προστυγχάνω: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
(CSV import)
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prostygchano
|Transliteration C=prostygchano
|Beta Code=prostugxa/nw
|Beta Code=prostugxa/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">obtain one's share of</b>, and generally, [[obtain]], προστυχόντι τῶν ἴσων <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>552</span>; ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχών <span class="bibl">Id.<span class="title">El.</span>1463</span>: c. dat., <b class="b2">meet with, hit upon</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>844b</span>, <span class="bibl">893e</span>, <span class="bibl"><span class="title">Plt.</span>262b</span>, <span class="bibl"><span class="title">Sph.</span>246b</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of events, [[befall]] one, κακότας π. τινί <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>42.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> = [[πρόσειμι]], φασι τῷ ἐμβρύῳ προστυγχάνειν ἕτερον χιτῶνα <span class="bibl">Sor.1.58</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> abs., <b class="b3">ὁ προστυγχάνων</b> <b class="b2">the first person one meets, anybody</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>914b</span>; <b class="b3">πᾶς ὁ π</b>. ib. <span class="bibl">808e</span>; οἱ αἰεὶ -τυγχάνοντες <span class="bibl">Th.1.97</span>; ὁ προστυχὼν Φρύξ <span class="bibl">Herod.3.36</span>: so in neut., <b class="b3">τὰ προστυχόντα ξένια</b> [[whatever]] fare <b class="b2">there was</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>754</span>; <b class="b3">ἐρρύφεον τὸ προστυχόν</b> <b class="b2">anything that came handy</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>39</span>; but <b class="b3">τὸ προστυχόν</b> [[casualness]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>34c</span>; <b class="b3">πράξει τὸ π. ἑκάστοτε</b> will act [[offhand]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>962c</span>; <b class="b3">ἐκ τοῦ προστυχόντος</b> [[offhand]], [[ex tempore]], Plu.2.150d, 407b; so <b class="b3">κατὰ τὸ π</b>. <span class="bibl">D.H.7.1</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[obtain one's share of]], and generally, [[obtain]], προστυχόντι τῶν ἴσων S.''Ph.''552; ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχών Id.''El.''1463: c. dat., [[meet with]], [[hit upon]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''844b, 893e, ''Plt.''262b, ''Sph.''246b.<br><span class="bld">2</span> of events, [[befall]] one, κακότας π. τινί Pi.''Fr.''42.5.<br><span class="bld">3</span> = [[πρόσειμι]], φασι τῷ ἐμβρύῳ προστυγχάνειν ἕτερον χιτῶνα Sor.1.58.