κατασοφίζομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "D.S." to "D.S."
m (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katasofizomai
|Transliteration C=katasofizomai
|Beta Code=katasofi/zomai
|Beta Code=katasofi/zomai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[outwit by sophisms]] or [[fallacies]], c. acc. pers., <span class="bibl">LXX <span class="title">Ex.</span>1.10</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>1.1</span>, etc.; ταῖς εὑρησιλογίαις κ. τὴν δύναμιν τῆς πεπρωμένης <span class="bibl">D.S.17.116</span>; τὸν νόμον διὰ τῆς ἑαυτοῦ κακουργίας κ. <span class="bibl">Just. <span class="title">Nov.</span>72.5</span>: c. gen., Ael.in <span class="bibl">Ar.Byz.<span class="title">Epit.</span>58.6</span>:—also as Pass., to [[be outwitted]], Plu.2.80c, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">in SE</span>43.22</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>16.2</span>, Longin. 17.1. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">κ. τι περί τινων</b> [[evade by quibbling]], <span class="title">CIG</span>(add.)4224d10 (Anticragus). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[falsify]], <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>8.15.5</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[outwit by sophisms]] or [[fallacies]], c. acc. pers., [[LXX]] ''Ex.''1.10, Luc.''DDeor.''1.1, etc.; ταῖς εὑρησιλογίαις κ. τὴν δύναμιν τῆς πεπρωμένης [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.116; τὸν νόμον διὰ τῆς ἑαυτοῦ κακουργίας κ. Just. ''Nov.''72.5: c. gen., Ael.in Ar.Byz.''Epit.''58.6:—also as Pass., to [[be outwitted]], Plu.2.80c, Alex.Aphr.''in SE''43.22, Luc.''DDeor.''16.2, Longin. 17.1.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">κ. τι περί τινων</b> [[evade by quibbling]], ''CIG''(add.)4224d10 (Anticragus).<br><span class="bld">3</span> [[falsify]], J.''AJ''8.15.5.
}}
{{ls
|lstext='''κατασοφίζομαι''': ἀποθ., [[καταβάλλω]] διὰ σοφισμάτων, [[ἐλέγχω]] σοφιστικῶς, ἀπατῶ, μετ’ αἰτ. προσ., κατασοφίζει με Λουκ. Θεῶν Διάλ. 1. 1, Διόδ. 17. 116, Ἑβδ. κτλ.· «κατασοφισθεῖσα· χλευασθεῖσα. τεχνασθεῖσα» Ἡσύχ. καὶ «κατεσοφίσθη· ἐπλανήθη»· [[δεῦτε]] κατασοφισώμεθα αὐτοὺς Ἑβδ., [[ὅπερ]] ὁ Σουΐδ. ἑρμηνεύει «τεχνασώμεθα, μηχανῇ τινι κακώσωμεν·- ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ὡς παθ., νικῶμαι, καταβάλλομαι διὰ σοφισμάτων, κατασοφισθεὶς ὑπ’ ἀνθρώπου τόλμαν ἔχοντος Πλούτ. 2. 80C, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 16. 2· ὡς [[παῖς]] [[ἄφρων]] ὑπὸ τεχνήτου ῥήτορος κατασοφίζεται Λογγῖν. 7. 1. 2) κ. τι [[περί]] τινων, [[ἀποφεύγω]] διὰ σοφιστείας, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.), 4224d. 10.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>Pass.</i> être trompé par des sophismes;<br /><b>2</b> <i>Moy.</i> tromper par des sophismes, tromper, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σοφίζω]].
|btext=<b>1</b> <i>Pass.</i> être trompé par des sophismes;<br /><b>2</b> <i>Moy.</i> tromper par des sophismes, tromper, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σοφίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-σοφίζομαι erin luizen:. κατασοφίζεσθαι τὸ γένος ἡμῶν ons volk erin luizen NT Act.Ap. 7.19.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασοφίζομαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[побеждать софизмами]], [[запутывать хитросплетениями]], [[морочить]] (τινα Diod., Luc.; τὸ [[γένος]] τινός NT);<br /><b class="num">2</b> [[запутываться в софизмах]], [[быть поставленным в тупик]] ([[ὑπό]] τινος Plut.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κατασοφίζομαι:''' μέλ. <i>-ίσομαι</i>, αποθ., [[κατακτώ]] μέσω σοφισμάτων ή σοφιστειών, [[νικώ]] στην [[εξυπνάδα]], [[υπερτερώ]] στο [[πνεύμα]], σε Λουκ.· επίσης ως Παθ., ξεγελιέμαι με τεχνάσματα, στον ίδ.
|lsmtext='''κατασοφίζομαι:''' μέλ. <i>-ίσομαι</i>, αποθ., [[κατακτώ]] μέσω σοφισμάτων ή σοφιστειών, [[νικώ]] στην [[εξυπνάδα]], [[υπερτερώ]] στο [[πνεύμα]], σε Λουκ.· επίσης ως Παθ., ξεγελιέμαι με τεχνάσματα, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατασοφίζομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> побеждать софизмами, запутывать хитросплетениями, морочить (τινα Diod., Luc.; τὸ [[γένος]] τινός NT);<br /><b class="num">2)</b> запутываться в софизмах, быть поставленным в тупик ([[ὑπό]] τινος Plut.).
|lstext='''κατασοφίζομαι''': ἀποθ., [[καταβάλλω]] διὰ σοφισμάτων, [[ἐλέγχω]] σοφιστικῶς, ἀπατῶ, μετ’ αἰτ. προσ., κατασοφίζει με Λουκ. Θεῶν Διάλ. 1. 1, Διόδ. 17. 116, Ἑβδ. κτλ.· «κατασοφισθεῖσα· χλευασθεῖσα. τεχνασθεῖσα» Ἡσύχ. καὶ «κατεσοφίσθη· ἐπλανήθη»· [[δεῦτε]] κατασοφισώμεθα αὐτοὺς Ἑβδ., [[ὅπερ]] ὁ Σουΐδ. ἑρμηνεύει «τεχνασώμεθα, μηχανῇ τινι κακώσωμεν·- ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ὡς παθ., νικῶμαι, καταβάλλομαι διὰ σοφισμάτων, κατασοφισθεὶς ὑπ’ ἀνθρώπου τόλμαν ἔχοντος Πλούτ. 2. 80C, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 16. 2· ὡς [[παῖς]] [[ἄφρων]] ὑπὸ τεχνήτου ῥήτορος κατασοφίζεται Λογγῖν. 7. 1. 2) κ. τι [[περί]] τινων, [[ἀποφεύγω]] διὰ σοφιστείας, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.), 4224d. 10.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-σοφίζομαι erin luizen:. κατασοφίζεσθαι τὸ γένος ἡμῶν ons volk erin luizen NT Act.Ap. 7.19.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj