ὑπερβατός: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypervatos
|Transliteration C=ypervatos
|Beta Code=u(perbato/s
|Beta Code=u(perbato/s
|Definition=ή, όν, later ός, όν (v. infr.), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[that can be passed]] or [[crossed]], [[scaleable]], of a wall, <span class="bibl">Th.3.25</span>, <span class="bibl"><span class="title">PEnteux.</span> 13.5</span> (iii B. C.); [[accessible]] to trespassers, <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>110.9</span> (i A. D.); ἐξ ὑπερβατῶν <span class="bibl"><span class="title">PRyl.</span>138.16</span> (i A. D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[transposed]], of words, ὑπερβατὸν δεῖ θεῖναι . . τὸ ἀλαθέως <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>343e</span>; σύνθεσις ὀνομάτων ὑπερβατή <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.Al.</span>1435a37</span>; <b class="b3">νοήσεις ὑπερβατοί</b> thoughts [[expressed in inverted phrases]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Th.</span>52</span>. Adv. -τῶς <b class="b2">in inverted order</b>, Arist.<span class="title">Rh. Al.</span>1438a28, <span class="bibl">Str.8.3.10</span>, <span class="bibl">8.6.7</span>; so δι' ὑπερβατοῦ <span class="bibl">D.H.<span class="title">Th.</span>31</span>; cf. foreg. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> Subst. <b class="b3">-τός, ὁ,</b> name of a <b class="b3">βρόχος</b>, Heraclasap.<span class="bibl">Orib. 48.18.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act., <b class="b2">going beyond</b>, <b class="b3">τῶνδ' ὑπερβατώτερα</b> <b class="b2">going far beyond</b> these, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>428</span> (lyr.); [[extravagant]], ἐνύπνια <span class="bibl">Arist.<span class="title">Div.Somn.</span> 463b1</span>. Adv. <b class="b3">-τῶς</b> [[miraculously]], δημιουργεῖται <span class="bibl">Hp. <span class="title">de Arte</span> 11</span>.</span>
|Definition=ὑπερβατή, ὑπερβατόν, later ός, όν (v. infr.),<br><span class="bld">A</span> that can be [[pass]]ed or [[cross]]ed, [[scaleable]], of a [[wall]], Th.3.25, ''PEnteux.'' 13.5 (iii B. C.); [[accessible]] to [[trespasser]]s, ''PFay.''110.9 (i A. D.); ἐξ ὑπερβατῶν ''PRyl.''138.16 (i A. D.).<br><span class="bld">2</span> [[transposed]], of words, ὑπερβατὸν δεῖ θεῖναι.. τὸ ἀλαθέως [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 343e; σύνθεσις ὀνομάτων ὑπερβατή Arist.''Rh.Al.''1435a37; <b class="b3">νοήσεις ὑπερβατοί</b> [[thought]]s [[express]]ed in [[invert]]ed [[phrase]]s, D.H.''Th.''52. Adv. [[ὑπερβατῶς]] = [[in inverted order]], Arist.''Rh. Al.''1438a28, Str.8.3.10, 8.6.7; so δι' ὑπερβατοῦ D.H.''Th.''31; cf. [[ὑπερβατόν]]<br><span class="bld">3</span> Subst. [[ὑπερβατός]], ὁ, name of a [[βρόχος]], Heraclasap.Orib. 48.18.1.<br><span class="bld">II</span> Act., [[going beyond]], <b class="b3">τῶνδ' ὑπερβατώτερα</b> [[going far beyond]] these, A.''Ag.''428 (lyr.); [[extravagant]], ἐνύπνια Arist.''Div.Somn.'' 463b1. Adv. [[ὑπερβατῶς]] = [[miraculously]], δημιουργεῖται Hp. ''de Arte'' 11.