<br><span class="bld">4</span> abs., <b class="b3">ὁ προστυγχάνων</b> [[the first person one meets]], [[anybody]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''914b; <b class="b3">πᾶς ὁ προστυγχάνων</b> ib. 808e; οἱ αἰεὶ προστυγχάνοντες Th.1.97; ὁ προστυχὼν [[Φρύξ]] Herod.3.36: so in neut., <b class="b3">τὰ προστυχόντα ξένια</b> [[whatever fare there was]], [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''754; <b class="b3">ἐρρύφεον τὸ προστυχόν</b> [[anything that came handy]], Hp.''Acut.''39; but <b class="b3">τὸ προστυχόν</b> [[casualness]], Pl.''Ti.''34c; <b class="b3">πράξει τὸ προστυχὸν ἑκάστοτε</b> will [[act]] [[offhand]], Id.''Lg.''962c; <b class="b3">ἐκ τοῦ προστυχόντος</b> [[offhand]], [[ex tempore]], Plu.2.150d, 407b; so <b class="b3">κατὰ τὸ προστυχόν</b> D.H.7.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0784.png Seite 784]] (s. [[τυγχάνω]]), dazu kommen, zufällig treffen, begegnen, εἰ δέ τις κακότας προστύχῃ, Pind. frg. 177; erlangen, προστυχόντι τῶν ἴσων, Soph. Phil. 548, vgl. El. 1455; τὰ προστυχόντα ξένια, Eur. Alc. 757; u. in Prosa: [[ἤδη]] γὰρ καὶ ἐγὼ τούτων συχνοῖς προσέτυχον, Plat. Soph. 246 b; Polit. 262 b; τὸ προστυχόν, Tim. 61 e; εἰ πράξει τὸ προστυχὸν [[ἑκάστοτε]], was sich immer darbietet, Legg. XII, 962 c, ὁ προστυχὼν ἀεὶ τιμωρείσθω, Dem. 25, 96; Sp., ὅπλοις αὐτοσχεδίοις καὶ τοῖς προστυχοῦσιν ὡπλίζετο, Hdn. 7, 12, 2; dah. τὸ προστυχόν, das Zufällige, das Ungefähr, ἐκ τοῦ προστυχόντος, von Ungefähr, durch einen Zufall, Plut. de Pyth. or. 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0784.png Seite 784]] (s. [[τυγχάνω]]), dazu kommen, zufällig treffen, begegnen, εἰ δέ τις κακότας προστύχῃ, Pind. frg. 177; erlangen, προστυχόντι τῶν ἴσων, Soph. Phil. 548, vgl. El. 1455; τὰ προστυχόντα ξένια, Eur. Alc. 757; u. in Prosa: [[ἤδη]] γὰρ καὶ ἐγὼ τούτων συχνοῖς προσέτυχον, Plat. Soph. 246 b; Polit. 262 b; τὸ προστυχόν, Tim. 61 e; εἰ πράξει τὸ προστυχὸν [[ἑκάστοτε]], was sich immer darbietet, Legg. XII, 962 c, ὁ προστυχὼν ἀεὶ τιμωρείσθω, Dem. 25, 96; Sp., ὅπλοις αὐτοσχεδίοις καὶ τοῖς προστυχοῦσιν ὡπλίζετο, Hdn. 7, 12, 2; dah. τὸ προστυχόν, das Zufällige, das Ungefähr, ἐκ τοῦ προστυχόντος, von Ungefähr, durch einen Zufall, Plut. de Pyth. or. 25.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προστυγχάνω''': [[λαμβάνω]], [[μερίδιον]], ἐκ..., [[ἐπιτυγχάνω]], προστυχόντι τῶν ἴσων, κατὰ τὸν Nauck, ἀφοῦ εἶχον τὴν αὐτὴν τύχην [[μετὰ]] σοῦ, δηλ. ἀφοῦ προσωρμίσθην εἰς τὴν αὐτὴν [[ἀκτήν]], Σοφ. Φιλ. 552· ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1463· [[μετὰ]] δοτ., συναντῶ τι, [[ἐπιτυγχάνω]] τι, Πλάτ. Νόμ. 844Β, 893Ε, Πολιτ. 262Β, πρβλ. Σοφιστ. 246Β. 2) ἐπὶ γεγονότων, [[συμβαίνω]] εἴς τινα, ἄτα πρ. τινὶ Πινδ. Ἀποσπ. 171. 4. 3) ἀπολ., ὁ προστυγχάνων, ὁ προστυχών, ὁ πρῶτος τυχών, ὁ πρῶτος [[ἄνθρωπος]] ὃν συναντᾷ τις, ὡς τὸ ὁ τυχών, ὁ ἐπιών, Πλάτ. Νόμ. 808Ε. 914ΑΒ, πρβλ. Θουκ. 1. 97· τὰ προστυχόντα ξένια, ὅ, τι παρατίθεται εἰς τὸν ξένον, πρὸς τροφήν του, Εὐρ. Ἄλκ. 754· τὸ προστυχὸν Πλάτ. Τίμ. 34 C· τὸ πρ. [[ἑκάστοτε]] αὐτ. ἐν Νόμ. 962C· - ἐκ τοῦ προστυχόντος, κατὰ τύχην, Πλούτ. 2. 150D, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐκ τοῦ προχείρου, ex tempore, [[αὐτόθι]] 407Β· οὕτω, κατὰ τὸ πρ. Διον. Ἁλ. 7. 1, ἐν τέλ. - Πρβλ. [[παρατυγχάνω]].
