3,273,768
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(33 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=τρᾰ́χηλος | ||
|Medium diacritics=τράχηλος | |Medium diacritics=τράχηλος | ||
|Low diacritics=τράχηλος | |Low diacritics=τράχηλος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trachilos | |Transliteration C=trachilos | ||
|Beta Code=tra/xhlos | |Beta Code=tra/xhlos | ||
|Definition=[ᾰ], ὁ, Dor. | |Definition=[ᾰ], ὁ, Dor. [[τράχαλος]] ''IG''42(1).122.3, al. (Epid., iv B. C.): heterocl. pl.<br><span class="bld">A</span> τράχηλα Call.''Fr.''98 (= ''Iamb.''1.147):—[[neck]], [[throat]], [[Herodotus|Hdt.]]2.40, Hp.''Aph.''4.35, E.''Cyc.''608 (lyr.), Sor.1.84, Gal.6.151, etc.; distinguished from [[αὐχήν]] by [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''253e ([[τράχηλος]] being, acc. to ''Gp.''19.2.3, the whole [[neck]] and [[throat]], [[αὐχήν]] the back part of the neck in human beings, the upper part in animals; this difference is observed in Sor.''Fasc.''37 (cf. [[αὐχήν]] in 38,39,40,41), Adam.2.21; but [[αὐχήν]] in Hp.''Prog.''23 is glossed [[τράχηλος]] by Gal.18(2).264, cf. Ruf. ''Onom.''66, Poll.2.130; in LXX, [[NT]], and Pap. [[τράχηλος]] is more freq. than [[αὐχήν]]); τράχηλος σώματος χωρὶς τεμών E.''Ba.''241, cf. ''Supp.''716; [[ἀποτεμεῖν]], [[ἀποκόψαι]], Plu.''Art.''29, ''Flam.''18, etc.; βρόχον δ' ἐνίαλλε τραχήλῳ Theoc.23.51; [[ἐς τράχηλον πεσεῖν]] = [[break one's neck]], E.''Tr.''755; <b class="b3">ἐπὶ τράχηλον ὠθεῖν τινα</b> [[thrust]] [[head-foremost]], Luc.''DMort.''27.1, ''Merc.Cond.''39; εἰς τ. Poll.2.135; ἐπιπεσεῖν ἐπὶ τὸν τ. τινός [[LXX]] ''Ge.''46.29, ''Ev.Luc.''15.20; <b class="b3">ἐν βρόχῳ τὸν τράχηλον ἔχων νομοθετεῖ</b> with a [[halter]] round his [[neck]], D.24.139; <b class="b3">ἔδει σε ἐν τῷ σῷ τραχήλῳ ἐμπαίζειν</b> = [[at the risk of your own neck]], PTeb.758.2 (ii B. C.).<br><span class="bld">2</span> [[neck]] of animals, of the [[horse]], X.''Eq.''1.8; the hare, Id.''Cyn.''5.30; the [[camel]], Plu.2.1125b, ''BGU''469.6 (ii A. D.); the [[neck]] as a [[joint]] of [[meat]], Plu.''Demetr.'' 11; of a [[fowl]], Gal.6.788.<br><span class="bld">II</span> of parts resembling the [[neck]], e.g. upper part of the [[murex]], Eub.66, Posidipp.14, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''547a16, Ath.3.87f; in the [[κάραβος]] the narrow part of the [[abdomen]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 526a3; the [[neck]] of the [[grasshopper]], ib.556a2.<br><span class="bld">2</span> [[neck]] of a [[vessel]], ''BCH''35.286 (Delos), Hero ''Spir.''1.19, al.; of a [[gourd]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''616a23; of parts of the body, τράχηλος μήτρας Hp.''Mul.''2.169, Poll.2.222; ὑστέρας Sor.1.7; [[κύστεως]] ibid., Gal.''UP''14.9, Poll.2.171; καρδίας ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''4.5.8.