιον<br />η) «[[λαμβάνω]] την [[τόλμη]]» ή «[[λαμβάνω]] το [[θάρρος]]» ή «[[λαμβάνω]] την [[τιμή]]» — λέγονται ως φιλοφρονητικές φράσεις [[συνήθως]] σε [[ένδειξη]] σεβασμού<br />θ) «[[λαμβάνω]] τον λόγο» — [[αρχίζω]] να [[μιλώ]]<br />ι) «[[λαμβάνω]] [[γνώση]]» — [[μαθαίνω]], πληροφορούμαι ή ενημερώνομαι για [[κάτι]]<br />ια) «λαμβάνει [[χώρα]]» — γίνεται, συμβαίνει<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λαμβάνω]] υπ' όψιν μου» ή «[[λαμβάνω]] εις διάνοιαν» ή «[[λαμβάνω]] εις νουν» ή «[[λαμβάνω]] [[κατά]] νουν» — [[προσέχω]] ιδιαίτερα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τη γη) [[σκεπάζω]]<br /><b>2.</b> (για [[κείμενο]]) [[αναφέρω]], [[μαρτυρώ]]<br /><b>3.</b> [[διενεργώ]], [[πραγματοποιώ]]<br /><b>4.</b> (για [[αποτέλεσμα]] αριθμητικής) [[εξάγω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λαμβάνω]] τὴν [[βαλβίδα]]» — [[τερματίζω]]<br />β) «τὸ δὸς καὶ λαβέ» — αμοιβαία χτυπήματα<br />γ) «[[δίδω]] καὶ [[λαμβάνω]]» — [[αγωνίζομαι]]<br />δ) «[[λαμβάνω]] καιροῡ» ή «λαμβάνομαι καιροῡ» — [[εκμεταλλεύομαι]] την [[περίσταση]]<br />ε) «μὲ λαμβάνει ἡ ὥρα» — έρχεται η ώρα του θανάτου<br />(μσν. -αρχ.)<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] με τη βία, [[αρπάζω]] («οἱ δὲ ἄν Πὲρσαι ἐπελθόντες λάβεσκον τὰ πρόβατα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συλλαμβάνω]], [[αιχμαλωτίζω]] («ζητῶν τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λαβεῑν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[κατακτώ]], [[υποτάσσω]], [[γίνομαι]] [[κύριος]] («ἀρχῆς λαβέσθαι καὶ κράτους τυραννικοῡ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> για [[θεότητα]] ή για [[πάθος]]) [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]] (α. «ἡμῑν γὰρ καταγελᾱτε... ὅτι βακχεύομεν καὶ ἡμέας ὁ θεὸς λαμβάνει», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἄτιμόν τι αὐτῷ ἔδοξεν [[εἶναι]] καὶ [[ἄχος]] αὐτὸν ἔλαβεν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (για νόσο) [[προσβάλλω]], [[επιπίπτω]] («καὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἐρυθήματα καὶ [[φλόγωσις]] ἐλάμβανε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> [[παίρνω]] κάποιον [[μαζί]] μου («ὁ οὖν Ἰούδας λαβὼν τὴν σπεῑραν καὶ ἐκ τῶν ἀρχιερέων καὶ Φαρισαίων ὑπηρέτας», ΚΔ)<br /><b>7.</b> (σχετικά με [[ένδυμα]]) [[φορώ]] («τὴν δὲ στολὴν ἀποθέμενος τὴν Σκυθικὴν λάβεσκε ἄν [[Ελληνίδα]] ἐσθῆτα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[εκλαμβάνω]] [[κάτι]] με έναν τρόπο («ὀργῇ δ' ἅμα καὶ φόβῳ τὸ [[γεγονός]] λαμβάνοντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[επιχειρώ]], [[αναλαμβάνω]] («καὶ παλαισμάτων λάβε [[φροντίδα]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[επιτυγχάνω]] [[κάτι]] («καὶ [[πάντα]] ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες λήψεσθε», ΚΔ)<br /><b>11.</b> [[δέχομαι]] σε γάμο, παντρεύομαι («δοκέων αὐτὴν μᾱλλον λάμψεσθαι, ἤν ταῡτα ποιήσῃ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «[[λαμβάνω]] [[δίκην]]» — τιμωρούμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πιάνω]] επ' αυτοφώρω («κἄν λάβης ἐψευσμένον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) βρίσκομαι («[[ὅκως]] ἄν τὸ [[στρατόπεδον]] ίδρυμένον [[κατά]] νώτου λάβοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] με τις αισθήσεις ή με τον νου<br /><b>4.</b> [[μαθαίνω]]<br /><b>5.</b> (στη [[λογική]]) [[παίρνω]] [[κάτι]] ως δεδομένο, [[παραδέχομαι]] («ὅπαν [[ζῷον]] λαμβάνει, ἢ θνητὸν ἢ ἀθάνατον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[καθορίζω]], [[προσδιορίζω]], [[εκτιμώ]]<br /><b>7.</b> [[επισύρω]] [[εναντίον]] μου («γέλωτ' ἐν κακοῑς μωρίαν τε λήψομαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> [[φιλοξενώ]]<br /><b>9.</b> [[περιέχω]], [[περιλαμβάνω]] («τὸ [[στρατόπεδον]] πεζοὺς μὲν λαμβάνει περὶ τετρακοσίους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>10.</b> [[παίρνω]] [[άδεια]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>11.</b> [[χρησιμοποιώ]], [[μεταχειρίζομαι]] («οὐ λήψῃ τὸ [[ὄνομα]] κυρίου τοῦ θεοῡ σου ἐπὶ ματαίῳ», ΠΔ)<br /><b>12.</b> <b>μέσ.</b> <i>λαμβάνομαι</i><br />α) [[επιπλήττω]], [[επιτιμώ]] («ταχὺ γάρ σου λάβοιτ' ἄν τις τῶν παρ' ἡμῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[καταφεύγω]], [[φθάνω]] («αἱ μὲν [[[νῆες]]] Δήλου λαβόμεναι αἱ πλείους [[μετά]] Κλεάρχου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>13.</b> <b>παθ.</b> [[μυούμαι]], [[γίνομαι]] [[μύστης]] («τοὺς ἐς τὰ τῆς τέχνης εἰλημμένους», Ιπποκρ.)<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «λαμβάνομαι ἐμαυτοῦ» — [[συγκρατώ]] τον εαυτό μου, [[είμαι]] [[κύριος]] του [[εαυτού]] μου<br />β) «[[λαμβάνω]] [[δίκην]]» — [[τιμωρώ]], εκδικούμαι<br />γ) «λαμβάνομαι χαλεπῶς» — φέρομαι βάναυσα, κακομεταχειρίζομαι<br />δ) «λαμβάνειν πίστει καὶ ὁρκίοισι» — [[δένω]] κάποιον με όρκους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[ενεστωτικός]] τ. [[λαμβάνω]] σχηματίστηκε [[υστερογενώς]] από τον αόρ. <i>ἔ</i>-<i>λαβ</i>-<i>ον</i> / <i>λαβ</i>-<i>εῖν</i>, με έρρινο [[ένθημα]] (-<i>μ</i>- <span style="color: red;"><</span> -<i>ν</i>-) και σχηματιστικό [[μόρφημα]] -<i>άνω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μανθάνω]]: <i>ἔμαθον</i>). Το θ. <i>λαβ</i>- του <i>ἔλαβον</i> ανάγεται σε (<i>σ</i>)<i>λăβ</i>- (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>lag</i><sup>w</sup>- «[[πιάνω]], [[αρπάζω]]», <b>[[πρβλ]].