3,274,216
edits
(CSV import) |
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
||
(29 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=martys | |Transliteration C=martys | ||
|Beta Code=ma/rtus | |Beta Code=ma/rtus | ||
|Definition=ὁ, ἡ, Cret., Epid. μαῖτυς | |Definition=ὁ, ἡ, Cret., Epid. [[μαῖτυς]] Leg.Gort.1.13, al., IG42(1).42, Cret. also [[μαίτυρς]] GDI4998 v ii; gen. μάρτῠρος, acc. μάρτῠρα Hes.Op. 371, etc., formed from [[μάρτυρ]] ([[quod vide|q.v.]]), exc. acc.<br><span class="bld">A</span> μάρτῠν Simon. 84. 4, Men. 1034, Plu. 2.49a; dat. pl. μάρτῠσι (but μάρτυρσι prob. in Hippon. 51):—[[witness]] (not in Hom.), Hes. [[l.c.]], h.Merc.372, Thgn. 1226, etc.; ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεύς Pi.P.4.167, cf. A.Eu.664; ἁμέραι δ' ἐπίλοιποι μ. σοφώτατοι Pi.O.1.34; τούτων μάρτυρας καλῶ θεούς S. Tr.1248, cf. E.Ph.491; μάρτυρα θέσθαι τινά Id.Supp.261; μ. θεοὺς ποιεῖσθαι Th.4.87, etc.; μάρτυρι χρῆσθαί τινι Arist.Rh.1375b30; [[μάρτυρας παρέχεσθαι]] = [[produce]] [[witness]]es, Pl.Grg.471e, cf. D.27.51, etc.; μάρτυρες παρίστανται X.Cyr.1.6.16; μάρτυρα [[παράγεσθαι]], μάρτυρας [[ἐπάγεσθαι]], Pl.Lg.836c, R.364c; δικάζει ταῦτα μαρτύρων ὅπο A.Supp. 934; μαρτύρων ἐναντίον Antipho 1.28, Ar.Ec.448; ἐν μάρτυσι Pl.Smp. 175e; τί δεῖται μάρτυρος; Id.R.340a.<br><span class="bld">II</span> [[martyr]], Apoc.2.13, etc.<br><span class="bld">III</span> Astrol., [[in aspect]], μάρτυρες ἀλλήλων Man. 4.451. (Cf. [[μάρτυρ]], [[μάρτυρος]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0097.png Seite 97]] υρος, ὁ, dat. plur. μάρτυσι, acc. sing. μάρτυρα, doch wird μάρτυν aus Men. bei Phot. angeführt, Sp. haben auch den nom. [[μάρτυρ]], [[Zeuge]], [[Zeuginn]], Hes. O. 373; H. h. Merc. 372, [[μάρτυς]] ἔστω [[Ζεύς]], Pind. P. 4, 167, öfter; ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας, von den Säulen des Herakles, N. 3, 22; Tragg., ὡς ἂν παρῇ μοι [[μάρτυς]] ἐν δίκῃ [[ποτέ]], Aesch. Ch. 981; [[μάρτυς]] ἐν λόγοις, Soph. Phil. 319; πολλῶν παρόντων μαρτύρων, Trach. 351; τούτων μάρτυρας καλῶ θεούς, Eur. Troad. 1238; μαρτύρων [[ἐναντίον]], Ar. Eccl. 448, vor Zeugen; sehr gew. in Prosa, τί δεῖται [[μάρτυρος]]; Plat. Rep. I, 340 a; ἐν μάρτυσι, vor Zeugen, Conv. 175 e; μάρτυρας παρέξομαι, ich werde Zeugen stellen, 215 b, u. so häufig bei den Rednern; auch τούτοις τοῖς λόγοις μάρτυρας τοὺς ποιητὰς ἐπάγονται, Plat. Rep. II, 364 c, wie μάρτυρα παραγόμενος τὴν τῶν θηρίων φύσιν, Legg. VIII, 836 c; αὐτὸν σὲ μάρτυρα ποιοῦμαι, Xen. An. 7, 7, 39 u. sonst, auch bei Folgdn. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0097.png Seite 97]] υρος, ὁ, dat. plur. μάρτυσι, acc. sing. μάρτυρα, doch wird μάρτυν aus Men. bei Phot. angeführt, Sp. haben auch den nom. [[μάρτυρ]], [[Zeuge]], [[Zeuginn]], Hes. O. 373; H. h. Merc. 372, [[μάρτυς]] ἔστω [[Ζεύς]], Pind. P. 4, 167, öfter; ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας, von den Säulen des Herakles, N. 3, 22; Tragg., ὡς ἂν παρῇ μοι [[μάρτυς]] ἐν δίκῃ [[ποτέ]], Aesch. Ch. 981; [[μάρτυς]] ἐν λόγοις, Soph. Phil. 319; πολλῶν παρόντων μαρτύρων, Trach. 351; τούτων μάρτυρας καλῶ θεούς, Eur. Troad. 1238; μαρτύρων [[ἐναντίον]], Ar. Eccl. 448, vor Zeugen; sehr gew. in Prosa, τί δεῖται [[μάρτυρος]]; Plat. Rep. I, 340 a; ἐν μάρτυσι, vor Zeugen, Conv. 175 e; μάρτυρας παρέξομαι, ich werde Zeugen stellen, 215 b, u. so häufig bei den Rednern; auch τούτοις τοῖς λόγοις μάρτυρας τοὺς ποιητὰς ἐπάγονται, Plat. Rep. II, 364 c, wie μάρτυρα παραγόμενος τὴν τῶν θηρίων φύσιν, Legg. VIII, 836 c; αὐτὸν σὲ μάρτυρα ποιοῦμαι, Xen. An. 7, 7, 39 u. sonst, auch bei Folgdn. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υρος (ὁ, ἡ, τό)<br />témoin : μάρτυρά τινα ποιεῖσθαι THC prendre qqn à témoin ; μάρτυρας [[καλῶ]] θεούς SOPH j'en atteste les dieux ; μάρτυρι χρῆσθαί τινι ARSTT faire paraître qqn comme témoin ; μαρτύρων [[ἐναντίον]] AR par devant témoins.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>skr.</i> smarati « se souvenir ». | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μάρτυς:''' ῠρος ὁ и ἡ (acc. иногда μάρτυν, dat. pl. μάρτῠσι)<br /><b class="num">1</b> свидетель(ница) (μάρτυρας καλεῖν θεούς Soph.): μαρτύρων [[ἐναντίον]] Arph. и ἐν μάρτυσι Plat. в присутствии свидетелей;<br /><b class="num">2</b> [[свидетельство]], [[подтверждение]], [[доказательство]], [[довод]]: μάρτυρα παράγεσθαί или ἐπάγεσθαί τι Plat. приводить что-л. в подтверждение;<br /><b class="num">3</b> засвидетельствовавший своей кровью, т. е. мученик ([[Στέφανος]] ὁ μ. NT). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάρτῠς''': ὁ, καὶ ἡ, γεν. μάρτῠρος, αἰτ. -ῠρα, (Ἀρχίλ. 11), κτλ., σχηματίζονται ἐκ τοῦ [[μάρτυρ]], πλὴν τῆς αἰτ. μάρτῠν [[Σίμων]]. 84, Μένανδ. παρὰ Φωτ.· δοτ. πληθ. μάρτῠσι, ποιητ. μάρτυσσι Ἱππῶν. 42, Meineke εἰς Εὐφορ. 109· (ἴδε ἐν λ. [[μέριμνα]]): - [[μάρτυς]] (οὐχὶ παρ’ Ὁμ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 369, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 372, Θεογν. 1226, κτλ.· ἄμμιν [[μάρτυς]] ἔστω [[Ζεὺς]] Πινδ. Π. 4. 297, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 664· ἁμέραι δ’ ἐπίλοιποι μ. σοφώτατοι Πινδ. Ο. 1. 54· μάρτυρας καλῶ θεοὺς Σοφ. Τρ. 1248, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 491· μάρτυρα θέσθαι τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 261· μ. θεοὺς ποιεῖσθαι Θουκ. 4. 87, κτλ.· μάρτυρι χρῆσθαί τινι Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 13· - [[ἀλλά]], μάρτυρας παρέχεσθαι, ἦτο ἡ κοινοτάτη παρ’ Ἀττ. [[φράσις]] ἐπὶ τῆς κοινοτάτης προσαγωγῆς μαρτύρων, Πλάτ. Γοργ. 471E, Δημ. 829. 20, κτλ.· οὕτω καί, μ. παριστάναι, παράγεσθαι, ἐπάγεσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 6, 16, Πλάτ. Νόμ. 836C, Πολ. 364C· δικάζει [[ταῦτα]] μαρτύρων ὕπο Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 934· μαρτύρων [[ἐναντίον]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 448, Ἀντιφῶν 114. 25· ἐν μάρτυσι Πλάτ. Συμπ. 175E, τί δεῖται [[μάρτυρος]]; ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 340A· - συναπτόμενον μετ’ οὐδ. οὐσιαστικοῦ, Κάλλιπος μάρτυρα ποιεῖται... τὰ ἔπη Παυσ. 9. 29, 2. - Ἰσοδύναμοι τύποι: [[μάρτυρος]], [[μάρτυρ]], ἃ ἴδε. ΙΙ. ὁ μαρτυρήσας [[ὑπὲρ]] τῆς τοῦ Χριστοῦ πίστεως, Μαρτύρ. Πολυκ. 1021A, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1060Β, Ὠριγ. ΙΙΙ, 412C, κλ. - Ἐνίοτε λέγεται ἡ [[λέξις]] καὶ ἐπὶ Ὁμολογητ., Ἱππόλυτ. Αἱρ. 454, 45 | |lstext='''μάρτῠς''': ὁ, καὶ ἡ, γεν. μάρτῠρος, αἰτ. -ῠρα, (Ἀρχίλ. 11), κτλ., σχηματίζονται ἐκ τοῦ [[μάρτυρ]], πλὴν τῆς αἰτ. μάρτῠν [[Σίμων]]. 84, Μένανδ. παρὰ Φωτ.· δοτ. πληθ. μάρτῠσι, ποιητ. μάρτυσσι Ἱππῶν. 42, Meineke εἰς Εὐφορ. 109· (ἴδε ἐν λ. [[μέριμνα]]): - [[μάρτυς]] (οὐχὶ παρ’ Ὁμ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 369, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 372, Θεογν. 1226, κτλ.· ἄμμιν [[μάρτυς]] ἔστω [[Ζεύς|Ζεὺς]] Πινδ. Π. 4. 297, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 664· ἁμέραι δ’ ἐπίλοιποι μ. σοφώτατοι Πινδ. Ο. 1. 54· μάρτυρας καλῶ θεοὺς Σοφ. Τρ. 1248, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 491· μάρτυρα θέσθαι τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 261· μ. θεοὺς ποιεῖσθαι Θουκ. 4. 87, κτλ.· μάρτυρι χρῆσθαί τινι Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 13· - [[ἀλλά]], μάρτυρας παρέχεσθαι, ἦτο ἡ κοινοτάτη παρ’ Ἀττ. [[φράσις]] ἐπὶ τῆς κοινοτάτης προσαγωγῆς μαρτύρων, Πλάτ. Γοργ. 471E, Δημ. 829. 