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1192.png Seite 1192]] adj. verb. zu [[ὑπερβαίνω]]; 1) überschritten, übertreten, zu übersteigen, ᾗ ὑπερβατὸν ἦν τὸ [[περιτείχισμα]], Thuc. 3, 25. – 2) umgesetzt, verstellt, ὑπερβατὸν δεῖ [[θεῖναι]] ἐν τῷ ᾄσματι τὸ ἀλαθέως, Plat. Prot. 343 e; bes. von der Wortstellung, [[λέξις]] ὑπερβατή, Arist. rhet. Alex. 26; auch ὑπερβατῶς δηλοῦν, ib. 31; wenn die Wörter nicht in ihrer natürlichen Ordnung, sondern durch einander geworfen stehen; dah. ὑπερβατῶς δέξασθαί τι, Etwas nach solcher verkehrten Wortfolge verstehen und erklären, Gramm.; ὑπερβαταὶ νοήσεις, in verkehrter Wortfolge ausgedrückte Gedanken, D. Hal. iud. Thuc. 52. – 3) akt., überschreitend, übertreffend, τάδ' ἐστὶ καὶ τῶνδ' ὑπερβατώτερα, Aesch. Ag. 428; dah. vorzüglich, ausgezeichnet; auch im tadelnden Sinne, über Maaß und Ziel hinausgehend, ausschweifend, Sp. [[ὑπερβεβλημένως]], adv. part. perf. pass. zu [[ὑπερβάλλω]], auf eine übertriebene od. übermäßige Weise, Arist. eth. 3, 10 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1192.png Seite 1192]] adj. verb. zu [[ὑπερβαίνω]]; 1) [[überschritten]], [[übertreten]], zu übersteigen, ᾗ ὑπερβατὸν ἦν τὸ [[περιτείχισμα]], Thuc. 3, 25. – 2) [[umgesetzt]], [[verstellt]], ὑπερβατὸν δεῖ [[θεῖναι]] ἐν τῷ ᾄσματι τὸ ἀλαθέως, Plat. Prot. 343 e; bes. von der Wortstellung, [[λέξις]] ὑπερβατή, Arist. rhet. Alex. 26; auch ὑπερβατῶς δηλοῦν, ib. 31; wenn die Wörter nicht in ihrer natürlichen Ordnung, sondern durch einander geworfen stehen; dah. ὑπερβατῶς δέξασθαί τι, Etwas nach solcher verkehrten Wortfolge verstehen und erklären, Gramm.; ὑπερβαταὶ νοήσεις, in verkehrter Wortfolge ausgedrückte Gedanken, D. Hal. iud. Thuc. 52. – 3) akt., [[überschreitend]], [[übertreffend]], τάδ' ἐστὶ καὶ τῶνδ' ὑπερβατώτερα, Aesch. Ag. 428; dah. vorzüglich, ausgezeichnet; auch im tadelnden Sinne, über Maaß und Ziel hinausgehend, [[ausschweifend]], Sp. [[ὑπερβεβλημένως]], adv. part. perf. pass. zu [[ὑπερβάλλω]], auf eine übertriebene od. übermäßige Weise, Arist. eth. 3, 10 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qu'on peut traverser]] <i>ou</i> [[qu'on peut franchir]];<br /><b>2</b> [[qui dépasse toute mesure]] ; [[excessif]], [[énorme]], [[extraordinaire]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερβαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερβᾰτός:''' 3<br /><b class="num">1</b> [[переходимый]], (без труда) [[преодолимый]] (τὸ [[περιτείχισμα]] Thuc.);<br /><b class="num">2</b> [[превышающий]], [[превосходящий]]: τάδ᾽ ἐστὶ καὶ τῶνδ᾽ ὑπερβατώτερα Aesch. они таковы, а, пожалуй, и больше того;<br /><b class="num">3</b> [[переставленный]], [[перемещенный]]: ὑπερβατὸν [[δεῖ]] [[θεῖναι]] ἐν τῷ ᾄσματι Plat. повидимому, (это слово) в песне переставлено; [[σύνθεσις]] τῶν ὀνομάτων ὑπερβατή Arst. обратный или неправильный порядок слов;<br /><b class="num">4</b> [[необычайный]], [[невероятный]] (τὰ ἐνύπνια Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερβᾰτός''': -ή, -όν, μεταγεν., ός, όν, (ἴδε κατωτ.), ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ὑπερβαίνω]], ὃν δύναταί τις νὰ ὑπερβῇ, νὰ ἀναβῇ, ἐπὶ τείχους, Θουκ. 3. 25. 2) μετατεθειμένος, ἐπὶ λέξεων, ὑπερβατὸν δεῖ [[θεῖναι]]... τὸ ‘[[ἀλαθέως]]’ Πλάτ. Πρωταγ. 343Ε· [[σύνθεσις]] ὑπερβατὴ Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 26, 1 καὶ 3· νοήσεις ὑπερβατοί, νοήματα ἐκφερόμενα ἐν ἀντιστρόφοις φράσεσι, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 52· - [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως, = καθ’ [[ὑπερβατόν]], ἐν ἀντιστρόφῳ τάξει, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 31, 5, Στράβ. 342, 370· οὕτω, δι’ ὑπερβατοῦ Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 31· πρβλ. [[ὑπερβατόν]]. 3) ὃν παρέρχεταί τις ἐν παρόδῳ ἢ διὰ βραχέων· - Ἐπίρρ. -τῶς, συντόμως, ἐν παρόδῳ, Ἱππ. 7. 31. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ὑπερβαίνων, προχωρῶν [[πέραν]] ἢ περαιτέρω, τῶν δ’ ὑπερβατώτερα, περαιτέρω τούτων, Αἰσχύλ. 428· [[ἔκτακτος]], [[ἀσυνήθης]], ἐνύπνια Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ Ὕπν. Μαντ. 1, 12.