</b> [[λάζομαι]], [[λάβρος]])<br />την εκτεταμένη [[βαθμίδα]] (<i>λᾱβ</i>- / <i>ληβ</i>·) εμφανίζει ο τ. του μέλλ. <i>λήψομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[λῆψις]], [[λῆμμα]]). Ο τ. του παρακμ. <i>εἴληφα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>σεσλᾱφ</i>-, με σίγηση του -<i>σ</i>- και [[αντέκταση]] (το -<i>φ</i>- του θ. κατ' [[επίδραση]] ενός θ. <i>λαφ</i>- που απαντά στο [[λάφυρο]] και στο [[ἀμφιλαφής]]). Η [[ψίλωση]] του <i>εἴληφα</i> [[αντί]] <i>εἵλειφα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>hειλᾱφ</i>-) λόγω ανομοιώσεως τών δασέων ([[νόμος]] του Graffmann). Ο τ. [[λαββάνω]] <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]], με [[αφομοίωση]], ενώ ο μσν. και ο νεοελλ. τ. [[λαβαίνω]] σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. <i>ἔλαβα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λαγχάνω]]: [[λαχαίνω]], [[τυγχάνω]]: [[τυχαίνω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λαβή]], [[λαβίδα]](-<i>ίς</i>), [[λήμμα]], [[λήψη]] (-<i>ις</i>), [[ληπτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναλαμβάνω]], [[απολαμβάνω]], [[διαλαμβάνω]], [[εκλαμβάνω]], [[επαναλαμβάνω]], [[καταλαμβάνω]], [[μεταλαμβάνω]], [[παραλαμβάνω]], [[περιλαμβάνω]], [[προκαταλαμβάνω]], [[προλαμβάνω]], [[προσλαμβάνω]], [[συλλαμβάνω]], [[συμπαραλαμβάνω]], [[υπολαμβάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιλαμβάνω]], <i>ανταναλαμβάνω</i>, [[ανταπολαμβάνω]], [[αντεπιλαμβάνομαι]], [[αντικαταλαμβάνω]], [[αντιπεριλαμβάνω]], <i>αποδιαλάμβάνω</i>, <i>αποκαταλαμβάνω</i>, [[διεκλαμβάνω]], [[εγκαταλαμβάνω]], <i>ελλαμβάνω</i>, [[εναπολαμβάνω]], <i>ενδιαλαμβάνω</i>, <i>εξαναλαμβάνω</i>, [[επικαταλαμβάνω]], <i>επιλαμβάνω</i>, [[επισυλλαμβάνω]], [[μεταπαραλαμβάνω]], [[περικαταλαμβάνω]], [[περισυγκαταλαμβάνομαι]], [[προαναλαμβάνω]], [[προαπολαμβάνω]], [[προπαραλαμβάνω]], [[προσαναλαμβάνω]], [[προσαντιλαμβάνομαι]], [[προσαπολαμβάνω]], [[προσεπιλαμβάνω]], [[προσκαταλαμβάνω]], [[προσπαραλαμβάνω]], [[προσσυλλαμβάνω]], [[προσυπολαμβάνω]], [[προϋπολαμβάνω]], [[συγκαταλαμβάνω]], [[συμμεταλαμβάνω]], [[συναναλαμβάνω]], [[συναντιλαμβάνομαι]], [[συναπολαμβάνω]], [[συνδιαλαμβάνω]], [[συνεκλαμβάνω]], [[συνεπιλαμβάνω]], [[συνυπολαμβάνω]], [[υπαναλαμβάνω]], [[υποδιαλαμβάνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανακαταλαμβάνω]], [[αντιλαμβάνομαι]], [[εμπεριλαμβάνω]], <i>επαναπροσλαμβάνω</i>, [[επιλαμβάνομαι]], [[προδιαλαμβάνω]], [[προσυλλαμβάνω]], [[συμπεριλαμβάνω]].
|mltxt=και [[λαβαίνω]] (AM [[λαμβάνω]], Α και [[λαββάνω]], Μ και λαβάνω και [[λαβαίνω]])<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] στα χέρια μου ή [[πιάνω]] [[κάτι]] με τα χέρια μου και το [[κρατώ]] (α. «λήψῃ δὲ [[μοσχάριον]] ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ<br />β. «χείρεσσι λαβὼν περιμήκεα κοντόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] που μού δίνεται, που μού προσφέρεται ή που μού εμπιστεύεται [[κάποιος]], [[παραλαμβάνω]] (α. «λάβετε, φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου», ΚΔ<br />β. «δεν έχω λάβει [[γράμμα]] του εδώ και [[τρεις]] μήνες» γ. «βούλει τῶν ταλάντων ἔν λαβὼν σιωπᾱν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με λέξεις που δηλώνουν [[τροφή]], [[ποτό]] ή [[φάρμακο]]) [[τρώγω]] ή [[πίνω]] («ὅτε οὖν ἔλαβεν τὸ [[ὄξος]] ὁ Ἰησοῡς εἶπε τετέλεσται», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[αποκομίζω]] [[κέρδος]], όφελος ή [[εισόδημα]], [[κερδίζω]] (α. «πόσα έλαβες από την [[υπόθεση]];» β. «[[οἷον]] [[κλέος]] ἔλλαβε δῑος Ὀρέστης», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «λαμβάνων οὔτ' [[οἶνον]], οὔτ' ἄλλ' οὐδὲν ἐκ τοῦ χωρίου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εισπράττω]] (α. «πόσα έχω να [[λαβαίνω]];» β. «προσῆλθον oἱ τὰ δίδραχμα λαμβάνοντες», ΚΔ)<br /><b>6.</b> χρησιμοποιείται [[συνήθως]] σε περιφράσεις [[αντί]] για μονολεκτικά ρήματα (α. «[[λαμβάνω]] όνομα» ή «[[λαμβάνω]] [[επωνυμία]][ν]» — ονομάζομαι, επονομάζομαι<br />β. «[[λαμβάνω]] ύψος» — υψώνομαι, αυξάνομαι<br />γ. «[[λαμβάνω]] [[τέλος]]» ή «[[λαμβάνω]] [[πέρας]]» — [[φθάνω]] στο [[τέλος]], [[τελειώνω]]<br />δ. «[[λαμβάνω]] την [[ανάγκη]]» — [[χρειάζομαι]]<br />ε. «[[λαμβάνω]] τα όπλα» — [[προσφεύγω]] στα όπλα<br />στ. «[[λαμβάνω]] [[δόξα]][ν]» — δοξάζομαι<br />ζ. «[[λαμβάνω]] [[σάρκα]] και οστά» — πραγματώνομαι, εκπληρώνομαι ή εμφανίζομαι για πρώτη [[φορά]]<br />η. «[[λαμβάνω]] την [[ευχαρίστηση]]» ή «[[λαμβάνω]] την [[καλοσύνη]]» — ευαρεστούμαι, [[προθυμοποιούμαι]], προσφέρομαι να... θ. «[[λαμβάνω]] σύζυγο[ν]» — παντρεύομαι<br />ι. «[[λαμβάνω]] [[τροπή]] [καλή, αίσια ή κακή]» — τρέπομαι, [[αρχίζω]] να [[πηγαίνω]] [καλά ή [[κακά]]]<br />ια. «[[λαμβάνω]] πλήρωμαν» — συμπληρώνομαι<br />ιβ. «[[λαμβάνω]] [[συμβούλιον]]» — [[συνεδριάζω]]<br />ιγ. «[[λαμβάνω]] λήθην» — [[λησμονώ]]<br />ιδ. «[[λαμβάνω]] εν [[γαστρί]]» — [[μένω]] [[έγκυος]]<br />ιε. «[[λαμβάνω]] καρδίαν» ή «[[λαμβάνω]] θυμόν» — [[παίρνω]] [[θάρρος]]<br />ιστ. «[[λαμβάνω]] πείραν τινος» — [[δοκιμάζω]]<br />ιζ. «[[λαμβάνω]] φόβον» ή «[[λαμβάνω]] [[δέος]]» — [[φοβάμαι]]<br />ιη. «[[λαμβάνω]] νόσον» — [[αρρωσταίνω]])<br /><b>7.