|btext=<i>f.</i> προστεύξομαι, <i>ao.2</i> προσέτυχον;<br /><b>1</b> [[s'offrir aux regards]], [[se rencontrer]] : ὁ προστυχών THC le premier venu ; ἐκ τοῦ προστυχοῦντος PLUT selon l'occurrence, à l'improviste;<br /><b>2</b> obtenir, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[τυγχάνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-τυγχάνω met gen. verkrijgen:. π. τῶν ἴσων een redelijke beloning krijgen Soph. Ph. 552. met dat. aantreffen, ontmoeten:. ἐὰν... μηδαμῶς ὕδατι προστυγχάνῃ als hij totaal geen water aantreft Plat. Lg. 844b. abs. er toevallig (net, precies) zijn: ptc. subst.. ἐρρύφεον τὸ προστυχόν zij slurpten een drankje, net wat voorhanden was Hp. Acut. 39; προστυγχάνων de eerste de beste Plat. Lg. 808e; ἐκ τοῦ προστυχόντος bij toeval Plut. Phil. 7.4.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<i>f.</i> προστεύξομαι, <i>ao.2</i> προσέτυχον;<br /><b>1</b> s’offrir aux regards, se rencontrer : ὁ προστυχών THC le premier venu ; [[ἐκ]] [[τοῦ]] προστυχοῦντος PLUT selon l’occurrence, à l’improviste;<br /><b>2</b> obtenir, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[τυγχάνω]].
|elrutext='''προστυγχάνω:''' (fut. προστεύξομαι, aor. 2 προσέτυχον)<br /><b class="num">1</b> [[случаться]], [[приключаться]]: ὁ προστυγχάνων или ὁ [[προστυχών]] Thuc., Plat. первый встречный, любой; τὸ προστυχόν Plat. случай, случайность; ἐκ τοῦ προστυχόντος Plut. случайным образом; τὰ προστυχόντα [[ξένια]] Eur. какое-л. угощение;<br /><b class="num">2</b> встречать(ся), наталкиваться: προστυγχάνοντα [[ἑκάστοτε]] ἑκάστοις Plat. при всяком столкновении каждого (предмета) с каждым (другим); ὕδατι π. Plat. (при рытье земли) обнаружить воду;<br /><b class="num">3</b> [[получать]], [[обретать]]: π. τῶν ἴσων Soph. получать справедливую награду.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[προστυγχάνω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[befall]] εἰ δέ [[τις]] ἀνθρώποισι [[θεόσδοτος]] ἀτληκηκότας προστᾰχῃ ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν (ἀτλάτα κακότας coni. Boeckh) fr. 42. 6.
|sltr=[[προστυγχάνω]] [[befall]] εἰ δέ [[τις]] ἀνθρώποισι [[θεόσδοτος]] ἀτληκηκότας προστᾰχῃ ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν (ἀτλάτα κακότας coni. Boeckh) fr. 42. 6.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[τυγχάνω]]<br />(η μτχ. αορ. <i>β</i>' ως ουσ.) <i>προστυχών</i>, -<i>ούσα</i>, -<i>όν</i> και <i>προστυχών</i>, -<i>οῡσα</i>, -<i>όν</i><br />ο [[πρώτος]] [[άνθρωπος]] τον οποίο συναντά [[κανείς]], ο [[πρώτος]] [[τυχαίος]] (α. «το [[ρεύμα]] παρέσυρε [[καθετί]] το προστυχόν» β. «ὁ προστυχῶν [[Φρύξ]]», Ηρώνδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναντώ]] κάποιον τυχαία, [[πέφτω]] [[πάνω]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> (με δοτ.) [[συναντώ]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[λαμβάνω]] [[μερίδιο]] από [[κάτι]], [[επιτυγχάνω]] [[κάτι]] («ἐμοῡ κολαστοῦ προστυχών», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>προστυγχάνων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />ο προστυχών<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. του αορ. β' ως ουσ.) <i>τὸ προστυχόν</i><br />το τυχαίο<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ προστυχόντα [[ξένια]]» — τα παρατιθέμενα σε φιλοξενούμενο εδέσματα<br />β) «τὸ προστυχὸν [[ἑκάστοτε]]» — αυτό που εμφανίζεται, που προκύπτει τυχαία<br />γ) «ἐκ τοῦ προστυχόντος» — τυχαία, [[κατά]] [[σύμπτωση]]<br />δ) «κατὰ τὸ προστυχόν» — [[πρόχειρα]].