20, κτλ.· οὕτω καί, μ. παριστάναι, παράγεσθαι, ἐπάγεσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 6, 16, Πλάτ. Νόμ. 836C, Πολ. 364C· δικάζει [[ταῦτα]] μαρτύρων ὕπο Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 934· μαρτύρων [[ἐναντίον]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 448, Ἀντιφῶν 114. 25· ἐν μάρτυσι Πλάτ. Συμπ. 175E, τί δεῖται [[μάρτυρος]]; ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 340A· - συναπτόμενον μετ’ οὐδ. οὐσιαστικοῦ, Κάλλιπος μάρτυρα ποιεῖται... τὰ ἔπη Παυσ. 9. 29, 2. - Ἰσοδύναμοι τύποι: [[μάρτυρος]], [[μάρτυρ]], ἃ ἴδε. ΙΙ. ὁ μαρτυρήσας [[ὑπὲρ]] τῆς τοῦ Χριστοῦ πίστεως, Μαρτύρ. Πολυκ. 1021A, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1060Β, Ὠριγ. ΙΙΙ, 412C, κλ. - Ἐνίοτε λέγεται ἡ [[λέξις]] καὶ ἐπὶ Ὁμολογητ., Ἱππόλυτ. Αἱρ. 454, 45. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>μάρτῠς</b> (-υς, -υρ(α), -υρες, -υρας.) | |sltr=<b>μάρτῠς</b> (-υς, -υρ(α), -υρες, -υρας.) [[witness]] ἁμέραι δ' ἐπίλοιποι μάρτυρες σοφώτατοι (O. 1.34) τεαὶ γὰρ ὧραι μ' ἔπεμψαν μάρτυῤ ἀέθλων (O. 4.3) πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί (P. 1.88) “καρτερὸς [[ὅρκος]] [[ἄμμιν]] [[μάρτυς]] [[ἔστω]] [[Ζεύς]]” (P. 4.167) δονάκων, τοὶ παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων Καφισίδος ἐν τεμένει, πιστοὶ χορευτᾶν μάρτυρες (P. 12.27) κιόνων [[ὕπερ]] Ἡρακλέος [[ἥρως]] θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς (Wil.; cll. (O. 1.34): κλυτάς codd.) (N. 3.23) οὐ [[ψεῦδις]] ὁ [[μάρτυς]] ἔργμασιν ἐπιστατεῖ, [[Αἴγινα]], τεῶν [[Διός]] τ' ἐκγόνων (Neoptolemos?, [[Pindar]]?; v. Tugendhat, [[Hermes]], 1960, 395̆{1}) (N. 7.49) πιστὰ δ' Ἀγασικλέει [[μάρτυς]] [[ἤλυθον]] ἐς χορὸν a [[chorus]] of girls sings Παρθ. 2. 39. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 29: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>βλ.</b> [[μάρτυρας]]. | |mltxt=και [[μάρτυς]], πληθ. και μαρτύροι ο, η (AM [[μάρτυς]], Α δωρ. και αιολ. τ. [[μάρτυρ]], επικ. τ. [[μάρτυρος]], Μ και [[μάρτυρας]] και [[μάρτυρος]], θηλ. μαρτύρισσα)<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει [[μαρτυρία]] ή [[πληροφορία]] για [[κάτι]], αυτός που επιβεβαιώνει ή πιστοποιεί [[κάτι]] (α. «πολλοί ήταν αυτόπτες μάρτυρες της απόπειρας δολοφονίας που έγινε [[χτες]]» β. «[[μάρτυρας]] θεοὺς ποιήσομαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που υπέστη μαρτύρια και θανατώθηκε για τη χριστιανική [[πίστη]] («ὁ [[μάρτυς]] μου ὁ [[πιστός]], ὃς άπεκτάνθη παρ' ὑμῖν», ΚΔ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δίνει ένορκη [[κατάθεση]] στο δικαστήριο σχετικά με μια εκδικαζόμενη [[υπόθεση]] (α. «πήγα [[μάρτυρας]] στο δικαστήριο» β. «[[μάρτυρας]] υπεράσπισης»)<br /><b>2.</b> αυτός που διώχθηκε ή θυσιάστηκε για μια [[ιδεολογία]] ή για έναν υψηλό σκοπό (α. «μάρτυρες της ελευθερίας» β. «μάρτυρες της δημοκρατίας»)<br /><b>3.</b> αυτός που βασανίζεται, που δεινοπαθεί ή υποφέρει («αυτός ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] [[μάρτυρας]] με όσα έχει περάσει στη ζωή του»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[μάρτυς]] μου ο Θεός» — [[επίκληση]] ή όρκος [[προς]] [[ισχυροποίηση]] της ειλικρίνειας τών λόγων κάποιου<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «δύο μάρτυρες κρεμούν άνθρωπο» — οι ψευδομάρτυρες [[είναι]] επικίνδυνοι<br />β) «έφερε η [[γάτα]] τον ποντικό μάρτυρα» — λέγεται γι' αυτούς που προσάγουν στο δικαστήριο ψευδομάρτυρες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[παρών]] σε κάποιο [[γεγονός]] ή σε κάποια επίσημη [[πράξη]] που γίνεται ενώπιον αρμόδιας αρχής («για την [[έκδοση]] άδειας γάμου απαιτούνται δύο μάρτυρες)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που ενημερώνει ή διδάσκει κάποιον, ο [[κήρυκας]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[ιερέας]] που εξομολογεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρολ.</b> αυτός που βρίσκεται [[απέναντι]] σε κάποιον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μάρτυς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μάρτυρς</i>) με εξακολουθητική [[ανομοίωση]], [[πρβλ]]. και δοτ. πληθ. <i>μάρτυσι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μάρτυρσι</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[μαίτυς]]), ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>s</i>)<i>mr</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>mer</i>- «[[θυμάμαι]]» ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>smarati</i> «[[θυμάμαι]]» και [[μέριμνα]])]. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι ο τ. <i>μάρτυ</i>-<i>ρος</i> [[είναι]] παράγωγο σε -<i>ρος</i> ενός αμάρτυρου ρηματικού ονόματος <i>μάρ</i>-<i>τυ</i>-, «[[μαρτυρία]]» (για την [[εξέλιξη]] της σημασίας του τ. από «[[μαρτυρία]]» σε «[[μάρτυρας]]», [[πρβλ]]. και αγγλ. <i>witness</i>). Ο τ. αυτός έχει επηρεάσει τη [[μορφή]] του αθέματου ονόματος [[μάρτυρ]]. Η δοτ. πληθ. <i>μάρτυσι</i> και η αιτ. <i>μάρτυν</i> ενισχύουν την [[άποψη]] αυτή. Ωστόσο η ύπαρξη του <i>μάρ</i>-<i>τυ</i>- παραμένει υποθετική. Παράλληλα με τις λ. [[μάρτυς]], [[μάρτυρος]] μαρτυρείται και η λ. <i>βίδυ</i>(<i>ι</i>)<i>ος</i> «[[αυτόπτης]] [[μάρτυρας]]», η οποία χρησιμοποιείται [[συχνά]] για θεό που καλείται ως [[μάρτυρας]]. Στον Όμηρο όμως εμφανίζεται και ο τ. [[μάρτυρος]] σε ανάλογη [[χρήση]] ([[πρβλ]]. <i>μάρτυροι θεοί</i>). Στη χριστιανική [[εποχή]] η λ. [[μάρτυρας]] έλαβε τη [[σημασία]] εκείνου που μαρτυρεί, που διακηρύσσει την [[αλήθεια]] θυσιάζοντας τον εαυτό του. Η εκκλησιαστική Λατινική, [[τέλος]], έχει τη λ. <i>martyr</i> «[[μάρτυρας]]», ενώ η λ. απαντά σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>martyr</i>, ιρλδ. <i>martir</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>martyra</i> <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μαρτυρικός]], [[μαρτυρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαρτύρομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <i>μαρτυρολόγιο</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[μαρτυροποιώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μαρτυρογράφιον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μαρτυρογραμμένος]], [[μαρτυρογραφή]], [[μαρτυρόφρων]]. (Β συνθετικό) [[ψευδομάρτυρας]](-<i>υς</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[άμαρτυς]], [[αυτόμαρτυς]], [[επίμαρτυς]], <i>καλλίμαρτυς</i>, [[σύμμαρτυς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εθνομάρτυρας]], [[ιερομάρτυρας]], [[λιπομάρτυρας]], [[μεγαλομάρτυρας]], [[νεομάρτυρας]], <i>οσιομάρτυρας</i>, [[πρωτομάρτυρας]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μάρτῠς:''' ὁ, επίσης ἡ, γεν. [[μάρτυρος]], αιτ. <i>-ῠρα</i> κ.λπ., [[τύπος]] προερχόμενος από το [[μάρτυρ]], [[αλλά]] [[επιπλέον]] αιτ. <i>μάρτῠν</i>, με δοτ. πληθ. <i>μάρτῠσι</i>· [[μάρτυρας]] (ο, η), σε Ησίοδ., Θέογν.· μάρτυρα [[θέσθαι]] τινά, σε Ευρ.· <i>[[μάρτυρας]] θεοὺς ποιεῖσθαι</i>, σε Θουκ.· <i>μάρτυρι χρῆσθαί τινι</i>, σε Αριστ.· <i>[[μάρτυρας]] παρέχεσθαι</i>, [[παρουσιάζω]] μάρτυρες, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως, <i>[[μάρτυρας]] παριστάναι</i>, σε Ξεν. | |lsmtext='''μάρτῠς:''' ὁ, επίσης ἡ, γεν. [[μάρτυρος]], αιτ. <i>-ῠρα</i> κ.λπ., [[τύπος]] προερχόμενος από το [[μάρτυρ]], [[αλλά]] [[επιπλέον]] αιτ. <i>μάρτῠν</i>, με δοτ. πληθ. <i>μάρτῠσι</i>· [[μάρτυρας]] (ο, η), σε Ησίοδ., Θέογν.