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «μολών λαβέ» — λέγεται ως [[απάντηση]] σε κάποιον που απαιτεί [[κάτι]] [[συνήθως]] αδικαιολόγητα<br />β) «οὐκ ἄν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος» — λέγεται σε περιπτώσεις που [[κάποιος]] δεν έχει να δώσει αυτό που του ζητούν<br />γ) «μάχαιραν ἔδωκας μάχαιραν θὰ λάβης» — αυτοί που βλάπτουν τους άλλους θα υποστούν [[ζημιά]] αντίστοιχη με τη [[βλάβη]] που προξένησαν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ο τ. [[λαβαίνω]]) βλάπτομαι σωματικά ή πνευματικά<br /><b>2.</b> (το απρμφ. αορ. ενάρθρως) το [[λαβείν]]<br />α) (ως [[λογιστικός]] όρος) η [[πίστωση]], σε [[αντιδιαστολή]] με το [[δούναι]], τη [[χρέωση]]<br />β) <b>φρ.</b> «έχω [[δούναι]] και [[λαβείν]] [[μαζί]] του» — έχουμε δοσοληψίες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λαμβάνω]] την άγουσαν [[προς]]...» — κατευθύνομαι [[προς]]...<br />β) «[[λαμβάνω]] τα [[επίχειρα]] της κακίας μου» — τιμωρούμαι για τις κακές μου πράξεις<br />γ) «[[λαμβάνω]] [[μέρος]]» — [[συμμετέχω]]<br />δ) «[[λαμβάνω]] το [[μέρος]] κάποιου» — [[υποστηρίζω]] κάποιον, [[παίρνω]] το [[μέρος]] του<br />ε) «[[λαμβάνω]] [[μέτρα]]» — [[προνοώ]] για [[κάτι]]<br />στ) «[[λαμβάνω]] τα [[μέτρα]] μου» — προφυλάσσομαι αμυντικά από ενδεχόμενο κίνδυνο<br />ζ) «[[λαμβάνω]] τον κόπο» — [[υποβάλλω]] τον εαυτό μου σε μικρό κόπο για να ευχαριστήσω κάποιον<br />η) «[[λαμβάνω]] την [[τόλμη]]» ή «[[λαμβάνω]] το [[θάρρος]]» ή «[[λαμβάνω]] την [[τιμή]]» — λέγονται ως φιλοφρονητικές φράσεις [[συνήθως]] σε [[ένδειξη]] σεβασμού<br />θ) «[[λαμβάνω]] τον λόγο» — [[αρχίζω]] να [[μιλώ]]<br />ι) «[[λαμβάνω]] [[γνώση]]» — [[μαθαίνω]], πληροφορούμαι ή ενημερώνομαι για [[κάτι]]<br />ια) «λαμβάνει [[χώρα]]» — γίνεται, συμβαίνει<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λαμβάνω]] υπ' όψιν μου» ή «[[λαμβάνω]] εις διάνοιαν» ή «[[λαμβάνω]] εις νουν» ή «[[λαμβάνω]] [[κατά]] νουν» — [[προσέχω]] ιδιαίτερα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τη γη) [[σκεπάζω]]<br /><b>2.</b> (για [[κείμενο]]) [[αναφέρω]], [[μαρτυρώ]]<br /><b>3.</b> [[διενεργώ]], [[πραγματοποιώ]]<br /><b>4.</b> (για [[αποτέλεσμα]] αριθμητικής) [[εξάγω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λαμβάνω]] τὴν [[βαλβίδα]]» — [[τερματίζω]]<br />β) «τὸ δὸς καὶ λαβέ» — αμοιβαία χτυπήματα<br />γ) «[[δίδω]] καὶ [[λαμβάνω]]» — [[αγωνίζομαι]]<br />δ) «[[λαμβάνω]] καιροῡ» ή «λαμβάνομαι καιροῡ» — [[εκμεταλλεύομαι]] την [[περίσταση]]<br />ε) «μὲ λαμβάνει ἡ ὥρα» — έρχεται η ώρα του θανάτου<br />(μσν. -αρχ.)<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] με τη βία, [[αρπάζω]] («οἱ δὲ ἄν Πὲρσαι ἐπελθόντες λάβεσκον τὰ πρόβατα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συλλαμβάνω]], [[αιχμαλωτίζω]] («ζητῶν τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λαβεῑν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[κατακτώ]], [[υποτάσσω]], [[γίνομαι]] [[κύριος]] («ἀρχῆς λαβέσθαι καὶ κράτους τυραννικοῡ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> για [[θεότητα]] ή για [[πάθος]]) [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]] (α. «ἡμῑν γὰρ καταγελᾱτε... ὅτι βακχεύομεν καὶ ἡμέας ὁ θεὸς λαμβάνει», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἄτιμόν τι αὐτῷ ἔδοξεν [[εἶναι]] καὶ [[ἄχος]] αὐτὸν ἔλαβεν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (για νόσο) [[προσβάλλω]], [[επιπίπτω]] («καὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἐρυθήματα καὶ [[φλόγωσις]] ἐλάμβανε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> [[παίρνω]] κάποιον [[μαζί]] μου («ὁ οὖν Ἰούδας λαβὼν τὴν σπεῑραν καὶ ἐκ τῶν ἀρχιερέων καὶ Φαρισαίων ὑπηρέτας», ΚΔ)<br /><b>7.</b> (σχετικά με [[ένδυμα]]) [[φορώ]] («τὴν δὲ στολὴν ἀποθέμενος τὴν Σκυθικὴν λάβεσκε ἄν [[Ελληνίδα]] ἐσθῆτα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[εκλαμβάνω]] [[κάτι]] με έναν τρόπο («ὀργῇ δ' ἅμα καὶ φόβῳ τὸ [[γεγονός]] λαμβάνοντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[επιχειρώ]], [[αναλαμβάνω]] («καὶ παλαισμάτων λάβε [[φροντίδα]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[επιτυγχάνω]] [[κάτι]] («καὶ [[πάντα]] ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες λήψεσθε», ΚΔ)<br /><b>11.