|mltxt=ΝΜΑ [[τυγχάνω]]<br />(η μτχ. αορ. <i>β</i>' ως ουσ.) <i>προστυχών</i>, -<i>ούσα</i>, -<i>όν</i> και <i>προστυχών</i>, -<i>οῦσα</i>, -<i>όν</i><br />ο [[πρώτος]] [[άνθρωπος]] τον οποίο συναντά [[κανείς]], ο [[πρώτος]] [[τυχαίος]] (α. «το [[ρεύμα]] παρέσυρε [[καθετί]] το προστυχόν» β. «ὁ προστυχῶν [[Φρύξ]]», Ηρώνδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναντώ]] κάποιον τυχαία, [[πέφτω]] [[πάνω]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> (με δοτ.) [[συναντώ]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[λαμβάνω]] [[μερίδιο]] από [[κάτι]], [[επιτυγχάνω]] [[κάτι]] («ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχών», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>προστυγχάνων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />ο προστυχών<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. του αορ. β' ως ουσ.) <i>τὸ προστυχόν</i><br />το τυχαίο<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ προστυχόντα [[ξένια]]» — τα παρατιθέμενα σε φιλοξενούμενο εδέσματα<br />β) «τὸ προστυχὸν [[ἑκάστοτε]]» — αυτό που εμφανίζεται, που προκύπτει τυχαία<br />γ) «ἐκ τοῦ προστυχόντος» — τυχαία, [[κατά]] [[σύμπτωση]]<br />δ) «κατὰ τὸ προστυχόν» — [[πρόχειρα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προστυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], [[αποκτώ]] [[μερίδιο]] από [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ.· με δοτ., [[πετυχαίνω]], [[συναντώ]] τυχαία, [[βρίσκω]] στην [[τύχη]], σε Πλάτ.· <i>ὁ προστυγχάνων</i>, <i>ὁ προστυχών</i>, ο [[πρώτος]] [[άνθρωπος]] που συναντά [[κάποιος]], ο [[πρώτος]] που παρουσιάζεται, ο [[πρώτος]] [[τυχών]], στον ίδ.· τὰ προστυχόντα [[ξένια]], [[τροφή]] που προσφέρεται σε κάποιον επισκέπτη, σε Ευρ.
|lsmtext='''προστυγχάνω:''' μέλ. -[[τεύξομαι]], [[αποκτώ]] [[μερίδιο]] από [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ.· με δοτ., [[πετυχαίνω]], [[συναντώ]] τυχαία, [[βρίσκω]] στην [[τύχη]], σε Πλάτ.· <i>ὁ προστυγχάνων</i>, <i>ὁ προστυχών</i>, ο [[πρώτος]] [[άνθρωπος]] που συναντά [[κάποιος]], ο [[πρώτος]] που παρουσιάζεται, ο [[πρώτος]] [[τυχών]], στον ίδ.· τὰ προστυχόντα [[ξένια]], [[τροφή]] που προσφέρεται σε κάποιον επισκέπτη, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προστυγχάνω:''' (fut. προστεύξομαι, aor. 2 προσέτυχον)<br /><b class="num">1)</b> случаться, приключаться: ὁ προστυγχάνων или ὁ [[προστυχών]] Thuc., Plat. первый встречный, любой; τὸ προστυχόν Plat. случай, случайность; ἐκ τοῦ προστυχόντος Plut. случайным образом; τὰ προστυχόντα [[ξένια]] Eur. какое-л. угощение;<br /><b class="num">2)</b> встречать(ся), наталкиваться: προστυγχάνοντα [[ἑκάστοτε]] ἑκάστοις Plat. при всяком столкновении каждого (предмета) с каждым (другим); ὕδατι π. Plat. (при рытье земли) обнаружить воду;<br /><b class="num">3)</b> получать, обретать: π. τῶν ἴσων Soph. получать справедливую награду.