· μάρτυρα [[θέσθαι]] τινά, σε Ευρ.· <i>[[μάρτυρας]] θεοὺς ποιεῖσθαι</i>, σε Θουκ.· <i>μάρτυρι χρῆσθαί τινι</i>, σε Αριστ.· <i>[[μάρτυρας]] παρέχεσθαι</i>, [[παρουσιάζω]] μάρτυρες, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως, <i>[[μάρτυρας]] παριστάναι</i>, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: m. f.<br />Meaning: [[witness]] (Il.; on the spread etc. E. Kretschmer Glotta 18, 92 f., on the use in Homer Nenci Par. del Pass. 13, 221ff.) | |etymtx=Grammatical information: m. f.<br />Meaning: [[witness]] (Il.; on the spread etc. E. Kretschmer Glotta 18, 92 f., on the use in Homer Nenci Par. del Pass. 13, 221ff.) [[martyr]], [[(blood-witness)]] (christ. lit.; s. Bauer Gr.-dt. Wb. s.v.).<br />Other forms: Aeol. (Hdn. Gr.) a. Dor. [[μάρτυρ]], Cret. Epid. [[μαῖτυς]] (<b class="b3">-ρς</b>), <b class="b3">-ρος</b>, acc. also [[μάρτυν]] (Simon.), dat. pl. [[μάρτυσι]] (<b class="b3">-ρσι</b> Hippon.?); ep., also NWGr. [[μάρτυρος]].<br />Compounds: Compp., e.g. <b class="b3">μαρτυρο-ποιέομαι</b> [[call as witness]] (inscr., pap.), <b class="b3">ψευδό-μαρτυς</b> [[false witness]] (Pl.; Risch IF 59, 257 f.), <b class="b3">ἐπί-μαρτυς</b> [[witness]] (Ar., Call., A. R.), prob. backformation from <b class="b3">ἐπι-μαρτύρομαι</b>, <b class="b3">-ρέω</b>; on supposed [[ἐπιμάρτυρος]] (for <b class="b3">ἔπι μάρτυρος</b>) see Leumann Hom. Wörter 71.<br />Derivatives: [[μαρτυρία]] (λ 325; cf. below on [[μαρτυρέω]]), [[μαρτύριον]] (IA) [[testimony]], [[evidence]]. Denominatives: 1. [[μαρτύρομαι]], also wiht prefix, e.g. <b class="b3">δια-</b>, <b class="b3">ἐπι-</b>, [[call as witness]] (IA); 2. [[μαρτυρέω]], often w. prefix, e.g. <b class="b3">ἀντι-</b>, <b class="b3">ἐκ-</b>, <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">δια-</b>, <b class="b3">κατα-</b>, <b class="b3">συν-</b>, [[testify]], [[bear witness]] (Alc., Pi., IA) with [[μαρτύρημα]] (E.), (<b class="b3">ἀντι-</b>, <b class="b3">κατα-)-μαρτύρησις</b> (Epicur., pap.) [[testimony]], also (<b class="b3">δια-</b>, <b class="b3">ἐκ-</b>, <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">συμ-</b>) [[μαρτυρία]] <b class="b2">id.</b> (cf. above and Scheller Oxytonierung 34f. w. n. 4).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: The basis may be a verbal noun <b class="b3">*μάρ-τυ-</b> [[testimony]], seen in <b class="b3">μάρ-τυς</b>, <b class="b3">-τυν</b>, <b class="b3">-τυσι</b>; cf. below. The change from abstract [[testimony]] to appellative [[witness]] is attested more often, e.g. Fr. [[témoin]] < Lat. [[testimonium]], Engl. [[witness]] orig. [[testimony]], then [[witness]]. The suffix <b class="b3">ρο-</b> gave the personal, prob. orig. adjectival <b class="b3">μάρτυ-ρος</b>. A compromise with [[μάρτυς]] gave perhaps the consonantstem <b class="b3">μάρτυρ-</b>; note esp. the gen. pl. [[μαρτύρων]] (<b class="b3">ἐναντίον μαρτύρων</b> etc.), which can be both from the [[o-]]stem and from the consonantstem; further see Egli Heteroklisie 117ff. Dissimilation occurred in <b class="b3">μαῖτυ(ρ)ς</b> (< <b class="b3">*μάρτυρ-ς</b>); [[μάρτυσι]] and [[μάρτυς]] can be explained in the same way (Schwyzer 260); cf. above. - As zero grade <b class="b3">τυ-</b>derivation [[μάρτυς]] may belong to a verb for [[remember]], which may be found in Skt. [[smárati]] and which may have other derivatives in Greek, e.g. [[μέριμνα]] (s. v.); proper meaning *'remembrance'. -- Not with Thieme Studien 55 (with criticism of the traditional interpretation): from <b class="b2">*mr̥t-tur</b> prop. [[seizing death]] (?), cf. Leumann Gnomon 25, 191. - But this cannot explain the vocalism, so rather a loand from Pre-Greek (Fur. 296). The speculations above, which start from an IE origin, must be rejected. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=a [[witness]], Hes., Theogn.; μάρτυρα [[θέσθαι]] τινά Eur.; μ. θεοὺς ποιεῖσθαι Thuc.; μάρτυρι χρῆσθαί τινι Arist.; μάρτυρας παρέχεσθαι to [[produce]] witnesses, Plat., etc.; so, μ. παριστάναι Xen. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''μάρτυς''': {mártus}<br />'''Forms''': äol. (Hdn. Gr.) u. dor. [[μάρτυρ]], kret. epid. [[μαῖτυς]] (-ρς), -ρος, Akk. auch μάρτυν (Simon. u. a.), Dat. pl. μάρτυσι (-ρσι Hippon.?); ep., auch nwgr. [[μάρτυρος]]<br />'''Grammar''': m. f.<br />'''Meaning''': [[Zeuge]] (seit Il., zur Verbreitung usw. E. Kretschmer Glotta 18, 92 f., zum Gebrauch bei Homer Nenci Par. del Pass. 13, 221ff.) [[Blutzeuge]], [[Märtyrer]] (christl. Lit.; s. Bauer Gr.-dt. Wb. s.v.).<br />'''Composita''' : Kompp., z.B. [[μαρτυροποιέομαι]] [[zum Zeugen anrufen]] (Inschr., Pap.), ψευδόμαρτυς [[falscher Zeuge]] (Pl. usw.; Risch IF 59, 257 f.), [[ἐπίμαρτυς]] [[Zeuge]] (Ar. in lyr., Kall., A. R. u.a.), wohl Rückbildung aus [[ἐπιμαρτύρομαι]], -ρέω; über das angebliche [[ἐπιμάρτυρος]] (für [[ἔπι]] [[μάρτυρος]]) zuletzt Leumann Hom. Wörter 71.<br />'''Derivative''': Ableitungen: [[μαρτυρία]] (seit λ 325; vgl. unten zu [[μαρτυρέω]]), [[μαρτύριον]] (ion. att.) [[Zeugnis]], [[Beweis]]. Denominativa: 1. [[μαρτύρομαι]], auch mit Präfix, z.B. δια-, ἐπι-, [[zum Zeugen anrufen]] (ion. att.); 2. [[μαρτυρέω]], oft m. Präfix, z.B. ἀντι-, ἐκ-, ἐπι-, δια-, κατα-, συν-, [[Zeugnis ablegen]], [[bezeugen]] (Alk., Pi., ion. att.) mit [[μαρτύρημα]] (E.), (ἀντι-, κατα-)-[[μαρτύρησις]] (Epikur., Pap. u. a.) [[Zeugnis]], auch (δια-, ἐκ-, ἐπι-, συμ-) [[μαρτυρία]] ib. (vgl. oben und Scheller Oxytonierung 34f. m. A. 4).<br />'''Etymology''' : Auszugehen ist von einem Verbalnomen *μάρτυ- [[Zeugnis]], das noch in [[μάρτυς]], -τυν, -τυσι vorliegen kann; vgl. indessen unten. Der anzunehmende Übergang vom Abstraktum [[Zeugnis]] zum appellativischen [[Zeuge]] läßt sich mehrfach belegen, z.B. frz. ''témoin'' < lat. ''testimonium'', nengl. ''witness'' urspr. [[Zeugnis]], dann [[Zeuge]]. Durch Hinzufügung des ρο-Suffixes entstand das von Anfang an persönliche, wohl eig. adjektivische [[μάρτυρος]]. Ein Kompromiß mit [[μάρτυς]] ergab vielleicht den auffallenden Konsonantstamm [[μάρτυρ]]-; zu beachten dabei besonders der Gen. pl. μαρτύρων ([[ἐναντίον]] μαρτύρων usw.), der sich sowohl auf den ''o''-Stamm wie auf den Konsonantstamm beziehen ließ; Näheres bei Egli Heteroklisie 117ff. Dissimilation fand statt in μαῖτυ(ρ)ς (< *μάρτυρς); auch μάρτυσι und [[μάρτυς]] lassen sich so erklären (Schwyzer 260; vgl. oben). —Als schwundstufige τυ-Ableitung kann [[μάρτυς]] zu einem Verb für [[sich erinnern]] gehören, das u. a. in aind. ''smárati'' vorliegt und im Griech. auch andere Ableger hinterlassen hat, z.B. [[μέριμνα]] (s. d.); eig. Bed. dann *’Erinnerung’. — Abzulehnen Thieme Studien 55 (mit Kritik der herkömmlichen Auffassung): aus *''mr̥t''-''tur'' eig. [[den Tod ergreifend]] (?), vgl. Leumann Gnomon 25, 191.<br />'''Page''' 2,178-179 | |ftr='''μάρτυς''': {mártus}<br />'''Forms''': äol. (Hdn. Gr.) u. dor. [[μάρτυρ]], kret. epid. [[μαῖτυς]] (-ρς), -ρος, Akk. auch μάρτυν (Simon. u. a.), Dat. pl. μάρτυσι (-ρσι Hippon.?); ep., auch nwgr. [[μάρτυρος]]<br />'''Grammar''': m. f.<br />'''Meaning''': [[Zeuge]] (seit Il., zur Verbreitung usw. E. Kretschmer Glotta 18, 92 f., zum Gebrauch bei Homer Nenci Par. del Pass. 13, 221ff.) [[Blutzeuge]], [[Märtyrer]] (christl. Lit.; s. Bauer Gr.-dt. Wb. s.v.).<br />'''Composita''': Kompp., z.B. [[μαρτυροποιέομαι]] [[zum Zeugen anrufen]] (Inschr., Pap.), ψευδόμαρτυς [[falscher Zeuge]] (Pl. usw.; Risch IF 59, 257 f.), [[ἐπίμαρτυς]] [[Zeuge]] (Ar. in lyr., Kall., A. R. u.a.), wohl Rückbildung aus [[ἐπιμαρτύρομαι]], -ρέω; über das angebliche [[ἐπιμάρτυρος]] (für [[ἔπι]] [[μάρτυρος]]) zuletzt Leumann Hom. Wörter 71.<br />'''Derivative''': Ableitungen: [[μαρτυρία]] (seit λ 325; vgl. unten zu [[μαρτυρέω]]), [[μαρτύριον]] (ion. att.) [[Zeugnis]], [[Beweis]]. Denominativa: 1. [[μαρτύρομαι]], auch mit Präfix, z.B. δια-, ἐπι-, [[zum Zeugen anrufen]] (ion. att.); 2. [[μαρτυρέω]], oft m. Präfix, z.B. ἀντι-, ἐκ-, ἐπι-, δια-, κατα-, συν-, [[Zeugnis ablegen]], [[bezeugen]] (Alk., Pi., ion. att.) mit [[μαρτύρημα]] (E.), (ἀντι-, κατα-)-[[μαρτύρησις]] (Epikur., Pap. u. a.) [[Zeugnis]], auch (δια-, ἐκ-, ἐπι-, συμ-) [[μαρτυρία]] ib. (vgl. oben und Scheller Oxytonierung 34f. m. A. 4).<br />'''Etymology''': Auszugehen ist von einem Verbalnomen *μάρτυ- [[Zeugnis]], das noch in [[μάρτυς]], -τυν, -τυσι vorliegen kann; vgl. indessen unten. Der anzunehmende Übergang vom Abstraktum [[Zeugnis]] zum appellativischen [[Zeuge]] läßt sich mehrfach belegen, z.B. frz. ''témoin'' < lat. ''testimonium'', nengl. ''witness'' urspr. [[Zeugnis]], dann [[Zeuge]]. Durch Hinzufügung des ρο-Suffixes entstand das von Anfang an persönliche, wohl eig. adjektivische [[μάρτυρος]]. Ein Kompromiß mit [[μάρτυς]] ergab vielleicht den auffallenden Konsonantstamm [[μάρτυρ]]-; zu beachten dabei besonders der Gen. pl. μαρτύρων ([[ἐναντίον]] μαρτύρων usw.), der sich sowohl auf den ''o''-Stamm wie auf den Konsonantstamm beziehen ließ; Näheres bei Egli Heteroklisie 117ff. Dissimilation fand statt in μαῖτυ(ρ)ς (< *μάρτυρς); auch μάρτυσι und [[μάρτυς]] lassen sich so erklären (Schwyzer 260; vgl. oben). —Als schwundstufige τυ-Ableitung kann [[μάρτυς]] zu einem Verb für [[sich erinnern]] gehören, das u. a. in aind. ''smárati'' vorliegt und im Griech. auch andere Ableger hinterlassen hat, z.B. [[μέριμνα]] (s. d.); eig. Bed. dann *’Erinnerung’. — Abzulehnen Thieme Studien 55 (mit Kritik der herkömmlichen Auffassung): aus *''mr̥t''-''tur'' eig. [[den Tod ergreifend]] (?), vgl. Leumann Gnomon 25, 191.<br />'''Page''' 2,178-179 | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
Line 50: | Line 50: | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[witness]], [[ | |woodrun=[[witness]], [[one who gives evidence]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Λέγεται καί μάρτυρας. Ἔχει σχέση μέ τά: [[μέριμνα]] -[[μέρμερος]] (=[[ὀλέθριος]]). Ἀπό ρίζα μερμαρ-.<br><b>Παράγωγα:</b> μαρτυρῶ, [[μαρτύρημα]], [[μαρτυρητέον]], [[μαρτυρία]] (=[[κατάθεση]]), [[μαρτυρικός]], [[μαρτύριον]] (=[[ἀπόδειξη]], [[βασανιστήριο]]), [[μαρτύρομαι]] (=[[ἐπικαλοῦμαι]]), [[ψευδομάρτυς]], [[ψευδομαρτυρία]], ψευδομαρτυρῶ. | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ὁ [[mártir]] en pap. crist. διὰ τῶν ἁγίων μαρτύρων εὔχομαι τῷ κυρίῳ <b class="b3">por medio de los santos mártires suplico al Señor</b> C 16 2 | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[testis]]'', [[witness]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.37.2/ 1.37.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.73.2/ 1.73.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.78.4/ 1.78.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.71.4/ 2.71.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.28.3/ 4.28.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.87.2/ 4.87.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.14.1/ 6.14.1]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[witness]]=== | |||