</b> [[δέχομαι]] σε γάμο, παντρεύομαι («δοκέων αὐτὴν μᾱλλον λάμψεσθαι, ἤν ταῡτα ποιήσῃ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «[[λαμβάνω]] [[δίκην]]» — τιμωρούμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πιάνω]] επ' αυτοφώρω («κἄν λάβης ἐψευσμένον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) βρίσκομαι («[[ὅκως]] ἄν τὸ [[στρατόπεδον]] ίδρυμένον [[κατά]] νώτου λάβοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] με τις αισθήσεις ή με τον νου<br /><b>4.</b> [[μαθαίνω]]<br /><b>5.</b> (στη [[λογική]]) [[παίρνω]] [[κάτι]] ως δεδομένο, [[παραδέχομαι]] («ὅπαν [[ζῷον]] λαμβάνει, ἢ θνητὸν ἢ ἀθάνατον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[καθορίζω]], [[προσδιορίζω]], [[εκτιμώ]]<br /><b>7.</b> [[επισύρω]] [[εναντίον]] μου («γέλωτ' ἐν κακοῑς μωρίαν τε λήψομαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> [[φιλοξενώ]]<br /><b>9.</b> [[περιέχω]], [[περιλαμβάνω]] («τὸ [[στρατόπεδον]] πεζοὺς μὲν λαμβάνει περὶ τετρακοσίους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>10.</b> [[παίρνω]] [[άδεια]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>11.</b> [[χρησιμοποιώ]], [[μεταχειρίζομαι]] («οὐ λήψῃ τὸ [[ὄνομα]] κυρίου τοῦ θεοῡ σου ἐπὶ ματαίῳ», ΠΔ)<br /><b>12.</b> <b>μέσ.</b> <i>λαμβάνομαι</i><br />α) [[επιπλήττω]], [[επιτιμώ]] («ταχὺ γάρ σου λάβοιτ' ἄν τις τῶν παρ' ἡμῶν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[καταφεύγω]], [[φθάνω]] («αἱ μὲν [[[νῆες]]] Δήλου λαβόμεναι αἱ πλείους [[μετά]] Κλεάρχου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>13.</b> <b>παθ.</b> [[μυούμαι]], [[γίνομαι]] [[μύστης]] («τοὺς ἐς τὰ τῆς τέχνης εἰλημμένους», Ιπποκρ.)<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «λαμβάνομαι ἐμαυτοῦ» — [[συγκρατώ]] τον εαυτό μου, [[είμαι]] [[κύριος]] του [[εαυτού]] μου<br />β) «[[λαμβάνω]] [[δίκην]]» — [[τιμωρώ]], εκδικούμαι<br />γ) «λαμβάνομαι χαλεπῶς» — φέρομαι βάναυσα, κακομεταχειρίζομαι<br />δ) «λαμβάνειν πίστει καὶ ὁρκίοισι» — [[δένω]] κάποιον με όρκους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[ενεστωτικός]] τ. [[λαμβάνω]] σχηματίστηκε [[υστερογενώς]] από τον αόρ. <i>ἔ</i>-<i>λαβ</i>-<i>ον</i> / <i>λαβ</i>-<i>εῖν</i>, με έρρινο [[ένθημα]] (-<i>μ</i>- <span style="color: red;"><</span> -<i>ν</i>-) και σχηματιστικό [[μόρφημα]] -<i>άνω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μανθάνω]]: <i>ἔμαθον</i>). Το θ. <i>λαβ</i>- του <i>ἔλαβον</i> ανάγεται σε (<i>σ</i>)<i>λăβ</i>- (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>lag</i><sup>w</sup>- «[[πιάνω]], [[αρπάζω]]», <b>[[πρβλ]].</b> [[λάζομαι]], [[λάβρος]])<br />την εκτεταμένη [[βαθμίδα]] (<i>λᾱβ</i>- / <i>ληβ</i>·) εμφανίζει ο τ. του μέλλ. <i>λήψομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[λῆψις]], [[λῆμμα]]). Ο τ. του παρακμ. <i>εἴληφα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>σεσλᾱφ</i>-, με σίγηση του -<i>σ</i>- και [[αντέκταση]] (το -<i>φ</i>- του θ. κατ' [[επίδραση]] ενός θ. <i>λαφ</i>- που απαντά στο [[λάφυρο]] και στο [[ἀμφιλαφής]]). Η [[ψίλωση]] του <i>εἴληφα</i> [[αντί]] <i>εἵλειφα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>hειλᾱφ</i>-) λόγω ανομοιώσεως τών δασέων ([[νόμος]] του Graffmann). Ο τ. [[λαββάνω]] <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]], με [[αφομοίωση]], ενώ ο μσν. και ο νεοελλ. τ. [[λαβαίνω]] σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. <i>ἔλαβα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λαγχάνω]]: [[λαχαίνω]], [[τυγχάνω]]: [[τυχαίνω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λαβή]], [[λαβίδα]](-<i>ίς</i>), [[λήμμα]], [[λήψη]] (-<i>ις</i>), [[ληπτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναλαμβάνω]], [[απολαμβάνω]], [[διαλαμβάνω]], [[εκλαμβάνω]], [[επαναλαμβάνω]], [[καταλαμβάνω]], [[μεταλαμβάνω]], [[παραλαμβάνω]], [[περιλαμβάνω]], [[προκαταλαμβάνω]], [[προλαμβάνω]], [[προσλαμβάνω]], [[συλλαμβάνω]], [[συμπαραλαμβάνω]], [[υπολαμβάνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιλαμβάνω]], <i>ανταναλαμβάνω</i>, [[ανταπολαμβάνω]], [[αντεπιλαμβάνομαι]], [[αντικαταλαμβάνω]], [[αντιπεριλαμβάνω]], <i>αποδιαλάμβάνω</i>, <i>αποκαταλαμβάνω</i>, [[διεκλαμβάνω]], [[εγκαταλαμβάνω]], <i>ελλαμβάνω</i>, [[εναπολαμβάνω]], <i>ενδιαλαμβάνω</i>, <i>εξαναλαμβάνω</i>, [[επικαταλαμβάνω]], <i>επιλαμβάνω</i>, [[επισυλλαμβάνω]], [[μεταπαραλαμβάνω]], [[περικαταλαμβάνω]], [[περισυγκαταλαμβάνομαι]], [[προαναλαμβάνω]], [[προαπολαμβάνω]], [[προπαραλαμβάνω]], [[προσαναλαμβάνω]], [[προσαντιλαμβάνομαι]], [[προσαπολαμβάνω]], [[προσεπιλαμβάνω]], [[προσκαταλαμβάνω]], [[προσπαραλαμβάνω]], [[προσσυλλαμβάνω]], [[προσυπολαμβάνω]], [[προϋπολαμβάνω]], [[συγκαταλαμβάνω]], [[συμμεταλαμβάνω]], [[συναναλαμβάνω]], [[συναντιλαμβάνομαι]], [[συναπολαμβάνω]], [[συνδιαλαμβάνω]], [[συνεκλαμβάνω]], [[συνεπιλαμβάνω]], [[συνυπολαμβάνω]], [[υπαναλαμβάνω]], [[υποδιαλαμβάνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανακαταλαμβάνω]], [[αντιλαμβάνομαι]], [[εμπεριλαμβάνω]], <i>επαναπροσλαμβάνω</i>, [[επιλαμβάνομαι]], [[προδιαλαμβάνω]], [[προσυλλαμβάνω]], [[συμπεριλαμβάνω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λαμβάνω:''' (√<i>ΛΑΒ</i>), μέλ. [[λήψομαι]], Ιων. [[λάμψομαι]], Δωρ. [[λαψεῦμαι]] ή <i>λαψοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ἔλᾰβον</i>, Επικ. <i>ἔλλᾰβον</i>· Ιων. [[λάβεσκον]]· προστ. [[λαβέ]], παρακ. [[εἴληφα]], Ιων. [[λελάβηκα]]· υπερσ. <i>εἰλήφειν</i>, Ιων. γʹ ενικ. <i>λελαβήκεε</i> — Μέσ., αόρ. βʹ <i>ἐλαβόμην</i>, Επικ. <i>ἐλλαβόμην</i>, Επικ. απαρ. με αναδιπλ. [[λελαβέσθαι]] — Παθ., μέλ. <i>ληφθήσομαι</i>, αόρ. [[ἐλήφθην]], Ιων. [[ἐλάμφθην]], παρακ. [[εἴλημμαι]], στους Τραγ. [[λέλημμαι]]· Ιων. [[λέλαμμαι]]. Η πρώτη [[έννοια]] της λέξης είναι [[διπλή]], η μεν (περισσότερο ενεργητική), [[λαμβάνω]], [[παίρνω]]· η δε (περισσότερο παθητική), [[λαμβάνω]], [[δέχομαι]].