3,260,316
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksoterikos | |Transliteration C=eksoterikos | ||
|Beta Code=e)cwteriko/s | |Beta Code=e)cwteriko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐξωτερική, ἐξωτερικόν, opp. [[ἐσωτερικός]],<br><span class="bld">A</span> [[external]], [[belonging to the outside]], [[τὰ ἐξωτερικά]] = [[the exterior members]], such as hands and feet, Arist. ''GA''786a26; [[ἐξωτερικὴ ἀρχή]] = [[foreign]] [[dominion]], Id.''Pol.''1272b19; [[ἐξωτερικαὶ πράξεις]] = [[external]] [[activity|activities]], ib.1325b22; [[ἐξωτερικὰ ἀγαθά]] ib.1323b25; [[οἱ ἐξωτερικοί]] = [[persons outside]] the [[Pythagorean]] [[school]], Iamb.''VP''32.226.<br><span class="bld">II</span> [[οἱ ἐξωτερικοὶ λόγοι]] = [[popular]] [[argument]]s or [[treatise]]s, opp. οἱ κατὰ [[φιλοσοφία]]ν, Arist.''EE'' 1217b22, ''Pol.''1278b31, ''Metaph.''1076a28, ''EN''1102a26, al.; ταῦτα ἐξωτερικωτέρας σκέψεως Id.''Pol.''1254a33; ἐξωτερικοὶ [[λόγος|λόγοι]], opp. [[ἀκροαματικός|ἀκροαματικοί]] or [[ἐσωτερικός|ἐσωτερικοί]] ([[quod vide|q.v.]]), Gell.20.5.2; ἐξωτερικοὶ [[διάλογος|διάλογοι]], opp. τὰ [[ἠθικός|ἠθικά]], τὰ [[φυσικός|φυσικὰ]] [[ὑπόμνημα|ὑπομνήματα]], Plu.2.1115b; cf. [[ἐσωτερικός]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0891.png Seite 891]] äußerlich, ausländisch, Arist. pol. 2, 10 u. öfter. Bes. τὰ ἐξωτερικά, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0891.png Seite 891]] äußerlich, ausländisch, Arist. pol. 2, 10 u. öfter. Bes. τὰ ἐξωτερικά, <span class="ggns">Gegensatz</span> von ἐσωτερικά, die Schriften der Philosophie des Aristoteles, welche auf ein größeres Publikum berechnet waren, nicht das Innerste der Philosophie betrafen, Arist. pol. 3, 6; [[σκέψις]] 1, 3; διάλογοι Plut. adv. Col. 14, vgl. Cic. Fin. 5, 5. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξωτερικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[внешний]], [[наружный]]: τὰ ἐξωτερικά (''[[sc.]]'' μόρια) Arst. внешние органы, конечности;<br /><b class="num">2</b> [[иноземный]]: ἐξωτερικὴ [[ἀρχή]] Arst. власть над чужими землями;<br /><b class="num">3</b> [[особый]], [[отличный]], [[иной]] ([[σκέψις]] Arst.);<br /><b class="num">4</b> [[общественный]], [[публичный]] (πράξεις Arst.);<br /><b class="num">5</b> [[эксотерический]], [[предназначенный для широкой публики]], [[популярный]] (λόγοι Arst.; διάλογοι Plut.): οἱ ἐξωτερικοί Cic., Gell. эксотерики (начинающие ученики пифагорейской школы). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐξωτερικός]], -ή, -όν) [[εξώτερος]]<br />αυτός που βρίσκεται στην εξωτερική [[επιφάνεια]], που υπάρχει [[προς]] τα έξω («εξωτερική [[σκάλα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[βάθος]], [[επιφανειακός]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις με τους ξένους («εξωτερική [[πολιτική]]», «[[υπουργείο]] εξωτερικών»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξωτερικό</i><br />α) τα εξωτερικά χαρακτηριστικά («το εξωτερικό του ναού»)<br />β) οι ξένες χώρες συνολικά, η αλλοδαπή<br />γ) η φαινομενική [[πλευρά]] ενός προβλήματος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν [[είναι]] [[συγγενής]] με κάποιον, ο [[ξένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξένος]], [[ξενικός]] («[[οὔτε]] γὰρ ἐξωτερικής ἀρχῆς | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐξωτερικός]], -ή, -όν) [[εξώτερος]]<br />αυτός που βρίσκεται στην εξωτερική [[επιφάνεια]], που υπάρχει [[προς]] τα έξω («εξωτερική [[σκάλα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[βάθος]], [[επιφανειακός]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις με τους ξένους («εξωτερική [[πολιτική]]», «[[υπουργείο]] εξωτερικών»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξωτερικό</i><br />α) τα εξωτερικά χαρακτηριστικά («το εξωτερικό του ναού»)<br />β) οι ξένες χώρες συνολικά, η αλλοδαπή<br />γ) η φαινομενική [[πλευρά]] ενός προβλήματος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν [[είναι]] [[συγγενής]] με κάποιον, ο [[ξένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξένος]], [[ξενικός]] («[[οὔτε]] γὰρ ἐξωτερικής ἀρχῆς κοινωνοῦσιν οἱ Κρῆτες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δημώδης]], [[λαϊκός]]<br /><b>3.</b> [[υλικός]] (σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[ηθικός]])<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οί ἐξωτερικοί</i><br />οι μαθητές του Πυθαγόρα έξω από τη [[σχολή]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐξωτερικοί λόγοι» — δημώδη, λαϊκά επιχειρήματα<br />β) «ἐξωτερικοί διάλογοι» — [[φυσικά]] υπομνήματα. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[external]]=== | ||
Armenian: արտաքին; Bulgarian: външен; Catalan: extern, externa; Chinese Mandarin: 外部的; Czech: externí, vnější; Danish: udvendig, ekstern, udvortes; Dutch: [[uiterlijk]], [[uitwendig]]; Esperanto: ekstera, malena; Finnish: ulko-, ulkoinen, ulkonainen, ulkopuolinen; French: [[externe]]; Galician: externo; German: [[außen-]], [[extern]], [[äußerlich]]; Greek: [[εξωτερικός]]; Ancient Greek: [[ἐξωτερικός]], [[ἐξώτερος]]; Hungarian: külső; Ido: extera; Irish: imeachtrach; Italian: [[esterno]]; Japanese: 外側の, 外部の; Latin: [[exter]], [[externus]]; Manchu: ᡨᡠᠯᡝᡵᡤᡳ; Maori: a waho, o waho, mōwaho; Occitan: extèrne, extèrna; Persian: بیرونی, بیگانه; Pitcairn-Norfolk: ekstirnal; Polish: zewnętrzny; Portuguese: [[externo]]; Romanian: extern; Russian: [[внешний]], [[наружный]]; Serbo-Croatian: èkstērnī, ìzvanjskī, vànjskī; Spanish: [[externo]]; Swedish: extern; Telugu: బహిర్గత; Ukrainian: зовнішній; Urdu: بیرونی | |||
}} | }} |