Afrikaans: getuie; Arabic: شَاهِد, شَاهِدَة, شَهِيد, شَهِيدَة; Egyptian Arabic: شاهد; Armenian: վկա, ականատես; Azerbaijani: şahid, tanıq; Belarusian: сведка; Bengali: সাক্ষী; Bulgarian: свидетел, свидетелка, очевидец, сведок; Bashkir: шаһит; Catalan: testimoni; Cebuano: saksi; Cherokee: ᎠᎦᏔᎯ; Chinese Mandarin: 證人, 证人, 見證人, 见证人, 目擊者, 目击者; Czech: svědek, svědkyně; Danish: vidne; Dutch: [[getuige]]; Esperanto: atestanto; Ewe: ɖasedila; Finnish: todistaja; French: témoin; Friulian: testimone; Georgian: მოწმე, თვითმხილველი; German: [[Zeuge]], [[Zeugin]]; Greek: [[μάρτυρας]]; Ancient Greek: μάρτυς; Hebrew: עֵד; Hindi: गवाह, साक्षी; Hungarian: szemtanú, fültanú; Icelandic: vottur; Irish: fianaise, finné; Italian: testimone; Japanese: 目撃者; Khmer: សាក្សី, កសិណសាក្សី; Korean: 목격자(目擊者); Kurdish Northern Kurdish: şahid, guwah; Lao: ພະຍານ, ສັກຂີ; Latin: [[testis]]; Macedonian: сведок; Maori: kaititiro; Mongolian Cyrillic: гэрч; Norman: têmoin; Norwegian Bokmål: vitne; Nynorsk: vitne; Old East Slavic: съвѣдѣтель; Old English: ġewita; Old Norse: váttr; Pashto: شاهد, ګواه; Persian: شاهد, گواه; Plautdietsch: Zeij; Polish: świadek; Portuguese: testemunha; Romanian: martor, martoră; Russian: [[свидетель]], [[свидетельница]], [[очевидец]]; Sardinian: distimonzu, testimóngiu, tistimognu; Scottish Gaelic: neach-fianais; Serbo-Croatian Cyrillic: свѐдок, свјѐдок, сведо̀киња, свједо̀киња; Roman: svèdok, svjèdok, svedòkinja, svjedòkinja; Slovak: svedok, svedkyňa; Spanish: testigo; Swahili: shahidi; Swedish: vittne; Tajik: шоҳид, гувоҳ; Tatar: шаһит; Telugu: సాక్షి; Thai: สักขี, พยาน, ผู้เห็นเหตุการณ์; Tocharian B: reme; Turkish: şahit, tanık; Turkmen: şaýat; Ukrainian: сві́док, очевидець; Urdu: گواہ, شاہد; Uyghur: گۇۋاھچى; Uzbek: guvoh, shohid; Venetian: testimònio; Vietnamese: nhân chứng; Welsh: tyst; West Frisian: tsjûge; Yiddish: עד; Zazaki: şahid | |||
===[[martyr]]=== | |||
Albanian: dëshmor; Arabic: شَهِيد, شَهِيدَة); Aramaic: ܣܗܕܐ; Armenian: մարտիրոս, նահատակ, վկա; Azerbaijani: şəhid; Bashkir: шаһит; Belarusian: пакутнік, пакутніца, мучальнік, мучальніца, мучанік, мучаніца; Bengali: শহীদ; Bulgarian: мъченик, мъченичка; Catalan: màrtir; Chechen: ӏазапхо; Chinese Mandarin: 烈士, 殉道者; Czech: mučedník, mučednice; Dutch: [[martelaar]], martelares; Erzya: майсиця; Esperanto: martiro; Estonian: märter; Finnish: marttyyri, shahid; French: martyr, martyre, chahîd, chahid; Galician: mártir; Georgian: წამებული, მოწამე, მარტვილი; German: Märtyrer, Märtyrerin; Greek: [[μάρτυρας]]; Hebrew: [[שָׁהִיד]]; Hindi: शहीद, शहीदा; Hungarian: mártír, vértanú; Icelandic: píslarvottur; Indonesian: syahid, martir; Italian: martire; Japanese: 殉教者, シャヒード; Kazakh: шаһит, шейіт; Korean: 순교자, 샤히드; Kumyk: шагьит; Kurdish Northern Kurdish: şehîd; Macedonian: маченик, маченичка; Malay: syahid, martir; Malayalam: രക്തസാക്ഷി; Maori: matira; Norman: martyr; Norwegian: martyr; Old Church Slavonic Cyrillic: мѫченикъ; Ottoman Turkish: شهید; Pashto: شهيد; Persian: شهید; Polish: męczennik, męczennica; Portuguese: mártir; Punjabi: ਸ਼ਹੀਦ; Romanian: mucenic, muceniță; Russian: [[мученик]], [[мученица]], [[шахид]], [[шахидка]]; Scottish Gaelic: martair; Serbo-Croatian Cyrillic: мученик, шехид; Roman: mučenik, šehid; Slovak: mučeník, mučeníčka, martýr, martýrka; Slovene: mučenik, mučenica; Spanish: mártir; Swedish: martyr; Tajik: шаҳид; Tatar: шаһит; Turkish: şehit, gazi, şehitler, gaziler, mücahit, mücahid; Turkmen: şahit; Ukrainian: мученик, мучениця; Urdu: شہید; Uyghur: شاھىت; Uzbek: shahid; Volapük: martüran, himartüran, jimartüran; Welsh: merthyr; Zazaki: şehid, şehîd | |||
}} | }} |