<br /><b class="num">Α. I.</b> [[λαμβάνω]], [[παίρνω]]·<br /><b class="num">1.</b> [[πιάνω]], [[αρπάζω]], κατάσχω, σε Όμηρ., κ.λπ.· το [[μέρος]] που λαμβάνεται τίθεται σε γεν., ενώ το όλον σε αιτ., π.χ. <i>τὴν πτέρυγαν λάβεν</i>, την έπιασε από το [[φτερό]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[γούνων]] λάβεκούρην, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· όταν παραλείπεται η αιτ. του όλου, το [[λαμβάνω]] συντάσσεται μόνο με γεν. του μέρους, <i>ποδῶν</i>, [[γούνων]], [[κόρυθος]] λάβεν, έπιασε από τα πόδια, κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[λαμβάνω]] δια της βίας, [[αρπάζω]], [[αποκομίζω]] [[κάτι]] σαν [[λεία]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> [[λαμβάνω]] [[δίκην]], <i>ποινάς</i>, Λατ. sumere poenas, [[λαμβάνω]] [[ικανοποίηση]], [[επιβάλλω]] [[ποινή]], σε Ευρ., κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[πάθη]], αισθήματα, κ.λπ., [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]], σε Όμηρ., κ.λπ.· λέγεται για πυρετό και αιφνίδια [[ασθένεια]], [[προσβάλλω]], [[καταλαμβάνω]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">5.</b> χρησιμ. για [[θεότητα]], [[καταλαμβάνω]], [[κατέχω]], <i>τινά</i>, σε Ηρόδ.· λέγεται για το [[σκοτάδι]] και τα [[συναφή]], [[καταλαμβάνω]], [[κατέχω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">6.</b> [[καταλαμβάνω]], [[επέρχομαι]] σαν [[εχθρός]], σε Όμηρ., Ηρόδ.· [[καταλαμβάνω]], [[βρίσκω]], [[επέρχομαι]], [[λαμβάνω]] τινὰ μοῦνον, σε Ηρόδ., κ.λπ.· επίσης, [[καταλαμβάνω]], [[βρίσκω]], [[ανακαλύπτω]], Λατ. [[deprehendo]], στον ίδ.· ομοίως Παθ., <i>ἐπ' αὐτοφώρῳ εἰλημμένος</i>, πιάστηκε κατά την [[πράξη]], επ' αυτοφώρω, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">7.</b> [[λαμβάνω]] τινὰ ὁρκίοισι, [[δένω]], [[υποχρεώνω]] κάποιον με όρκους, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">8.</b> [[παίρνω]] κάποιον ως βοηθό, σε Σοφ.<br /><b class="num">9.</b> <i>τὴν Ἴδην λαβὼν ἐς ἀριστερὴν χεῖρα</i>, κράτησε την Ίδη προς τα αριστερά [[σου]]· ομοίως, <i>λαβὼν ἐν δεξιᾷ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">10.</b> [[λαμβάνω]] Ἑλληνίδα ἐσθῆτα, τη φορώ, τη [[δέχομαι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">11.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] δια των αισθήσεων, σε Σοφ., Πλάτ.· [[προσλαμβάνω]] με το [[μυαλό]], [[αντιλαμβάνομαι]], «[[πιάνω]]», [[κατανοώ]], σε Ηρόδ., κ.λπ.· [[εκλαμβάνω]], [[κατανοώ]] [[κάτι]] όπως ακριβώς είναι, π.χ. χωρίο συγγραφέα, Λατ. accipere, σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.<br /><b class="num">12.</b> [[παίρνω]] στα χέρια μου, [[αναλαμβάνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">13.</b> η μτχ. [[λαβών]] πολλές φορές πλεονάζει, όπως <i>λαβὼν κύσε χεῖρα</i>, πήρε και φίλησε, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, σε Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[λαμβάνω]] [[κάτι]], [[αποδέχομαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[λαμβάνω]] [[κάτι]] που μου προσφέρεται, [[κερδίζω]], [[αποκομίζω]], [[αποκτώ]] [[κάτι]], σε Όμηρ., κ.λπ.· επίσης, με αρνητική [[σημασία]], [[λαμβάνω]] [[ὄνειδος]], σε Σοφ.· [[λαμβάνω]] θάνατον, σε Ευρ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> παντρεύομαι, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[λαμβάνω]] [[δίκην]], [[λαμβάνω]] [[τιμωρία]], δηλ. [[υποφέρω]], [[παθαίνω]], τιμωρούμαι, Λατ. dare poenas, σε Ηρόδ., Ευρ.·<br /><b class="num">4.</b> [[λαμβάνω]] ὅρκον, [[δέχομαι]] όρκο σαν [[δοκιμασία]], σε Αριστ.· [[λαμβάνω]] λόγον, [[απαιτώ]] λογαριασμό, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> [[συλλαμβάνω]] [[παιδί]], [[μένω]] [[έγκυος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">6.</b> [[λαμβάνω]] σαν [[εισόδημα]] ή [[αποκομίζω]] [[κέρδος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· [[αγοράζω]] αντί..., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">7.</b> [[δέχομαι]], [[παραδέχομαι]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">8.</b> λέγεται για πρόσωπα υποταγμένα σε αισθήματα, [[πάθη]] και άλλα παρόμοια, [[λαμβάνω]] θυμόν, «[[παίρνω]] [[θάρρος]]», σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, περιφραστικά, [[λαμβάνω]] φόβον = φοβεῖσθαι, σε Σοφ., κ.λπ.· ομοίως, [[λαμβάνω]] [[ὕψος]] = ὑψοῦσθαι, σε Θουκ.· [[λαμβάνω]] νόσον, «[[παίρνω]]» [[κρυολόγημα]], σε Πλάτ.· ομοίως, <i>αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις λαμβάνουσαι</i>, λαμβάνοντας επιπρόσθετες επάλξεις, αποκτώντας περισσότερες πολεμίστρες, σε Θουκ. <b>Β. 1.</b> Μέσ., πιάνομαι από [[κάτι]] ή κάποιον, με γεν., <i>λαμβάνομαι σχεδίης</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[τόπο]], λαμβάνομαι [[τῶν]] [[ὀρῶν]], [[καταφεύγω]] στα όρη, [[φτάνω]] στα βουνά, σε Θουκ.