<br><span class="bld">3</span> [[middle]] part of a [[mast]], Asclep.Myrl. ap. Ath.11.475a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1135.png Seite 1135]] ὁ, 1) der Hals, der Nacken; τράχηλον σώματος χωρὶς τεμών, Eur. Bacch. 241, u. öfter; Her. 2, 40; Plat. Tim. 75 d u. Folgde; Callim. fr. 98 hat einen heterogenen plur. τὰ τράχηλα, der sing. τὸ τράχηλον findet sich nur bei Gramm. – 2) der oberste, vorderste | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1135.png Seite 1135]] ὁ, 1) der Hals, der Nacken; τράχηλον σώματος χωρὶς τεμών, Eur. Bacch. 241, u. öfter; Her. 2, 40; Plat. Tim. 75 d u. Folgde; Callim. fr. 98 hat einen heterogenen plur. τὰ τράχηλα, der sing. τὸ τράχηλον findet sich nur bei Gramm. – 2) der oberste, vorderste Teil der Purpurschnecke, Phot. κηρύκων, Ath. III, 87 d aus Posidipp. – 3) der mittlere Teil des Mastes, Ath. XI, 474 s. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />cou, <i>particul.</i> [[derrière du cou]], [[nuque]].<br />'''Étymologie:''' DELG création du gec expressive et familière. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τράχηλος:''' (ᾱ) ὁ<br /><b class="num">1</b> [[шея]] Her., Eur., Plat. etc.: ἐν βρόχῳ τὸν τράχηλον ἔχων погов. Dem. с петлей на шее;<br /><b class="num">2</b> [[шейка]] (τῆς σικύας Arst.; τῆς καρδίας Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τράχηλος''': [ᾰ], ὁ· ἑτεροκλ. πληθ. τράχηλα Καλλ. Ἀποσπ. 98· ἀλλὰ τὸ οὐδ. ἑνικ. μόνον παρὰ τοῖς γραμμ.· (ἴδε ἐν τέλ.)· - ὁ [[τράχηλος]], ὁ λαιμός, Ἡρόδ. 2. 40, Ἱππ. Ἀφ. 1250, Εὐρ., κλπ.· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ αὐχένος ὑπὸ Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε· ([[τράχηλος]] [[εἶναι]] κατὰ τὸ Γεωπ. 19. 2, 3, ὁ αὐχὴν | |lstext='''τράχηλος''': [ᾰ], ὁ· ἑτεροκλ. πληθ. τράχηλα Καλλ. Ἀποσπ. 98· ἀλλὰ τὸ οὐδ. ἑνικ. μόνον παρὰ τοῖς γραμμ.· (ἴδε ἐν τέλ.)· - ὁ [[τράχηλος]], ὁ λαιμός, Ἡρόδ. 2. 40, Ἱππ. Ἀφ. 1250, Εὐρ., κλπ.· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ αὐχένος ὑπὸ Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε· ([[τράχηλος]] [[εἶναι]] κατὰ τὸ Γεωπ. 19. 2, 3, ὁ αὐχὴν μετὰ τοῦ λαιμοῦ, δηλ. τό τε [[ὄπισθεν]] καὶ τὸ [[πρόσθεν]] [[μέρος]] τοῦ λαιμοῦ, αὐχὴν δὲ μόνον τὸ κατὰ τοὺς σπονδύλους [[μέρος]])· τρ. θερίζειν, σώματος χωρὶς τεμεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 716, Βάκχ. 241· ἀποτέμνειν, ἀποκόπτειν Πλούτ., κλπ.· βρόχον δ’ ἔμβαλλε τραχήλῳ Θεόκρ. 23. 51· λυγρὸν δὲ πήδημ’ ἐς τράχηλον [[ὑψόθεν]] πεσὼν ἀνοίκτως πνεῦμ’ ἀπορρήξεις [[σέθεν]] Εὐρ. Τρῳ. 755· ἐπὶ τρ. ὠθεῖν τινα Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 1, Ἐπὶ Μισθῷ Συνόντ. 