|lstext='''προστυγχάνω''': [[λαμβάνω]], [[μερίδιον]], ἐκ..., [[ἐπιτυγχάνω]], προστυχόντι τῶν ἴσων, κατὰ τὸν Nauck, ἀφοῦ εἶχον τὴν αὐτὴν τύχην μετὰ σοῦ, δηλ. ἀφοῦ προσωρμίσθην εἰς τὴν αὐτὴν [[ἀκτήν]], Σοφ. Φιλ. 552· ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1463· μετὰ δοτ., συναντῶ τι, [[ἐπιτυγχάνω]] τι, Πλάτ. Νόμ. 844Β, 893Ε, Πολιτ. 262Β, πρβλ. Σοφιστ. 246Β. 2) ἐπὶ γεγονότων, [[συμβαίνω]] εἴς τινα, ἄτα πρ. τινὶ Πινδ. Ἀποσπ. 171. 4. 3) ἀπολ., ὁ προστυγχάνων, ὁ προστυχών, ὁ πρῶτος τυχών, ὁ πρῶτος [[ἄνθρωπος]] ὃν συναντᾷ τις, ὡς τὸ ὁ τυχών, ὁ ἐπιών, Πλάτ. Νόμ. 808Ε. 914ΑΒ, πρβλ. Θουκ. 1. 97· τὰ προστυχόντα ξένια, ὅ, τι παρατίθεται εἰς τὸν ξένον, πρὸς τροφήν του, Εὐρ. Ἄλκ. 754· τὸ προστυχὸν Πλάτ. Τίμ. 34 C· τὸ πρ. [[ἑκάστοτε]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 962C· - ἐκ τοῦ προστυχόντος, κατὰ τύχην, Πλούτ. 2. 150D, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐκ τοῦ προχείρου, ex tempore, [[αὐτόθι]] 407Β· οὕτω, κατὰ τὸ πρ. Διον. Ἁλ. 7. 1, ἐν τέλ. - Πρβλ. [[παρατυγχάνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-τυγχάνω met gen. verkrijgen:. π. τῶν ἴσων een redelijke beloning krijgen Soph. Ph. 552. met dat. aantreffen, ontmoeten:. ἐὰν... μηδαμῶς ὕδατι προστυγχάνῃ als hij totaal geen water aantreft Plat. Lg. 844b. abs. er toevallig (net, precies) zijn: ptc. subst.. ἐρρύφεον τὸ προστυχόν zij slurpten een drankje, net wat voorhanden was Hp. Acut. 39; ὁ προστυγχάνων de eerste de beste Plat. Lg. 808e; ἐκ τοῦ προστυχόντος bij toeval Plut. Phil. 7.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[τεύξομαι]]<br />to [[obtain]] one's [[share]] of a [[thing]], c. gen., Soph.: c. dat. to [[meet]] with, hit [[upon]], [[light]] [[upon]], Plat.:— ὁ προστυγχάνων, ὁ προστυχών the [[first]] [[person]] one meets, the [[first]] that offers, any [[body]], Plat.; τὰ προστυχόντα [[ξένια]] the guests' [[fare]] set [[before]] him, Eur.
|mdlsjtxt=fut. -[[τεύξομαι]]<br />to [[obtain]] one's [[share]] of a [[thing]], c. gen., Soph.: c. dat. to [[meet]] with, hit [[upon]], [[light]] [[upon]], Plat.:— ὁ προστυγχάνων, ὁ προστυχών the [[first]] [[person]] one meets, the [[first]] that offers, any [[body]], Plat.; τὰ προστυχόντα [[ξένια]] the guests' [[fare]] set [[before]] him, Eur.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[occurrere]]'', to [[occur]], [[present itself]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.97.1/ 1.97.1].
}}
}}