|lsmtext='''λαμβάνω:''' (√<i>ΛΑΒ</i>), μέλ. [[λήψομαι]], Ιων. [[λάμψομαι]], Δωρ. [[λαψεῦμαι]] ή <i>λαψοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ἔλᾰβον</i>, Επικ. <i>ἔλλᾰβον</i>· Ιων. [[λάβεσκον]]· προστ. [[λαβέ]], παρακ. [[εἴληφα]], Ιων. [[λελάβηκα]]· υπερσ. <i>εἰλήφειν</i>, Ιων. γʹ ενικ. <i>λελαβήκεε</i> — Μέσ., αόρ. βʹ <i>ἐλαβόμην</i>, Επικ. <i>ἐλλαβόμην</i>, Επικ. απαρ. με αναδιπλ. [[λελαβέσθαι]] — Παθ., μέλ. <i>ληφθήσομαι</i>, αόρ. [[ἐλήφθην]], Ιων. [[ἐλάμφθην]], παρακ. [[εἴλημμαι]], στους Τραγ. [[λέλημμαι]]· Ιων. [[λέλαμμαι]]. Η πρώτη [[έννοια]] της λέξης είναι [[διπλή]], η μεν (περισσότερο ενεργητική), [[λαμβάνω]], [[παίρνω]]· η δε (περισσότερο παθητική), [[λαμβάνω]], [[δέχομαι]].<br /><b class="num">Α. I.</b> [[λαμβάνω]], [[παίρνω]]·<br /><b class="num">1.</b> [[πιάνω]], [[αρπάζω]], κατάσχω, σε Όμηρ., κ.λπ.· το [[μέρος]] που λαμβάνεται τίθεται σε γεν., ενώ το όλον σε αιτ., π.χ. <i>τὴν πτέρυγαν λάβεν</i>, την έπιασε από το [[φτερό]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[γούνων]] λάβεκούρην, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· όταν παραλείπεται η αιτ. του όλου, το [[λαμβάνω]] συντάσσεται μόνο με γεν. του μέρους, <i>ποδῶν</i>, [[γούνων]], [[κόρυθος]] λάβεν, έπιασε από τα πόδια, κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[λαμβάνω]] δια της βίας, [[αρπάζω]], [[αποκομίζω]] [[κάτι]] σαν [[λεία]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> [[λαμβάνω]] [[δίκην]], <i>ποινάς</i>, Λατ. sumere poenas, [[λαμβάνω]] [[ικανοποίηση]], [[επιβάλλω]] [[ποινή]], σε Ευρ., κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[πάθη]], αισθήματα, κ.λπ., [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]], σε Όμηρ., κ.λπ.· λέγεται για πυρετό και αιφνίδια [[ασθένεια]], [[προσβάλλω]], [[καταλαμβάνω]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">5.</b> χρησιμ. για [[θεότητα]], [[καταλαμβάνω]], [[κατέχω]], <i>τινά</i>, σε Ηρόδ.· λέγεται για το [[σκοτάδι]] και τα [[συναφή]], [[καταλαμβάνω]], [[κατέχω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">6.</b> [[καταλαμβάνω]], [[επέρχομαι]] σαν [[εχθρός]], σε Όμηρ., Ηρόδ.· [[καταλαμβάνω]], [[βρίσκω]], [[επέρχομαι]], [[λαμβάνω]] τινὰ μοῦνον, σε Ηρόδ., κ.λπ.· επίσης, [[καταλαμβάνω]], [[βρίσκω]], [[ανακαλύπτω]], Λατ. [[deprehendo]], στον ίδ.· ομοίως Παθ., <i>ἐπ' αὐτοφώρῳ εἰλημμένος</i>, πιάστηκε κατά την [[πράξη]], επ' αυτοφώρω, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">7.</b> [[λαμβάνω]] τινὰ ὁρκίοισι, [[δένω]], [[υποχρεώνω]] κάποιον με όρκους, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">8.</b> [[παίρνω]] κάποιον ως βοηθό, σε Σοφ.<br /><b class="num">9.</b> <i>τὴν Ἴδην λαβὼν ἐς ἀριστερὴν χεῖρα</i>, κράτησε την Ίδη προς τα αριστερά [[σου]]· ομοίως, <i>λαβὼν ἐν δεξιᾷ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">10.</b> [[λαμβάνω]] Ἑλληνίδα ἐσθῆτα, τη φορώ, τη [[δέχομαι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">11.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] δια των αισθήσεων, σε Σοφ., Πλάτ.· [[προσλαμβάνω]] με το [[μυαλό]], [[αντιλαμβάνομαι]], «[[πιάνω]]», [[κατανοώ]], σε Ηρόδ., κ.λπ.· [[εκλαμβάνω]], [[κατανοώ]] [[κάτι]] όπως ακριβώς είναι, π.χ. χωρίο συγγραφέα, Λατ. accipere, σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.<br /><b class="num">12.</b> [[παίρνω]] στα χέρια μου, [[αναλαμβάνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">13.</b> η μτχ. [[λαβών]] πολλές φορές πλεονάζει, όπως <i>λαβὼν κύσε χεῖρα</i>, πήρε και φίλησε, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, σε Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[λαμβάνω]] [[κάτι]], [[αποδέχομαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[λαμβάνω]] [[κάτι]] που μου προσφέρεται, [[κερδίζω]], [[αποκομίζω]], [[αποκτώ]] [[κάτι]], σε Όμηρ., κ.λπ.· επίσης, με αρνητική [[σημασία]], [[λαμβάνω]] [[ὄνειδος]], σε Σοφ.· [[λαμβάνω]] θάνατον, σε Ευρ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> παντρεύομαι, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[λαμβάνω]] [[δίκην]], [[λαμβάνω]] [[τιμωρία]], δηλ. [[υποφέρω]], [[παθαίνω]], τιμωρούμαι, Λατ. dare poenas, σε Ηρόδ., Ευρ.·<br /><b class="num">4.</b> [[λαμβάνω]] ὅρκον, [[δέχομαι]] όρκο σαν [[δοκιμασία]], σε Αριστ.· [[λαμβάνω]] λόγον, [[απαιτώ]] λογαριασμό, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> [[συλλαμβάνω]] [[παιδί]], [[μένω]] [[έγκυος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">6.