39· οὕτω, εἰς τρ. Πολυδ. Β΄, 135· - παροιμ., ἐν βρόχῳ τὸν τρ. ἔχων ἐνομοθέτει, «μὲ τὸ [[σχοινίον]] εἰς τὸν λαιμὸν», Δημ. 744. 7. 2) ὁ αὐχὴν μετὰ τοῦ λαιμου τῶν ζῴων, [[μάλιστα]] τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1. 8· τοῦ λαγοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 5, 30· τῆς καμήλου, Πλούτ. 2. 1125Β· - ἐπὶ τοῦ λαιμοῦ ὡς μερίδος φαγητοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Δημητρ. 11. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων ὁμοίων πρὸς τὸν τράχηλον, [[οἷον]] ὁ [[τράχηλος]] τοῦ κογχυλίου τῆς πορφύρας, Εὔβουλ. ἐν «Μυσοῖς» 1, Ποσείδιππ. ἐν «Λοκρίσιν» 1, πρβλ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 15, 10, Ἀθήν. 87F· δὲν [[εἶναι]] δὲ φανερὸν τί [[μέρος]] τοῦ καράβου [[εἶναι]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 9. 2) [[λαιμὸς]] σικύας, «ἀγγουριοῦ», Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 9. 14, 2· τρ. κύστεως, μήτρας Πολυδ. Β΄, 171, 222· [[ἴσως]] οὕτω καὶ ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 28, 3. 3) τὸ μεσαῖον [[μέρος]] ἱστοῦ, Ἀσκληπ. παρ’ Ἀθην. 474F. (Ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι τράχηλος δυνατὸν νὰ παράγηται ἐκ τοῦ τρέχω, ὡς ἐκ τῶν ταχειῶν [[αὐτοῦ]] κινήσεων, καὶ ὅτι πιθανῶς [[εἶναι]] συγγεν. τῷ Λατ. terg um). | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=τραχήλου, ὁ ([[allied]] [[with]] [[τρέχω]]; named from its movableness; cf. Vanicek, p. 304),fr. [[Euripides]], and [[Aristophanes]] | |txtha=τραχήλου, ὁ ([[allied]] [[with]] [[τρέχω]]; named from its movableness; cf. Vanicek, p. 304),fr. [[Euripides]], and [[Aristophanes]] down, the Sept. [[chiefly]] for צַוָּאר, [[also]] for עֹרֶף, etc., the [[neck]]: [[τόν]] [[ἑαυτοῦ]] τράχηλον ὑποτιθεναι ([[namely]], [[ὑπό]] [[τόν]] [[σίδηρον]]) (A. V. to [[lay]] down [[one]]'s [[own]] [[neck]] i. e.) to be [[ready]] to incur the [[most]] [[imminent]] [[peril]] to [[life]], Romans 16:4. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τράχαλος]] και [[ετερόκλιτος]] τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α<br /><b>1.</b> το στενό και κυλινδρικό [[τμήμα]] του σώματος το οποίο συνενώνει την [[κεφαλή]] με τον κορμό, ο [[λαιμός]] [[μαζί]] με τον αυχένα<br /><b>2.</b> [[αυχένας]], [[σβέρκος]] («του Έλληνος ο [[τράχηλος]] [[ζυγόν]] δεν υποφέρει»)<br /><b>3.</b> το στενό [[τμήμα]] διαφόρων σπλάγχνων ή και οστών («[[τράχηλος]] της κύστεως», <b> | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τράχαλος]] και [[ετερόκλιτος]] τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α<br /><b>1.</b> το στενό και κυλινδρικό [[τμήμα]] του σώματος το οποίο συνενώνει την [[κεφαλή]] με τον κορμό, ο [[λαιμός]] [[μαζί]] με τον αυχένα<br /><b>2.</b> [[αυχένας]], [[σβέρκος]] («του Έλληνος ο [[τράχηλος]] [[ζυγόν]] δεν υποφέρει»)<br /><b>3.</b> το στενό [[τμήμα]] διαφόρων σπλάγχνων ή και οστών («[[τράχηλος]] της κύστεως», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (τροφ.-τεχνολ.) [[τεμάχιο]] χονδρικής πώλησης από την αντίστοιχη [[περιοχή]] του σφαγίου τών βοοειδών<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> το [[τμήμα]] της στήλης ιστού ή του επιστηλίου όπου προσδένονται οι επίτονοι ή οι [[πρότονοι]], κν. το [[μέρος]] της καπελαδούρας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ο [[τράχηλος]] της μήτρας» — το [[κάτω]] στενό [[μέρος]] της μήτρας, του οποίου το έξω [[στόμιο]] ανοίγεται στον [[κόλπο]]<br />β) «[[κάθομαι]] στον τράχηλο κάποιου» — [[καταδυναστεύω]] κάποιον, του [[κάθομαι]] στον σβέρκο<br />γ) «[[σκύβω]] τον τράχηλο σε κάποιον» — [[υπακούω]] αδιαμαρτύρητα, [[υποκύπτω]], υποτάσσομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το στενόμακρο [[τμήμα]] δοχείων [[μεταξύ]] στομίου και κύριου σώματος, ο [[λαιμός]] («[[τράχηλος]] [[πίθων]]», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οι σάρκες [[γύρω]] από τον λαιμό<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που μοιάζει με τον τράχηλο, [[κυρίως]] ως [[προς]] το [[σχήμα]], όπως λ.χ. το ανώτατο [[τμήμα]] της πορφύρας ή [[τμήμα]] του σώματος του σκαθαριού ή το στενόμακρο [[τμήμα]] της κοιλιάς ή, [[ακόμη]], ο [[λαιμός]] του αγγουριού<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> το μεσαίο [[τμήμα]] του ιστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας, ο [[οποίος]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ηλ</i>-<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γαμφ</i>-<i>ηλ</i>-<i>αί</i>) και μπορεί να αναχθεί στην [[οικογένεια]] του ρ. [[τρέχω]], μέσω μιας αρχικής σημ. «[[τμήμα]] του σώματος που γυρίζει, που στρέφεται» (για τη σημασιολογική αυτή [[εξέλιξη]] <b>πρβλ.</b> τα ζεύγη αρχ. σλαβ. <i>vratŭ</i> «[[τράχηλος]]»: <i>vratiti</i> «[[γυρίζω]], [[στρέφω]]», λιθουαν. <i>k</i><i>ā</i><i>klas</i> «[[τράχηλος]]»: ελλ. [[κύκλος]]). Το -<i>α</i>- του τ. [[τράχηλος]] μπορεί να ερμηνευθεί ως [[προϊόν]] αντιπροσώπευσης της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. [[τρέχω]], [[είναι]], όμως, [[εξίσου]] πιθανό ότι πρόκειται για το -<i>α</i>- που απαντά και σε άλλους τ. του καθημερινού λεξιλογίου (<b>πρβλ.</b> [[σκαμβός]], [[σκάπτω]], [[τραυλός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[τραχηλιαίος]], [[τραχηλίζω]], [[τραχηλικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τραχήλια]], [[τραχηλιμαίος]], [[τραχήλιον]], [[τραχήλιος]], [[τραχηλίς]], [[τραχηλιώδης]], [[τραχηλιώτης]], [[τραχηλώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τραχηλιώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τραχηλιάζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[τραχηλάς]], [[τραχηλιά]](-<i>έα</i>), [[τραχήλωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τραχηλάτος]], [[τραχήλης]], [[τραχήλι]], [[τραχηλίτιδα]], [[τραχηλώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[τραχηλάγχη]], [[τραχηλοδεσμότης]], [[τραχηλοειδής]], [[τραχηλοκοπώ]], [[τραχηλόσιμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τραχηλοκάκκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τραχηλάγρα]], [[τραχηλαλγία]], [[τραχηλαιμάτωμα]], [[τραχηλόδεσμος]], [[τραχηλοπηξία]], [[τραχηλορραφία]], [[τραχηλόσπερμο]], [[τραχηλοτομία]]. (Β' συνθετικό) [[ατράχηλος]], [[λεπτοτράχηλος]], [[μεγαλοτράχηλος]], [[σκληροτράχηλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιτράχηλος]], [[βραχυτράχηλος]], [[ετεροτράχηλος]], [[ευθυτράχηλος]], [[ευτράχηλος]], [[κακοτράχηλος]], [[καλοτράχηλος]], [[κολοβοτράχηλος]], [[λευκοτράχηλος]], [[λιθοτράχηλος]], [[μακροτράχηλος]], [[μικροτράχηλος]], [[παρατράχηλος]], [[παχυτράχηλος]], [[περιτράχηλος]], [[πολυτράχηλος]], [[σιμοτράχηλος]], [[στενοτράχηλος]], [[συντράχηλος]], [[υγροτράχηλος]], [[υποτράχηλος]], [[υψηλοτράχηλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μαρμαροτράχηλος]], <i>χονδροτράχηλος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τράχηλος:''' [ᾰ], ὁ, [[λαιμός]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''τράχηλος:''' [ᾰ], ὁ, [[λαιμός]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=τρᾰ́χηλος, ὁ,<br />the [[neck]], [[throat]], Hdt., Eur., etc. [deriv. uncertain] | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''τράχηλος''': {trákhēlos}<br />'''Forms''': dor. (Epid.) -αλος<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Hals]], [[Nacken]], bisweilen mitsamt dem Kopf, auch übertr. (ion. att.; zur Bed. Powell ClassRev. 53, 58, Shipps ebd. 58, 52).<br />'''Composita''' : Als Vorderglied u.a. in [[τραχηλοκοπέω]] [[den Hals abschneiden]] (Plu., Arr. u.a.; wie [[δειροτομέω]] u.a.); sehr oft als Hinterglied, z.B. [[περιτράχηλος]] [[um den Hals laufend]] ([[ἅλυσις]], Pap. II<sup>p</sup>) mit [[περιτραχήλιον]], -ίδιον n. [[Halsband]] (hell. u. sp.).<br />'''Derivative''': Davon 1. [[τραχήλια]] n. pl. ‘Fleischabfall, eig. vom Halse’ (Hp., Korn.). 2. -ιον n. "Halsstück", [[das untere Speerende]] (''EM'', Harp.). 3. - | |ftr='''τράχηλος''': {trákhēlos}<br />'''Forms''': dor. (Epid.) -αλος<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Hals]], [[Nacken]], bisweilen mitsamt dem Kopf, auch übertr. (ion. att.; zur Bed. Powell ClassRev. 53, 58, Shipps ebd. 58, 52).<br />'''Composita''': Als Vorderglied u.a. in [[τραχηλοκοπέω]] [[den Hals abschneiden]] (Plu., Arr. u.a.; wie [[δειροτομέω]] u.a.); sehr oft als Hinterglied, z.B. [[περιτράχηλος]] [[um den Hals laufend]] ([[ἅλυσις]], Pap. II<sup>p</sup>) mit [[περιτραχήλιον]], -ίδιον n. [[Halsband]] (hell. u. sp.).<br />'''Derivative''': Davon 1. [[τραχήλια]] n. pl. ‘Fleischabfall, eig. vom Halse’ (Hp., Korn.). 2. -ιον n. "Halsstück", [[das untere Speerende]] (''EM'', Harp.). 3. -ίς· ''collare'' (Gloss.). 4. -ιαῖος [[vom Halse]] (''Hippiatr''., H., Eust.). 5. -ιμαῖος ib. (Str.). 6. -ιώδης [[halsstarrig]] (''EM''), -ώδης [[halsähnlich]] (Sch.). 7. -ίζω (ἀπο-, προσ-) ‘den Hals zurückbiegen, bloß-legen, umdrehen’, übertr. von einem Schiff [[dem Winde zudrehen]], auch [[entblößen]], [[enthüllen]]; [[überwältigen]] (hell. u.sp.) mit -ισμός, -ιστήρ (sp.); älter [[ἐκτραχηλίζω]] [[den Reiter kopfüber werfen]], vom Pferde, übertr. [[ins Verderben stürzen]] (Ar., X., D. usw.) mit -ισμός (Gloss.); [[παλιτραχηλίζω]] [[halsstarrig sein]] (Pap. III<sup>a</sup>). 8. -ιάω [[den Nacken stolz gebogen tragen]], [[stolz einhergeben]] (LXX u.a.; wie [[γαυριάω]] u.a.).<br />'''Etymology''': Gegenüber den altererbten [[αὐχήν]] und [[δέρη]] repräsentiert [[τράχηλος]] offenbar eine, anfänglich wohl volkstümliche und expressive, Neubildung, ein Umstand, der für Entstehung innerhalb des Griechischen spricht. Am nächsten liegt unzweifelhaft die Anknüpfung an [[τρέχω]], [[τροχός]] (Pedersen IF 5, 56, Zupitza KZ 36, 57), wobei indessen eine sonst nicht nachgewiesene Schwachstufe anzunehmen ist. Es könnte sich jedoch sowohl in [[τράχηλος]] wie in dem gleichgebildeten [[γαμφηλαί]] (zu [[γόμφος]]) auch um einen volkstümlichen α-Vokal handeln. Die zahlreichen Fälle, wo der Hals als "Dreher, Drehung" bezeichnet wird, z.B. aksl. ''vratъ'' zu ''vratiti'' ’στρέφειν’, wohl auch lit. ''kãklas'' (s. zu [[κύκλος]]), sind mit [[τράχηλος]] ("Läufer") nicht ganz vergleichbar, wurzeln aber in einer ähnlichen Vorstellung. Vgl. dazu Schulze KZ 57, 250 und 56, 9 und 105 (= Kl. Schr. 380 u. 626f.).<br />'''Page''' 2,920 | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':tr£chloj 特拉黑羅士<br />'''詞類次數''':名詞(7)<br />'''原文字根''':頸 相當於: ([[גַּרְגְּרֹות]]‎) ([[צַוָּאר]]‎ / [[צַוְּרֹנִים]]‎)<br />'''字義溯源''':喉,頸,頸項;或源自([[τρέχω]])=跑*)。比較: ([[θρίξ]] / [[δέρρις]])=髮*<br />'''同源字''':1) ([[σκληροτράχηλος]])豎琴頸 2) ([[τραχηλίζω]])抓喉 3) ([[τράχηλος]])喉,頸<br />'''出現次數''':總共(7);太(1);可(1);路(2);徒(2);羅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 頸項(6) 可9:42; 路15:20; 路17:2; 徒15:10; 徒20:37; 羅16:4;<br />2) 頸(1) 太18:6 | |sngr='''原文音譯''':tr£chloj 特拉黑羅士<br />'''詞類次數''':名詞(7)<br />'''原文字根''':頸 相當於: ([[גַּרְגְּרֹות]]‎) ([[צַוָּאר]]‎ / [[צַוְּרֹנִים]]‎)<br />'''字義溯源''':喉,頸,頸項;或源自([[τρέχω]])=跑*)。比較: ([[θρίξ]] / [[δέρρις]])=髮*<br />'''同源字''':1) ([[σκληροτράχηλος]])豎琴頸 2) ([[τραχηλίζω]])抓喉 3) ([[τράχηλος]])喉,頸<br />'''出現次數''':總共(7);太(1);可(1);路(2);徒(2);羅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 頸項(6) 可9:42; 路15:20; 路17:2; 徒15:10; 徒20:37; 羅16:4;<br />2) 頸(1) 太18:6 | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=ὁ [[λαιμός]], ὁ σβέρκος). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἀπό τό [[ρῆμα]] [[τρέχω]] ([[ἐπειδή]] κάνει γρήγορες κινήσεις). Συγγενεύει μέ τή λατιν. λέξη [[tergum]] (=[[νῶτο]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τραχηλίζω]] (=πιάνω κάποιον ἀπό τό λαιμό, νικῶ κάποιον), [[τραχηλισμός]], [[τραχηλιστήρ]], [[τραχηλιαῖος]], [[τραχηλιώδης]] (=[[σκληροτράχηλος]]), [[τραχηλοκάκη]] (=σιδερένιος [[κλοιός]] τοῦ λαιμοῦ), [[τραχηλοκοπέω]] -ῶ (=[[ἀποκεφαλίζω]]), [[τραχηλόσιμος]] (=[[κοντολαίμης]]). | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx=A-Pucikwar: loŋo; Adyghe: пшъэ; Afrikaans: nek, hals; Ainu: レクッ; Aklanon: liog; Albanian: qafë; Amharic: አንገት; Andi: гару; Arabic: رَقَبَة, عُنُق; Egyptian Arabic: رقبة; Hijazi Arabic: رقبة; Moroccan Arabic: عنق; Armenian: վիզ, պարանոց; Old Armenian: վիզ, պարանոց, ուլն, ճիտ, փող; Aromanian: gushi, gushã; Assamese: গল, ডিঙি; Asturian: pescuezu; Atikamekw: okowiw; Avar: габур; Aymara: kunka; Azerbaijani: boyun; Bahnar: hơko, ako; Baluchi: گردن; Banjarese: gulu; Bashkir: муйын; Basque: sama; Bau Bidayuh: tunguo; Belarusian: шыя; Bengali: গলা, গর্দান; Bikol Central: liog; Bolinao: liey; Breton: gouzoug; Brunei Malay: lihir; Bulgarian: шия, врат; Burmese: လည်ပင်း; Buryat: хүзүүн; Catalan: coll; Cebuano: liog; Central Melanau: tengok; Chamicuro:̈hano; Chechen: лаг; Cherokee: ᎠᏴᏤᏂ; Chichewa: khosi; Chinese Cantonese: 頸, 颈; Hakka: 頸, 颈, 頸根, 颈根; Mandarin: 頸, 颈, 頸項, 颈项, 脖子; Min Dong: 脰骨; Min Nan: 頷, 颔, 頷頸, 颔颈, 頷仔頸, 颔仔颈, 頷頸仔, 颔颈仔, 頷胿, 颔胿, 頷頸胿, 颔颈胿, 脰項, 脰项; Chuvash: мăй; Coptic: ⲛⲁϩⲃⲓ, ϧⲁϧ; Cornish: konna; Czech: krk, šíje; Dalmatian: cual, zoglo; Danish: hals; Daur: xujuu; Dhivehi: ކަދުރާ; Dongxiang: ghuzhun; Dupaningan Agta: leg; Dutch: [[nek]], [[hals]]; Eastern Cham: ꨓꨰꨆꨶ; Esperanto: kolo; Estonian: kael, kaelus; Even: никан; Evenki: никимна; Finnish: kaula; French: [[cou]], [[nuque]]; Friulian: cuel; Galician: pescozo, colo; Georgian: კისერი; German: [[Hals]], [[Nacken]], [[Genick]]; Gorontalo: bulo'o; Gothic: 𐌷𐌰𐌻𐍃; Greek: [[λαιμός]]; Ancient Greek: [[δέρη]], [[τράχηλος]]; Greenlandic: qungaseq; Guaraní: ajúra; Gujarati: ગરદન; Haitian Creole: kou; Hausa: wuya; Hawaiian: ʻāʻī; Hebrew: צַוָּאר / צוואר; Hidatsa: áaba; Higaonon: li-ug; Hindi: गरदन, कंठ; Hungarian: nyak; Icelandic: háls; Indonesian: leher; Inuktitut: ᖁᖓᓯᖅ; Iranun: le'eg; Irish: muineál; Italian: [[collo]]; Iu Mien: jaang; Japanese: 首; Javanese: gulu; Kabardian: пщэ; Kabyle: iri; Kalmyk: күзүн; Kannada: ಕತ್ತು; Kashmiri: گَردَن; Kashubian: szëja; Kazakh: мойын; Khasi: ryndang; Khmer: ក; Kikuyu: mbogo; Kimaragang: liou; Klias River Kadazan: liyow; Koho: nko; Komi-Permyak: голя; Korean: 목; Kurdish Central Kurdish: مِل, ئەستۆ; Laki: مِل; Northern Kurdish: stû; Southern Kurdish: مِل; Kyrgyz: моюн; Lak: ссурссу; Lao: ຄໍ; Latgalian: koklys; Latin: [[collum]], [[cervix]]; Latvian: kakls; Lezgi: гардан; Lithuanian: kaklas; Lombard: coll; Lotud: liou; Low German: Hals; Luhya: likosi; Macedonian: врат, шија; Maguindanao: lig; Malay: leher; Malayalam: കഴുത്ത്; Manchu: ᠮᠣᠩᡤᠣᠨ; Mandinka: kaŋo; Mansaka: liyug; Manx: mwannal; Maori: kakī; Maranao: lig; Marathi: मान; Mari: шӱй; Maricopa: miipuk; Meriam: tabó; Mon: ကံ; Mongolian: хүзүү; Motu: aio; Muong: cố; Nahuatl: quechtli; Nanai: монгон; Nauruan: teren; Navajo: akʼos; Neapolitan: cuollo; Newar: कथु; Nganasan: бакәз̌әә; Ngarrindjeri: kuri; Nivkh: ӄʼос; Norman: co; Northern Northern Norwegian Bokmål: hals; Nynorsk: hals; Occitan: còl; Ojibwe: nikwegan; Okinawan: くび; Old Church Slavonic Cyrillic: шиꙗ, вꙑꙗ; Roman: ⱎⰹⱑ; Old East Slavic: шиꙗ; Old English: swēora; Old French: col; Old Javanese: gulu; Oromo: morma; Ossetian: хъуыр, ӕфцӕг; Ottoman Turkish: بویون, گردن, یال; Pangasinan: bekleo; Pashto: غاړه; Persian: گردن, مل, گری; Polish: szyja, kark; Portuguese: [[pescoço]]; Punjabi: ਧੌਣ; Quechua: kunka; Rapa Nui: gao; Rohingya: gola; Romani: korr; Romanian: gât; Romansch: culiez, culöz; Rungus: lliow; Russian: [[шея]], [[выя]]; Rwanda-Rundi: ijosi; S'gaw Karen: ကိာ်; Sabah Bisaya: liou; Sami Inari: čeve; Northern: čeabet, čeabi, čeabát; Skolt: čeäppat; Southern: tjovrese; Samoan: ua; Sanskrit: ग्रीवा; Santali: ᱦᱚᱴᱚᱜᱽ; Sardinian: trucu; Scottish Gaelic: amhach, muineal; Sebop: batok; Sekapan: ngo'a; Serbo-Croatian Cyrillic: вра̑т, ши̏ја; Roman: vrȃt, šȉja; Sherpa: མཇིང་པ; Shona: mutsipa; Sichuan Yi: ꆹ, ꇵꆹ; Sicilian: coddu; Sinhalese: බෙල්ල; Slovak: krk, šija; Slovene: vrat; Somali: qoor, sur; Sorbian Lower Sorbian: šyja; Upper Sorbian: šija; Spanish: [[cuello]], [[pescuezo]]; Sundanese: tengek; Swahili: shingo; Swedish: hals; Tagal Murut: liog; Tagalog: leeg; Tajik: гардан; Talysh Asalemi: گردن; Tambunan Dusun: liou; Tamil: கழுத்து; Taos: k'ə́onemą; Tatar: муйын, муен; Tausug: liug; Telugu: మెడ; Tetum: kakorok; Thai: คอ, ลำคอ; Tibetan: མཇིང་པ; Tigrinya: ክሳድ; Timugon Murut: liog; Tongan: kia; Tulu: ಕೆಕ್ಕಿಲ್; Turkish: boyun; Turkmen: boýun; Tuvan: моюн; Ukrainian: шия; Urdu: گردن, کںٹھ; Uyghur: بويۇن; Uzbek: bo'yin, gardan; Venetian: còl, coło, col; Veps: kagl; Vietnamese: cổ; Volapük: särvig, nük; Waray-Waray: liog; Welsh: gwddf; West Coast Bajau: kelong; West Frisian: nekke; Winnebago: caaše; Wolof: baat; Xhosa: intamo; Yakan: kellong; Yakut: моой; Yiddish: האַלדז; Yoruba: ọrùn; Zazaki: mêr, vıle; Zealandic: 'als, nikke; Zhuang: hoz; Zulu: intamo | |||
}} | }} |