|lstext='''ὑπερβᾰτός''': -ή, -όν, μεταγεν., ός, όν, (ἴδε κατωτ.), ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ὑπερβαίνω]], ὃν δύναταί τις νὰ ὑπερβῇ, νὰ ἀναβῇ, ἐπὶ τείχους, Θουκ. 3. 25. 2) μετατεθειμένος, ἐπὶ λέξεων, ὑπερβατὸν δεῖ [[θεῖναι]]... τὸ ‘[[ἀλαθέως]]’ Πλάτ. Πρωταγ. 343Ε· [[σύνθεσις]] ὑπερβατὴ Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 26, 1 καὶ 3· νοήσεις ὑπερβατοί, νοήματα ἐκφερόμενα ἐν ἀντιστρόφοις φράσεσι, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 52· - [[οὕτως]] ἐπίρρ. -τως, = καθ’ [[ὑπερβατόν]], ἐν ἀντιστρόφῳ τάξει, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 31, 5, Στράβ. 342, 370· οὕτω, δι’ ὑπερβατοῦ Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 31· πρβλ. [[ὑπερβατόν]]. 3) ὃν παρέρχεταί τις ἐν παρόδῳ ἢ διὰ βραχέων· - Ἐπίρρ. -τῶς, συντόμως, ἐν παρόδῳ, Ἱππ. 7. 31. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ὑπερβαίνων, προχωρῶν [[πέραν]] ἢ περαιτέρω, τῶν δ’ ὑπερβατώτερα, περαιτέρω τούτων, Αἰσχύλ. 428· [[ἔκτακτος]], [[ἀσυνήθης]], ἐνύπνια Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ Ὕπν. Μαντ. 1, 12.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut traverser <i>ou</i> franchir;<br /><b>2</b> qui dépasse toute mesure ; excessif, énorme, extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερβαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπερβατός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπερβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να υπερβεί, να ξεπεράσει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υπερβατό]] και <i>τὸ ὑπερβατὸν</i><br />(γραμμ.-ρητ.) [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο δύο λέξεις της πρότασης, οι οποίες συνδέονται [[στενά]] ή συναποτελούν ενιαίο [[σύνολο]], χωρίζονται και απομακρύνονται [[μεταξύ]] τους, με την [[παρεμβολή]] άλλων λέξεων, που [[είναι]] άσχετες ή, [[τουλάχιστον]] όχι τόσο συνδεδεμένες με αυτές, όπως λ.χ. στις φράσεις «με τη <i>δική</i> σου ήρθα στον κόσμο τη [[λατρεία]]» ή «μὴ λέγετε ὡς ὑφ' <i>ἑνὸς</i> τοιαῡτα πέπονθ' ἡ Ἑλλὰς <i>ἀνθρωπου</i>»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[υπερβατό]] [[διάστημα]]»<br /><b>μουσ.</b> [[κάθε]] [[διάστημα]] μεγαλύτερο του συνεχούς διαστήματος δευτέρας<br />β) «[[σχήμα]] [[υπερβατό]]» — το [[υπερβατό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει [[κάτι]], που προχωρεί πιο [[πέρα]] από [[κάτι]] («τὰ δ' ἔστι καὶ τῶνδ' ὑπερβατώτερα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ασυνήθιστος]], [[παράξενος]] («ὑπερβατὰ ἐνύπνια», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «νοήσεις ὑπερβαταί» — νοήματα που εκφέρονται σε αντίστροφες φράσεις (Διον. Αλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερβατῶς</i> Α<br /><b>1.</b> [[σύντομα]], εν παρόδω<br /><b>2.</b> αντίστροφη [[σειρά]].
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπερβατός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπερβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να υπερβεί, να ξεπεράσει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υπερβατό]] και <i>τὸ ὑπερβατὸν</i><br />(γραμμ.-ρητ.) [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο δύο λέξεις της πρότασης, οι οποίες συνδέονται [[στενά]] ή συναποτελούν ενιαίο [[σύνολο]], χωρίζονται και απομακρύνονται [[μεταξύ]] τους, με την [[παρεμβολή]] άλλων λέξεων, που [[είναι]] άσχετες ή, [[τουλάχιστον]] όχι τόσο συνδεδεμένες με αυτές, όπως λ.χ. στις φράσεις «με τη <i>δική</i> σου ήρθα στον κόσμο τη [[λατρεία]]» ή «μὴ λέγετε ὡς ὑφ' <i>ἑνὸς</i> τοιαῦτα πέπονθ' ἡ Ἑλλὰς <i>ἀνθρωπου</i>»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[υπερβατό]] [[διάστημα]]»<br /><b>μουσ.</b> [[κάθε]] [[διάστημα]] μεγαλύτερο του συνεχούς διαστήματος δευτέρας<br />β) «[[σχήμα]] [[υπερβατό]]» — το [[υπερβατό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει [[κάτι]], που προχωρεί πιο [[πέρα]] από [[κάτι]] («τὰ δ' ἔστι καὶ τῶνδ' ὑπερβατώτερα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ασυνήθιστος]], [[παράξενος]] («ὑπερβατὰ ἐνύπνια», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «νοήσεις ὑπερβαταί» — νοήματα που εκφέρονται σε αντίστροφες φράσεις (Διον. Αλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερβατῶς</i> Α<br /><b>1.</b> [[σύντομα]], εν παρόδω<br /><b>2.</b> αντίστροφη [[σειρά]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερβᾰτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ὑπερβαίνω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαβατός]] ή αυτός που μπορεί να τον ανέβει [[κάποιος]], [[κλιμακωτός]], αναρριχήσιμος, λέγεται για [[τείχος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μετατιθέμενος, χρησιμ. για λέξεις, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που πηγαίνει [[παραπέρα]], <i>τῶνδ' ὑπερβατώτερα</i>, αυτά που πηγαίνουν πιο πέρα από εκείνα, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὑπερβᾰτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ὑπερβαίνω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαβατός]] ή αυτός που μπορεί να τον ανέβει [[κάποιος]], [[κλιμακωτός]], αναρριχήσιμος, λέγεται για [[τείχος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μετατιθέμενος, χρησιμ. για λέξεις, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που πηγαίνει [[παραπέρα]], <i>τῶνδ' ὑπερβατώτερα</i>, αυτά που πηγαίνουν πιο πέρα από εκείνα, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ὑπερβᾰτός:''' 3<br /><b class="num">1)</b> переходимый, (без труда) преодолимый (τὸ [[περιτείχισμα]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> превышающий, превосходящий: τάδ᾽ ἐστὶ καὶ τῶνδ᾽ ὑπερβατώτερα Aesch. они таковы, а, пожалуй, и больше того;<br /><b class="num">3)</b> переставленный, перемещенный: ὑπερβατὸν [[δεῖ]] [[θεῖναι]] ἐν τῷ ᾄσματι Plat. повидимому, (это слово) в песне переставлено; [[σύνθεσις]] τῶν ὀνομάτων ὑπερβατή Arst. обратный или неправильный порядок слов;<br /><b class="num">4)</b> необычайный, невероятный (τὰ ἐνύπνια Arst.).
|mdlsjtxt=ὑπερ-βᾰτός, ή, όν verb. adj. of [[ὑπερβαίνω]]<br /><b class="num">I.</b> to be passed or crossed, scaleable, of a [[wall]], Thuc.<br /><b class="num">2.</b> [[transposed]], [[of words]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> act. [[going]] [[beyond]], τῶνδ' ὑπερβατώτερα [[going]] far [[beyond]] these, Aesch.
}}
}}
{{mdlsj
{{lxth
|mdlsjtxt=ὑπερ-βᾰτός, ή, όν verb. adj. of [[ὑπερβαίνω]]<br /><b class="num">I.</b> to bepassed or crossed, scaleable, of a [[wall]], Thuc.<br /><b class="num">2.</b> transposed, of words, Plat.<br /><b class="num">II.</b> act. [[going]] [[beyond]], τῶνδ' ὑπερβατώτερα [[going]] far [[beyond]] these, Aesch.
|lthtxt=''[[superabilis]]'', [[that can be overcome]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.25.1/ 3.25.1].
}}
}}