</b> [[λαμβάνω]] σαν [[εισόδημα]] ή [[αποκομίζω]] [[κέρδος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· [[αγοράζω]] αντί..., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">7.</b> [[δέχομαι]], [[παραδέχομαι]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">8.</b> λέγεται για πρόσωπα υποταγμένα σε αισθήματα, [[πάθη]] και άλλα παρόμοια, [[λαμβάνω]] θυμόν, «[[παίρνω]] [[θάρρος]]», σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, περιφραστικά, [[λαμβάνω]] φόβον = φοβεῖσθαι, σε Σοφ., κ.λπ.· ομοίως, [[λαμβάνω]] [[ὕψος]] = ὑψοῦσθαι, σε Θουκ.· [[λαμβάνω]] νόσον, «[[παίρνω]]» [[κρυολόγημα]], σε Πλάτ.· ομοίως, <i>αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις λαμβάνουσαι</i>, λαμβάνοντας επιπρόσθετες επάλξεις, αποκτώντας περισσότερες πολεμίστρες, σε Θουκ. <b>Β. 1.</b> Μέσ., πιάνομαι από [[κάτι]] ή κάποιον, με γεν., <i>λαμβάνομαι σχεδίης</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[τόπο]], λαμβάνομαι [[τῶν]] [[ὀρῶν]], [[καταφεύγω]] στα όρη, [[φτάνω]] στα βουνά, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[take]], [[grasp]] (see on <b class="b3">ἀγρέω</b>), (psothom.)<br />Other forms: Aor. <b class="b3">λαβεῖν</b> (Il.), redupl. midd. <b class="b3">λελα-βέσθαι</b> (δ 388), pass. <b class="b3">λαφθῆναι</b> (Ion.), <b class="b3">ληφθῆναι</b> (Att.), <b class="b3">λημφθῆναι</b> (hell.); fut. <b class="b3">λάψομαι</b> (Ion.), <b class="b3">λά[μ]ψεται</b> (Alc., Hamm Grammatik 145), <b class="b3">λαψῃ̃</b> 2. sg. (Dor.), <b class="b3">λήψομαι</b> (Att.), <b class="b3">λήμψομαι</b> (hell.); perf. <b class="b3">εἴληφα</b> (Att.), <b class="b3">εἴλαφα</b> (Dor.), <b class="b3">λελάβηκα</b> (Ion. Dor. Arc., also Att.), midd. <b class="b3">εἴλημμαι</b> (Att.), <b class="b3">λέλημμαι</b> (trag.), <b class="b3">λέλαμμαι</b>, <b class="b3">λελάφθαι</b> (Ion.),<br />Compounds: very often with prefix in diff. meanings, <b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">κατα-</b>, <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">παρα-</b>, <b class="b3">περι-</b>, <b class="b3">συν-</b>, <b class="b3">ὑπο-</b>.<br />Derivatives: Very many derivv., many technical words with specific meanings: A. From <b class="b3">λαβεῖν</b>: 1. <b class="b3">λαβή</b> <b class="b2">grip, point of application etc.</b>' (Alc. [<b class="b3">λάβα</b>], Ion. Att.), of the compp. e. g. <b class="b3">συλλαβή</b> `<b class="b2">grip, syllable etc.</b> (A., Att.); <b class="b3">λαβίς</b> f. `[[grip]], [[cramp]], [[tweezers]] (hell.) with <b class="b3">λαβίδιον</b> (Dsc., Gal.), <b class="b3">ἀντι-</b>, <b class="b3">κατα-</b>, <b class="b3">περι-λαβεύς</b> <b class="b2">handgrip of a shield, peg etc.</b> (H., medic.; cf. Boßhardt 81), <b class="b3">λάβιον</b> [[grip]] (Str.), <b class="b3">ἀπολάβειον</b> [[cramp]] (Ph. Bel.). 2. <b class="b3">-λάβος</b> in compp. as <b class="b3">ἐργο-λάβ-ος</b> m. [[untertaker]] with <b class="b3">-έω</b>, <b class="b3">-ία</b> (Att., hell.). 3. <b class="b3">-λαβής</b> e. g. <b class="b3">εὑ-λαβ-ής</b> (: <b class="b3">εὑ λαβεῖν</b>) [[careful]] with <b class="b3">-έομαι</b>, <b class="b3">-εια</b> (IA.; lit. s. <b class="b3">θρησκεύω</b>, also Kerényi Byz.-Neugr. Jbb. 8, 306ff.). 4. <b class="b3">ΛhαβΕτος</b> PN (Att. epigr.). - B. From full-grade forms (<b class="b3">λήψομαι</b>, <b class="b3">ληφθῆναι</b>): 1. <b class="b3">λῆμμα</b> (<b class="b3">ἀνά-</b> λαμβάνω etc.) `<b class="b2">taking in, accept</b> (Att. ). 2. <b class="b3">λῆψις</b> (<b class="b3">ἀνά-</b> λαμβάνω etc.), hell. <b class="b3">λῆμψις</b> <b class="b2">capture, apprehension, attack of a disease</b> (Hp., Att.), <b class="b3">ἀπό-</b>, <b class="b3">διά-λαμψις</b> = <b class="b3">ἀπό-</b>, <b class="b3">διά-ληψις</b> (Mytil., Kyme a. o.). 3. <b class="b3">-λη(μ)πτωρ</b>, e. g. <b class="b3">συλ-λήπ-τωρ</b> with <b class="b3">συλλήπτρ-ια</b> [[participant]], [[assistant]] (Att.). 4. <b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">κατα-ληπ-τήρ</b> [[scoop]] resp. [[clamp]] (hell.), <b class="b3">ἀνα- ληπτρ-ίς</b> f. [[connection]] (Gal.). 5. <b class="b3">παρα- λή(μ)π-της</b> <b class="b2">tax-collector</b> (hell.), <b class="b3">προσωπο-λήπ-της</b> <b class="b2">who looks after the person</b> (NT). 6. <b class="b3">ληπτικός</b> `[[receptive]] (Arist.), further in comp., e. g. <b class="b3">ἐπιληπτικός</b> `[[epileptic]]' (:<b class="b3">ἐπίληψις</b>, Hp.). 7. <b class="b3">συλ-λήβ-δην</b> adv. <b class="b2">taken together</b> (Thgn., A.). - On <b class="b3">λάβρος</b> s. v.; on <b class="b3">ἀμφι-λαφής</b> s. <b class="b3">λάφυρον</b>.<br />Origin: IE [Indo-European] [958] <b class="b2">*sleh₂gʷ-?</b> [[take]], [[grasp]]<br />Etymology: From Aegin. <b class="b3">λhαβών</b>, Att.<b class="b3">ΛhαβΕτος</b> and <b class="b3">εἴληφα</b> (and also hom. <b class="b3">ἔ-λλαβον</b>) we see IE. <b class="b2">sl-</b>; the Hom. present <b class="b3">λάζομαι</b>, for which <b class="b3">λαμβάνω</b> was an innovation (Schwyzer 699 f.; metr. uneasy? Kuiper Nasalpräs. 156) shows IE. [[gʷ]]; basis therefore IE. <b class="b2">*slagʷ-</b>. The aspiration in <b class="b3">εἴληφα</b> can be secondary (vgl. Schwyzer 772); perhaps another verb for [[grasp]] (s. <b class="b3">λάφυρον</b>) was involved; also some other formes were influenced by it. the zero grade must be secondary, <b class="b2">*sl̥h₂-</b> would hav got long <b class="b3">α</b>.<br />See also: Weiteres s. [[λάζομαι]] und <b class="b3">λάφυρον</b>.
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[take]], [[grasp]] (see on <b class="b3">ἀγρέω</b>), (psothom.)<br />Other forms: Aor. <b class="b3">λαβεῖν</b> (Il.), redupl. midd. <b class="b3">λελα-βέσθαι</b> (δ 388), pass. <b class="b3">λαφθῆναι</b> (Ion.), <b class="b3">ληφθῆναι</b> (Att.), <b class="b3">λημφθῆναι</b> (hell.); fut. <b class="b3">λάψομαι</b> (Ion.), <b class="b3">λά[μ]ψεται</b> (Alc., Hamm Grammatik 145), <b class="b3">λαψῃ̃</b> 2. sg. (Dor.), <b class="b3">λήψομαι</b> (Att.), <b class="b3">λήμψομαι</b> (hell.); perf. <b class="b3">εἴληφα</b> (Att.), <b class="b3">εἴλαφα</b> (Dor.), <b class="b3">λελάβηκα</b> (Ion. Dor. Arc., also Att.), midd. <b class="b3">εἴλημμαι</b> (Att.), <b class="b3">λέλημμαι</b> (trag.), <b class="b3">λέλαμμαι</b>, <b class="b3">λελάφθαι</b> (Ion.),<br />Compounds: very often with prefix in diff. meanings, <b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">κατα-</b>, <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">παρα-</b>, <b class="b3">περι-</b>, <b class="b3">συν-</b>, <b class="b3">ὑπο-</b>.<br />Derivatives: Very many derivv., many technical words with specific meanings: A. From <b class="b3">λαβεῖν</b>: 1. <b class="b3">λαβή</b> <b class="b2">grip, point of application etc.</b>' (Alc. [<b class="b3">λάβα</b>], Ion. Att.), of the compp. e. g. <b class="b3">συλλαβή</b> `<b class="b2">grip, syllable etc.</b> (A., Att.); <b class="b3">λαβίς</b> f. `[[grip]], [[cramp]], [[tweezers]] (hell.) with <b class="b3">λαβίδιον</b> (Dsc., Gal.), <b class="b3">ἀντι-</b>, <b class="b3">κατα-</b>, <b class="b3">περι-λαβεύς</b> <b class="b2">handgrip of a shield, peg etc.</b> (H., medic.; cf. Boßhardt 81), <b class="b3">λάβιον</b> [[grip]] (Str.), <b class="b3">ἀπολάβειον</b> [[cramp]] (Ph. Bel.). 2. <b class="b3">-λάβος</b> in compp. as <b class="b3">ἐργο-λάβ-ος</b> m. [[untertaker]] with <b class="b3">-έω</b>, <b class="b3">-ία</b> (Att., hell.). 3. <b class="b3">-λαβής</b> e. g. <b class="b3">εὑ-λαβ-ής</b> (: <b class="b3">εὑ λαβεῖν</b>) [[careful]] with <b class="b3">-έομαι</b>, <b class="b3">-εια</b> (IA.; lit. s. <b class="b3">θρησκεύω</b>, also Kerényi Byz.-Neugr. Jbb. 8, 306ff.). 4. <b class="b3">ΛhαβΕτος</b> PN (Att. epigr.). - B. From full-grade forms (<b class="b3">λήψομαι</b>, <b class="b3">ληφθῆναι</b>): 1. <b class="b3">λῆμμα</b> (<b class="b3">ἀνά-</b> λαμβάνω etc.) `<b class="b2">taking in, accept</b> (Att. ). 2. <b class="b3">λῆψις</b> (<b class="b3">ἀνά-</b> λαμβάνω etc.), hell. <b class="b3">λῆμψις</b> <b class="b2">capture, apprehension, attack of a disease</b> (Hp., Att.), <b class="b3">ἀπό-</b>, <b class="b3">διά-λαμψις</b> = <b class="b3">ἀπό-</b>, <b class="b3">διά-ληψις</b> (Mytil., Kyme a. o.). 3. <b class="b3">-λη(μ)πτωρ</b>, e. g. <b class="b3">συλ-λήπ-τωρ</b> with <b class="b3">συλλήπτρ-ια</b> [[participant]], [[assistant]] (Att.). 4. <b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">κατα-ληπ-τήρ</b> [[scoop]] resp. [[clamp]] (hell.), <b class="b3">ἀνα- ληπτρ-ίς</b> f. [[connection]] (Gal.). 5. <b class="b3">παρα- λή(μ)π-της</b> <b class="b2">tax-collector</b> (hell.), <b class="b3">προσωπο-λήπ-της</b> <b class="b2">who looks after the person</b> (NT). 6. <b class="b3">ληπτικός</b> `[[receptive]] (Arist.), further in comp., e. g. <b class="b3">ἐπιληπτικός</b> `[[epileptic]]' (:<b class="b3">ἐπίληψις</b>, Hp.). 7. <b class="b3">συλ-λήβ-δην</b> adv. <b class="b2">taken together</b> (Thgn., A.). - On <b class="b3">λάβρος</b> s. v.; on <b class="b3">ἀμφι-λαφής</b> s. <b class="b3">λάφυρον</b>.<br />Origin: IE [Indo-European] [958] <b class="b2">*sleh₂gʷ-?</b> [[take]], [[grasp]]<br />Etymology: From Aegin. <b class="b3">λhαβών</b>, Att.<b class="b3">ΛhαβΕτος</b> and <b class="b3">εἴληφα</b> (and also hom. <b class="b3">ἔ-λλαβον</b>) we see IE. <b class="b2">sl-</b>; the Hom. present <b class="b3">λάζομαι</b>, for which <b class="b3">λαμβάνω</b> was an innovation (Schwyzer 699 f.; metr. uneasy? Kuiper Nasalpräs. 156) shows IE. [[gʷ]]; basis therefore IE. <b class="b2">*slagʷ-</b>. The aspiration in <b class="b3">εἴληφα</b> can be secondary (vgl. Schwyzer 772); perhaps another verb for [[grasp]] (s. <b class="b3">λάφυρον</b>) was involved; also some other formes were influenced by it. the zero grade must be secondary, <b class="b2">*sl̥h₂-</b> would hav got long <b class="b3">α</b>.<br />See also: Weiteres s. [[λάζομαι]] und <b class="b3">λάφυρον</b>.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj